Τα διαρκή «παραθυράκια» που εφευρίσκουν τα πιστωτικά ιδρύματα για να χρεώνουν υπηρεσίες στα ΑΤΜ που στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι δωρεάν έχουν αγανακτήσει τους πολίτες και ειδικά τους κατοίκους των πιο απομακρυσμένων περιοχών, που δύσκολα βρίσκουν φυσικό τραπεζικό κατάστημα. Η άμεση αντίδραση, λοιπόν, του Κυριάκου Πιερρακάκη δεν ήταν απλά επιβεβλημένη, ήταν σωστή και δίκαιη.
Υποτίθεται πως το πλαστικό χρήμα είναι φθηνότερο και πως η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών και η μείωση του τραπεζικού δικτύου μειώνουν τα λειτουργικά έξοδα και άρα συμφέρει το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οπότε δεν έχει καμία λογική η χρέωση των υπηρεσιών στα μηχανήματα, όσο ακριβά και αν κοστίζει -όπως λένε οι τράπεζες- η συντήρηση των ΑΤΜ. Η αλήθεια, λοιπόν, κρύβεται αλλού.
Το 2024, οι τραπεζικές προμήθειες έφθασαν τα 2,1 δισ. ευρώ, ενώ εξίσου εντυπωσιακή είναι η πορεία τους και το πρώτο τρίμηνο του ’25, αφού ανήλθαν στα 500 εκατ. ευρώ. Οπως μάλιστα σημειώνεται στην τελευταία έκθεση της ΤτΕ, στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε κυρίως από την άνοδο των εσόδων από προμήθειες και τη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Εδώ θα πρέπει, βέβαια, να κάνουμε μία διευκρίνιση: ότι δεν προέρχονται όλες οι προμήθειες των τραπεζών από τις χρεώσεις μεταφοράς χρημάτων από τα ΑΤΜ που κάνουν οι πολίτες. Ενα μεγάλο μέρος τους προέρχεται από τη διαχείριση χαρτοφυλακίων, που είναι μία εντελώς διαφορετική περίπτωση.
Ορθώς, λοιπόν, η κυβέρνηση και το υπουργείο Οικονομικών παρεμβαίνουν στο κομμάτι που αφορά τις καθημερινές συναλλαγές των πολιτών, μηδενίζοντας τις χρεώσεις στα ΑΤΜ, που ανήκουν στο σύστημα ΔΙΑΣ, αλλά και αυτές που γίνονται μέσω τρίτου παρόχου. Ηταν ένα οικονομικό βάρος που δεν θα έπρεπε ποτέ οι τράπεζες να μετακυλίσουν στη λιανική τραπεζική. Και δεν θα έπρεπε να το κάνουν όχι επειδή είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα, αλλά επειδή εδώ και χρόνια έχουν σταματήσει να προσφέρουν κάτι στους απλούς καταθέτες, εκτός από υπηρεσίες φύλαξης.
Αναφερόμαστε, φυσικά, στα επιτόκια των καταθέσεων, που εξακολουθούν να είναι μηδενικά, σε αντίθεση με τα επιτόκια των δανείων, που παραμένουν απαράδεκτα υψηλά. Αυτή η περίφημη «ψαλίδα» πότε θα αρχίσει να κλείνει;