Αβεβαιότητα

Εκείνες τις άγιες ημέρες, όμως, παρά τις συνεχείς νίκες, ουδείς γνώριζε την τελική έκβαση και το βάθος χρόνου των συγκρούσεων, με αποτέλεσμα το κλίμα σε όλη τη χώρα να είναι εξαιρετικά βαρύ, αφού οι περισσότερες οικογένειες είχαν κάποιον δικό τους άνθρωπο στο Μέτωπο. Οι εφημερίδες δημοσίευαν ειδήσεις για δολοφονικές επιθέσεις Τσάμηδων στη Φιλιππιάδα, επιστολές των κατοίκων της Πρέβεζας περί τουρκικών σφαγών στην περιοχή, ανταποκρίσεις των συγκρούσεων στο Μπιζάνι και αναφορές ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούσαν να δημιουργήσουν αλβανικό κράτος (το οποίο έμπαινε ακόμα μέσα σε αποσιωπητικά…) εις βάρος του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. Ο Τύπος, για να τονώσει το ηθικό στα μετόπισθεν, δημοσίευε φωτογραφίες από τη «νέα Ελλάδα» που αναδεικνυόταν στα πεδία των μαχών, αφού ένας δρόμος της Κοζάνης, μία πλατεία της μόλις απελευθερωμένης από την τουρκικό ζυγό Μυτιλήνης αποδείκνυε ότι οι θυσίες δεν πήγαιναν χαμένες.
Αμηχανία

Η ίδια αμήχανη ατμόσφαιρα επικρατούσε και στην πρωτεύουσα, όπου χρειάστηκε να φτάσει η τελευταία εβδομάδα των Χριστουγέννων, ώστε να αλλάξει λίγο το κλίμα. Τα στολισμένα με πρασινάδες, λουλούδια και πολύχρωμες κορδέλες μαγαζιά επιχειρούσαν να προσελκύσουν με τελάληδες τη γυναικεία πελατεία, που έσπευδε για το στόλισμα του σπιτιού, για ρούχα και δώρα. Κέντρο της αγοράς αποτελούσαν οι δρόμοι ανάμεσα στις οδούς Αθηνάς και Αιόλου, με τα εκατοντάδες μικρομάγαζα και τον γνωστό συνωστισμό. Λίγο πιο πάνω, η απρόσιτη για τα χαμηλά βαλάντια οδός Ερμού διέθετε ακριβότερα προϊόντα και παιχνίδια, τα οποία, όπως έγραφε ο Τύπος, «…αγοράζονται από πλούσια σπίτια. Βλέπει κανείς εκεί αμάξια μεγάλα, αυτοκίνητα, κούκλες ζωντανές σχεδόν, σιδηρόδρομους, αρκούδες, τίγρεις, λιοντάρια και ό,τι άλλο ποθήσει το παιδικό μάτι».
Πρωταγωνιστές των ημερών, ποιοι άλλοι, τα παιδιά, που με κάθε λογής θόρυβο, ροκάνες, σφυρίχτρες και, φυσικά, μπαλόνια, γέλια και κάλαντα έδιναν λίγη ζωή και εορταστικό χρώμα στην πόλη, παρότι το πολυπόθητο αυτές τις ημέρες χιόνι, παρά την έντονη παγωνιά, δεν έκανε την εμφάνισή του. Στο πολεμικό κλίμα προσαρμοζόταν και η αγορά, στην οποία γνώριζαν μεγάλη κίνηση τα παιδικά όπλα και σπαθιά, καθώς και οι πολεμικές λιθογραφίες που εικονογραφούσαν τις μάχες του Μετώπου. Ακόμα και έτσι, όμως, η αγοραστική κίνηση ήταν μειωμένη, παρά τις σχετικά χαμηλές τιμές των προϊόντων. Τα κοτόπουλα στοίχιζαν 2-2,30 δρχ., τα αβγά 30 λεπτά το ζευγάρι τα ντόπια και 25 τα επαρχιακά, η τσιπούρα 3-3,50 δρχ., τα μανταρίνια 80 λεπτά, τα μήλα 1,60, ενώ οι εορταστικοί κουραμπιέδες αμυγδάλου 4 δραχμές η οκά. Πολλοί δοκίμαζαν την τύχη τους στην κλήρωση του λαχείου του Στόλου στο Ζάππειο, ο πρώτος λαχνός του οποίου θα κέρδιζε 80.000 δραχμές. Χρυσές δουλειές έκαναν οι κινηματογράφοι, που ανάμεσα στις χριστουγεννιάτικες ταινίες της εποχής, όπως «Το θαύμα των Χριστουγέννων», «Τα Χριστούγεννα του Σιλά» και το «Παραμύθι των κρίνων», παρουσίαζαν Επίκαιρα με εικόνες από την πρώτη γραμμή του Μετώπου.
Στον Πειραιά

