Συμπληρώνεται ένας μήνας από την έναρξη των αγροτικών κινητοποιήσεων και έκανε την εμφάνισή του το πρώτο ρήγμα. 18 μπλόκα και σύλλογοι από τον Εβρο μέχρι και τη Ρόδο εξέφρασαν μια δειλή διαφοροποίηση σε σχέση με τη λεγόμενη «σκληρή γραμμή» που απορρίπτει τη διαπραγμάτευση και κόβει κάθε γέφυρα διαλόγου με την κυβέρνηση, ακόμα και με τον ίδιον τον πρωθυπουργό. Συζητώντας το αυτονόητο, όσοι σύλλογοι και μπλόκα διαφοροποιήθηκαν, επικαλέστηκαν την «ανάγκη έναρξης ενός ουσιαστικού διαλόγου». Επί της ουσίας, σχεδόν έναν μήνα με τα τρακτέρ στις εθνικές οδούς, αποτελώντας το μείζον πολιτικό και εν γένει κοινωνικό θέμα αυτής της περιόδου, κάποιοι θέτουν με πολύ προσεκτικό τρόπο θέμα αναγκαιότητας «έναρξης διαλόγου».
Ο προσεκτικός τους τρόπος δικαιολογείται ευθέως από τη στάση των σκληρών μπλόκων, όπως είναι αυτά της Νίκαιας και των Μαλγάρων. Ηδη κάποιες φωνές άρχισαν να κάνουν λόγο για «καλικάντζαρους του αγροτικού κινήματος», κατηγορώντας τους για «υπαναχώρηση και συμβιβασμό με την κυβέρνηση» και ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, «παίζουν το παιχνίδι της κυβέρνησης ως εγκάθετοι του Μαξίμου».
Προφανώς, για τη σκληρή πτέρυγα δεν είχε κάποια ιδιαίτερη αξία η διαπίστωσή τους ότι «η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην ελληνική κοινωνία απαιτεί την άμεση επίλυση ζωτικής σημασίας» και αυτό δεν αφορά μόνο την κατάσταση στο αγροτικό θέμα. Οι ίδιοι, πάντα με προσεκτικό ύφος, ανακοίνωσαν, μεταξύ άλλων: «Μεταφέρουμε το μήνυμα μακριά από στείρες αντιπαραθέσεις σε έναν γόνιμο, ουσιαστικό και με γνώμονα το καλό μιας ολόκληρης εθνικής οικονομίας διάλογο». Και έκλειναν την ανακοίνωσή τους καλώντας και τους άλλους συναδέλφους τους να καθίσουν στο τραπέζι του διαλόγου.
Επίσης, για τη σκληροπυρηνική πτέρυγα δεν πρέπει να έχουν και ιδιαίτερο αντίκτυπο οι κοινωνικές συνέπειες των κινητοποιήσεων και των μπλόκων, όπως η απίστευτη ταλαιπωρία χιλιάδων ανθρώπων κατά την έξοδο και την είσοδο των Χριστουγέννων. Η ευκολία και ο απερίσκεπτος, σχεδόν καφενειακός, τρόπος με τον οποίον επιρρίπτονταν οι ευθύνες στην Τροχαία αλλά και στα «σκοτεινά σχέδια της κυβέρνησης περί κοινωνικού αυτοματισμού, ώστε να στρέψει τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης», είναι ακόμα μία ένδειξη της πολυετούς στείρας, στα όρια της αντικοινωνικής συμπεριφοράς και λειτουργίας των διαφόρων μηχανισμών.
Μηχανισμών που μέσα από συνθήκες ακραίας πόλωσης βλέπουν τον λόγο της δικής τους ύπαρξης. Δεν είναι τυχαίο ότι η σκληρή γραμμή του αγροτοσυνδικαλισμού που επιθυμεί τις συνθήκες πόλωσης εκπροσωπείται από αγρότες που πρόσκεινται σε κομματικούς μηχανισμούς που μόνο μέσα από συγκρούσεις διατηρούν τις ιδεολογικές αυταπάτες. Αν και από ό,τι φαίνεται αυτές έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Προηγείται η διατήρηση των κεκτημένων, των κρατικών επιδομάτων και των περίεργων διαδικασιών που οδήγησαν στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και διαφόρων προνομίων έναντι άλλων κοινωνικών ομάδων.