Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι η χώρα παύει πλέον να αποτελεί περιφερειακό παίκτη και αρχίζει να διεκδικεί ρόλο σε μια βιομηχανία που καθορίζει την παγκόσμια τεχνολογική κυριαρχία, τις γεωπολιτικές ισορροπίες και το μέλλον της Τεχνητής Νοημοσύνης. Την ώρα που η Ευρωπαϊκή Ενωση προχωρά στο «Chips Act 2», θέτοντας νέους στόχους αυτάρκειας και τεχνολογικής ανεξαρτησίας, η Ελλάδα ετοιμάζεται να παρουσιάσει στις αρχές του 2026 την πρώτη Εθνική Στρατηγική Ημιαγωγών. Παράλληλα, δρομολογείται η λειτουργία του πρώτου Ελληνικού Κέντρου Ικανοτήτων Ημιαγωγών, ένα έργο-ορόσημο που ενισχύει την παραγωγική και τεχνολογική υποδομή της χώρας.
Αγορά που ωριμάζει
Η εντυπωσιακή άνοδος του κλάδου δεν είναι προϊόν συγκυρίας. Η Ελλάδα έχει συγκροτήσει γύρω από τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά της κέντρα ένα ισχυρό οικοσύστημα μικροηλεκτρονικής, φωτονικής, αισθητήρων και chip design. Το υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό, σε συνδυασμό με το ανταγωνιστικό κόστος λειτουργίας, έχει ήδη προσελκύσει διεθνείς κολοσσούς όπως η Nvidia και η Qualcomm, οι οποίοι αναπτύσσουν ομάδες R&D στη χώρα. Αυτό το πλέγμα γνώσης και επενδύσεων διαφοροποιεί πλήρως τη θέση της Ελλάδας σε σχέση με μία δεκαετία πριν, όταν η παρουσία της περιοριζόταν σε μεμονωμένες ερευνητικές ομάδες. Σήμερα, το οικοσύστημα διαθέτει κρίσιμη μάζα, καλλιεργεί υψηλή τεχνογνωσία και διευρύνει τις διεθνείς συνεργασίες του.
Στο μεταξύ, οι ελληνικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον χώρο των μικροτσίπ έχουν πολλαπλασιαστεί και έχουν προχωρήσει σε συνεργασίες, νέες χρηματοδοτήσεις και εξαγορές. Startups αναπτύσσουν επεξεργαστές για εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης, προηγμένους αισθητήρες εικόνας και αρχιτεκτονικές χαμηλής κατανάλωσης, ενώ νέες χρηματοδοτήσεις επιτρέπουν σε επιχειρήσεις με ελληνικό DNA να σταθούν ισότιμα σε μια διεθνοποιημένη αγορά. Παράλληλα, funds όπως η 5G Ventures επενδύουν συστηματικά σε τεχνολογίες υψηλής εξειδίκευσης, μεταξύ των οποίων και microchips, σε μια προσπάθεια η Ελλάδα να αποκτήσει ακόμα πιο ενεργό ρόλο σε έναν τομέα που εξελίσσεται σε στρατηγική προτεραιότητα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η επόμενη πίστα
Η μεγάλη πρόκληση -και ταυτόχρονα η μεγάλη ευκαιρία- είναι η μετάβαση από το design στην παραγωγή. Η πλήρης κατασκευή microchips απαιτεί τεράστιες υποδομές, επενδύσεις που φτάνουν το 1 δισ. ευρώ και υψηλά επίπεδα τεχνολογικής αυτονομίας. Ωστόσο, το advanced packaging, το τελευταίο και εξαιρετικά κρίσιμο στάδιο της παραγωγής, αποτελεί ιδανικό πεδίο εισόδου για την Ελλάδα. Πρόκειται για μια διαδικασία που, αν και αντιπροσωπεύει μικρό ποσοστό του συνολικού όγκου της αγοράς ημιαγωγών, συγκεντρώνει δυσανάλογα υψηλή προστιθέμενη αξία και απαιτεί εξειδικευμένη γνώση, στην οποία η χώρα υπερτερεί.
Το packaging είναι πρακτικά το «ντύσιμο» του chip: η διαδικασία με την οποία προστατεύεται, συνδέεται και προετοιμάζεται για ένταξη σε συστήματα. Είναι ένα στάδιο που επηρεάζει άμεσα την απόδοση, την κατανάλωση ενέργειας, τη θερμοκρασία και τη συνολική αξιοπιστία ενός μικροτσίπ. Και είναι ακριβώς αυτό το κομμάτι που μπορεί να λειτουργήσει ως «γέφυρα» για την Ελλάδα από το επίπεδο του design στο επίπεδο της παραγωγής, χωρίς να απαιτεί επενδύσεις δυσθεώρητου ύψους. Επομένως, το packaging μπορεί να αποτελέσει τον τομέα όπου θα αναπτυχθεί η πρώτη ελληνική μονάδα ημιαγωγών στο άμεσο μέλλον.
