Ταυτισμένος σε μεγάλο βαθμό με τη δημιουργία της σκευωρίας -και με τη βούλα της Δικαιοσύνης, έπειτα από πεντάμηνη διαδικασία-, ο Αλέξης Τσίπρας εγγράφεται ως ο Ευρωπαίος πολιτικός που πάτησε πάνω στα χνάρια του άκρατου πολακισμού, σχηματοποιώντας τον ως πορεία εξόντωσης των πολιτικών του αντιπάλων. Η όλη διάσταση αυτής της σκευωρίας θεμελιώθηκε στο πνεύμα της δημιουργίας αμφισβήτησης της ηθικής διακεκριμένων πολιτικών προσώπων – και μάλιστα στη διάρκεια της βασανιστικής, για τους πολίτες, περιόδου λόγω Μνημονίων. Ως επιπρόσθετη και εξαιρετικά βαριά, αυτή η κατηγορία περί χρηματισμού και διαφθοράς φάνηκε ως η κορυφή του παγόβουνου του καλοστημένου, αν και απλοϊκού και ανιστόρητου, σεναρίου πως η δική τους διοίκηση -των «Σαμαροβενιζέλων» και λοιπών σε στρατηγικές θέσεις- ήταν και μόνο η αιτία της οικονομικής καταστροφής και της αφαίμαξης των βασικών πόρων για την ποιότητα της ζωής των Ελλήνων.
Στη διάρκεια των ειδικών αφιερωμάτων για τα πενηντάχρονα της Μεταπολίτευσης, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή, ο Αλέξης Τσίπρας αντιπαρήλθε, με την ευκολία που τον διακρίνει, τον σκόπελο της ειλικρίνειας και της αλήθειας αναφορικά με την υπόθεση, απλώς λέγοντας: «Ηταν ατυχής η διαχείρισή μας στην υπόθεση Νοβάρτις». Ατυχής μία τόσο καλά σχεδιασμένη «διαχείριση», που απλώθηκε, με επιτυχία, σε παράπλευρους κύκλους, πλην των πολιτικών. Δικαστικούς, επιχειρηματικούς, δημοσιογραφικούς. Κύκλοι που οι δικές τους κουκούλες προστάτευαν τον μύθο του «μεγαλύτερου σκανδάλου από συστάσεως του ελληνικού κράτους» και έφτασαν έως και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ζητούσαν την παρέμβασή του για θέματα προστασίας και σεβασμού προς τον θεσμό των προστατευόμενων μαρτύρων, ακόμη και όταν είχε αποδειχθεί ο ρόλος των κουκουλοφόρων μαρτύρων στη διάρθρωση της σκευωρίας που στήθηκε επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ.
Και όλα αυτά, όταν στην ουσία και εν τοις πράγμασι διαπομπεύτηκαν, ως βορά στον όχλο της παραπληροφόρησης, δικαστικοί λειτουργοί που είχαν, αρχικά, αναλάβει τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με τον χρηματισμό πολιτικών προσώπων, όταν με θάρρος δημοσιοποίησαν τις απειλητικές παρεμβάσεις πολιτικών προϊσταμένων τους, π.χ. υπόθεση Ράικου. Οταν είχε, ήδη, επικίνδυνα ενσωματωθεί στην καθημερινότητα μεγάλου μέρους των πολιτών η άποψη της σήψης και της διαφθοράς των «άλλων» κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού τους, ένα κλίμα που οδηγούσε στην ολική απαξίωση του κοινοβουλευτισμού. Ομως, με την ολοκλήρωση της δικαστικής διερεύνησης και την ατιμωτική καταδίκη για τους, πραγματικά, κουκουλοφόρους ψευδομάρτυρες επιβεβαιώνεται η, από λίγους αρχικά, αντίληψη πως ακριβώς αυτή ήταν, τελικά, η ατυχής, από πλευράς τους, διαχείριση στην υπόθεση Νοβάρτις. Πως παρά τον σχεδιασμό και τα πλοκάμια του σκοταδισμού των φιλικών κύκλων, δεν διαβρώθηκε, τελικά, το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολλών προς τα «άλλα» πολιτικά σχήματα και πως υπάρχουν και άλλοι κύκλοι, πολιτικοί, δικαστικοί, δημοσιογραφικοί, που προστατεύουν τη Δημοκρατία, για να γίνει ακόμα πιο στέρεη.