Ακόμα χειρότερα ήταν τα πράγματα στον Πειραιά, που τα χρόνια εκείνα περνούσε τα δυσκολότερα Χριστούγεννά του. Η πόλη είχε κατακλυστεί από Τούρκους αιχμαλώτους που έφταναν ηττημένοι, εξαθλιωμένοι και άρρωστοι από τα πολεμικά Μέτωπα. Οι αιχμάλωτοι αξιωματικοί έμεναν στο ξενοδοχείο «Ακταίον», ενώ οι στρατιώτες σε πρόχειρους καταυλισμούς ή περιφέρονταν στους δρόμους. Χαρακτηριστική του κλίματος είναι η είδηση που δημοσιεύτηκε εκείνες τις ημέρες με τον τίτλο «Θάνατος χανουμίσσης»: «Εις τινά οικίσκον τον οποίον έχει ενοικιάσει εις το Νέο Φάληρον ο Τούρκος αιχμάλωτος υπολοχαγός Αρης μπέης, επέθανε χθες η νεαρά και περικαλλής σύζυγός του Φατμέ, παθούσα εκ νοσταλγίας. Η κηδεία της ατυχούς εγένετο συγκινητικωτάτη».
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο της πόλης είχε στηθεί στο Δημοτικό Θέατρο και τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από την εορταστική εκδήλωση, που είχε διοργανώσει το Πειραϊκό Ωδείο, δόθηκαν στην επιτροπή εράνων των άπορων οικογενειών. Τα περισσότερα σπίτια του Πειραιά δεν γιόρταζαν, γιατί είτε είχαν χάσει κάποιον δικό τους άνθρωπο στον πόλεμο είτε είχαν κάποιον στο Μέτωπο. Μόνο ορισμένα συνοικιακά καταστήματα της περιοχής διατηρούσαν κάποια εορταστική όψη, αλλά και αυτά χωρίς κανέναν πανηγυρικό τόνο και διάκοσμο, ώστε να μπορούμε να χαρακτηρίσουμε εκείνες τις αγορές σαν δακρυσμένα ψώνια… Ακόμα και τα παιδικά κάλαντα έδιναν τον τραγικό τόνο της χρονιάς. «Εις την γενική νέκρα και κατήφειαν τον μόνον τόνον χαρμονής τον έδωσαν τα κάλαντα τα οποία έψελναν μικρά και μεγάλα παιδιά. Συγκινητικώτατα ιδίως ήσαν τα κάλανδα τα οποία έψαλλον μερικά ορφανά φονευθέντων επιστράτων, ντυμένα στα ολόμαυρα», θα γράψουν οι εφημερίδες.
Η προφητεία του Σωτήρη Σκίπη

Οι περισσότεροι αδυνατούν να αντιληφθούν τον αντίκτυπο που θα έχει στο μέλλον η εποχή που ζουν, εκτός αν είναι ιστορικοί ή ποιητές, όπως ο Σωτήρης Σκίπης. Ο τελευταίος, σε άρθρο του το 1912, μπόρεσε να «δει», πέρα από τη σκληρότητα των ημερών, την προοπτική που άνοιγε για τον Ελληνισμό αυτή η περίοδος: «Θα περάσουν πολλά χρόνια και πολλά Χριστούγεννα θα εορτασθούν από τους Ελληνας. Η Μακεδονία τότε, τα νησιά, η Ηπειρος θα είναι ενωμένα με την Ελλάδα. Θα είναι, αλήθεια, μεγάλη τέτοια Ελλάς. Γενεαί θα έλθουν και θ’ απέλθουν και από την ιδική μας γενεάν δεν θα μείνουν παρά τα ονόματα εκείνων που εθυσίασαν την πολύτιμον και ωραίαν ζωήν των διά να πραγματοποιήσουν το μεγάλο αυτό όνειρον. Εις όλα τα μέρη, τα Χριστούγεννα, η αγαπημένη και οικογενειακή αυτή εορτή των Ελλήνων, θα πανηγυρίζονται όπως και πριν του πολέμου. Το ζύμωμα των χριστόψωμων, το φτιάξιμο των κουραμπιέδων και άλλων γλυκισμάτων, το βράσιμο της σούπας, τα κάλαντα, οι καμπάνες, το χριστουγεννιάτικο δέντρο, η χαρά των παιδιών, όλα θα επανέλθουν, όλα θα γίνονται ίσως λαμπρότερα από άλλοτε εις όλα τα μέρη της Μεγάλης Ελλάδος».
Μόνο στην Ηπειρο δεν θα είναι έτσι, «προφητεύει» ο ποιητής: «Γιατί θα είναι οι σκοτωμένοι που θα βγαίνουν από τους τάφους των, στη Μανωλιάσσα και τον Προφήτη Ηλία, σε όλα τα χωριά γύρω στα Γιάννενα, θα μπαίνουν εις όλα τα παράμερα εκκλησάκια, θα ανάβουν λαμπάδες και κεριά και θα καίνε λιβάνι για τα Χριστούγεννα που ξημερώνουν και γι’ αυτούς. Τότε στα Γιάννενα και τα χωριά των, θα κοιτάζονται οι κάτοικοι αμίλητοι για πολλές ώρες και θα λένε μ’ ένα θλιβερό κίνημα της κεφαλής των: Είναι οι καμπάνες και το φως των λαμπάδων για τα ματωμένα Χριστούγεννα του 1912. Χρόνια πολλά!».