Νέα εποχή
Στο περιβάλλον αυτό, καθοριστικό ρόλο αποκτά το πρώτο Ελληνικό Κέντρο Ικανοτήτων Ημιαγωγών, το οποίο θα λειτουργήσει από το 2026 με εθνική χρηματοδότηση 3,6 εκατ. ευρώ. Το Κέντρο έρχεται να καλύψει ένα δομικό κενό: να αποτελέσει κοινό χώρο δοκιμής, ανάπτυξης, μεταφοράς τεχνογνωσίας και διασύνδεσης της αγοράς με την έρευνα. Θα διαθέτει υποδομές που θα επιτρέπουν σε εταιρίες και ερευνητικές ομάδες να πειραματιστούν, να παράγουν πρωτότυπα, να εκτελούν testing και να συμμετέχουν σε ευρωπαϊκά έργα.
Η λειτουργία του Κέντρου εναρμονίζεται με την Εθνική Στρατηγική Ημιαγωγών, η οποία θα εξειδικεύσει το ρυθμιστικό και επενδυτικό πλαίσιο με στόχο να ενισχυθεί η ελληνική συμμετοχή στην αλυσίδα αξίας των μικροτσίπ.
Τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού Κέντρου Ικανοτήτων Ημιαγωγών, με εθνική χρηματοδότηση 3,6 εκατ. ευρώ, ανακοίνωσε πρόσφατα επίσημα ο υφυπουργός Ανάπτυξης, Λάζαρος Τσαβδαρίδης.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο γάλλιο, στρατηγικής σημασίας πρώτη ύλη για την παραγωγή τσιπ, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά αποθέματα που της προσδίδουν γεωπολιτικό και βιομηχανικό πλεονέκτημα. Παράλληλα, υπενθύμισε το μνημόνιο συνεργασίας με τη HETiA για την οργάνωση της εθνικής στρατηγικής για τους ημιαγωγούς, τονίζοντας ότι η διασύνδεση της αμυντικής βιομηχανίας με το οικοσύστημα των τσιπ «είναι μονόδρομος».
Ο υφυπουργός συνέδεσε την εθνική προσπάθεια με την ανάσχεση του brain drain, σημειώνοντας ότι ο κλάδος των ημιαγωγών μπορεί να δημιουργήσει θέσεις υψηλής εξειδίκευσης που θα κρατήσουν -ή θα φέρουν πίσω- Ελληνες επιστήμονες. «Δεν είμαστε εδώ για να κόβουμε κορδέλες, αλλά για να λύνουμε προβλήματα», είπε χαρακτηριστικά, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι η χώρα διαθέτει «ικανότητες, σχέδιο και βούληση» για να στηρίξει τη νέα αυτή βιομηχανία.
Η Ευρώπη αναζητά νέους κόμβους
Το ευρωπαϊκό οικοσύστημα βρίσκεται σε μια κρίσιμη περίοδο, καθώς καλείται να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό ΗΠΑ και Κίνας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον όγκο παραγωγής και τον έλεγχο κρίσιμων υλικών. Ωστόσο, η Ευρώπη διαθέτει σημαντικό επιστημονικό κεφάλαιο, ερευνητικές υποδομές και ένα νέο χρηματοδοτικό πλαίσιο που συνοδεύει την Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα Σχεδιασμού Τσιπ της IMEC. Η πλατφόρμα είναι cloud-based και επιτρέπει στις εταιρίες να σχεδιάζουν, να δοκιμάζουν και να επιταχύνουν την ανάπτυξη μικροκυκλωμάτων με κόστος και χρόνο πολύ χαμηλότερο σε σχέση με το παρελθόν.
Για την Ελλάδα, η συγκυρία αυτή δημιουργεί ένα παράθυρο ευκαιρίας: μπορεί να ενταχθεί οργανικά στο ευρωπαϊκό οικοσύστημα ως κόμβος packaging, testing και R&D, ακριβώς επειδή οι υποδομές αυτές βρίσκονται ακόμη σε φάση εδραίωσης στην υπόλοιπη Ευρώπη. Επιπλέον, η χώρα διαθέτει στρατηγικά αποθέματα πρώτων υλών, όπως το γάλλιο, κάτι που της δίνει πρόσθετο βιομηχανικό βάρος σε ένα περιβάλλον όπου οι πρώτες ύλες του ψηφιακού κόσμου αποκτούν γεωπολιτική σημασία.
Μία νέα εγχώρια παραγωγική βάση
Η είσοδος της Ελλάδας στην παραγωγή ημιαγωγών είναι μία ιστορική ευκαιρία για την ανάπτυξη μίας νέας παραγωγικής βάσης για τη χώρα. Η δημιουργία υποδομών packaging και testing, η ενίσχυση του R&D, η προσέλκυση πολυεθνικών και η ανάπτυξη εξειδικευμένων ομάδων θα διαμορφώσουν ένα νέο βιομηχανικό τοπίο. Η Ελλάδα μπορεί να μετατραπεί σε κόμβο υψηλής τεχνολογίας σε έναν τομέα που καθορίζει το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας. Το 2026, με το Κέντρο Ικανοτήτων να ξεκινά, την εθνική στρατηγική να εφαρμόζεται και το επενδυτικό ενδιαφέρον να αυξάνεται, ανοίγει μία νέα εποχή για τη χώρα: η εποχή όπου η Ελλάδα δεν συμμετέχει απλώς στη σχεδίαση chips, αλλά διεκδικεί ενεργά θέση στην παραγωγή τους, σε μια βιομηχανία που αποτελεί το «νευρικό σύστημα» του σύγχρονου κόσμου.

