Ο θεσμός κάνει την εμφάνισή του το 1937, σε μια εποχή που η Αθήνα συσσωρεύει τις συνέπειες αλλεπάλληλων ιστορικών κρίσεων. Από την εποχή του Οθωνα ακόμη, η πρωτεύουσα δέχεται κύματα ρακένδυτων αγωνιστών και προσφύγων που αναζητούν μια ευκαιρία στην πόλη. Το ίδιο επαναλαμβάνεται με την Κρητική Επανάσταση του 1866, τον πόλεμο του 1897, τη Μικρασιατική Καταστροφή και αργότερα με την οικονομική κρίση του ‘30. Ο συνδυασμός ανεργίας, μετακίνησης πληθυσμών και αδυναμίας στέγασης δημιουργεί έναν σταθερό πυρήνα ανθρώπων που ζουν χωρίς σπίτι και υποστηρικτικό περιβάλλον.
Δύο κατηγορίες
Ο Τύπος της εποχής διαχωρίζει τους άστεγους σε δύο απλοϊκές κατηγορίες: «καλούς» και «κακούς». Στους πρώτους κατατάσσονται όσοι βρίσκονται σε ένδεια χωρίς οικογένεια ή συγγενείς, ενώ στους δεύτερους οι ζητιάνοι, οι τεμπέληδες, οι αποφυλακισμένοι και οι χασισοπότες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δημιουργείται το 1937 ο θεσμός των λαϊκών υπνωτηρίων, τα οποία λειτουργούν ως αυτοτελές κρατικό ίδρυμα. Υπάγονταν στο υπουργείο Κρατικής Αντιλήψεως και βρίσκονταν υπό την εποπτεία του ΠΙΚΠΑ.
Η δημιουργία τους ξεκινά στην Αθήνα, όπου το πρόβλημα ήταν οξύτερο. Ο χώρος επιλέγεται στα όρια των τότε Αμπελοκήπων, σε περιοχή όπου ήδη λειτουργούν κοινωφελείς δομές: κοντά στις φυλακές Αβέρωφ και δίπλα στις προσφυγικές πολυκατοικίες. Το τριώροφο κτίριο που παραχωρείται από τον Δήμο Αθηναίων μέχρι τότε στεγάζει το Δημοτικό Μαιευτήριο.

Η δυναμικότητά του ανέρχεται στα 200 άτομα ενώ η λειτουργία του οργανώνεται με αυστηρότητα. Οι άστεγοι προσέρχονται έως τις 11 το πρωί, δηλώνουν τα στοιχεία τους και λαμβάνουν τρεις αριθμούς: έναν για την παράδοση των ρούχων τους, έναν για την παραλαβή πετσέτας λουτρού και έναν για σαπούνι και αντιμικροβιακή αλοιφή. Το μπάνιο είναι υποχρεωτικό. Τα ρούχα τους απολυμαίνονται σε ειδικό θάλαμο και οι ίδιοι λαμβάνουν φόρμες για τον ύπνο. Οι κοιτώνες χωρίζονται σε δύο ορόφους: στον πρώτο οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά, στον δεύτερο οι άνδρες σε ηλικία εργασίας.
Οι χώροι ύπνου είναι διαμορφωμένοι με ξύλινα παραβάν που χωρίζουν σειρές μεταλλικών κρεβατιών, ενώ η θέρμανση γίνεται με 18 θερμάστρες. Για τους ταραξίες ή όσους χρήζουν ειδικής μεταχείρισης υπάρχουν τέσσερα «μονωτήρια», δηλαδή απομονωμένοι θάλαμοι. Στις 7.30 κάθε πρωί οι φιλοξενούμενοι ξυπνούν υποχρεωτικά, κατεβαίνουν στην κουζίνα όπου λαμβάνουν ρόφημα και 100 δράμια ψωμί. Στη συνέχεια αποχωρούν ώστε το κτίριο να καθαριστεί και να απολυμανθεί από εθελόντριες.
Η παραμονή σε αυτό δεν ξεπερνά τις οκτώ ημέρες. Το αρμόδιο υπουργείο εκδίδει εγκυκλίους για την επιστροφή όσων θέλουν να γυρίσουν στους τόπους τους με έξοδα του ιδρύματος. Η διατύπωση των εγκυκλίων είναι χαρακτηριστική του πνεύματος της εποχής και στοχεύει στη σταδιακή «αποσυμφόρηση» της πρωτεύουσας από ανθρώπους που περιφέρονται στους δρόμους.

Αλλωστε, σημαντικό τμήμα των φιλοξενούμενων προέρχεται από την επαρχία. Ανάμεσά τους υπάρχουν φοιτητές ή πτυχιούχοι που έχουν διακόψει τις σπουδές τους λόγω οικονομικών δυσκολιών. Στα υπνωτήρια καταφθάνουν επίσης μικροέμποροι ή καταστηματάρχες που πέφτουν έξω στις επιχειρήσεις τους, καθώς και εκατοντάδες κατατρεγμένα ή εγκαταλελειμμένα ορφανά παιδιά.
Εκτός της εύρεσης εργασίας, το ίδρυμα φροντίζει για τη διακομιδή αρρώστων σε νοσοκομεία, παρέχει οικονομική βοήθεια για επιστροφή σε χωριά, ενώ προσφέρει εργαλεία σε εργάτες που θέλουν να αναζητήσουν μεροκάματο.
Στον Πειραιά
Η λειτουργία ενός δεύτερου υπνωτηρίου στον Πειραιά, με αντίστοιχη χωρητικότητα, καλύπτει τις ανάγκες του λιμανιού, όπου το πρόβλημα είναι επίσης οξύ. Τα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι τον πρώτο ενάμιση χρόνο λειτουργίας τους τα δύο υπνωτήρια φιλοξενούν περισσότερα από 2.200 άτομα. Στην Αθήνα μόνο, τον πρώτο χρόνο περνούν 1.059 άστεγοι: 321 ανήλικοι, 196 ηλικιωμένοι και οι υπόλοιποι άνδρες διαφόρων ηλικιών. Το 40% πάσχουν από ασθένειες και πολλοί παραπέμπονται σε νοσοκομεία. Εκατόν ογδόντα άτομα στέλνονται πίσω στην επαρχία, 98 βρίσκουν εργασία και 32 οδηγούνται σε αναμορφωτικά σχολεία.
Παρότι τα υπνωτήρια λειτουργούν μόνο για άνδρες, ο σχεδιασμός προβλέπει αντίστοιχη δομή για γυναίκες, με στόχο -όπως αναφέρουν οι εφημερίδες- να σταματήσει η εκμετάλλευση που υφίσταντο όσες ζούσαν στον δρόμο. Το σχέδιο δεν υλοποιείται άμεσα, ωστόσο αποτυπώνει την πρόθεση διεύρυνσης του θεσμού.
Τα λαϊκά υπνωτήρια αποτέλεσαν μία από τις πρώτες οργανωμένες προσπάθειες του ελληνικού κράτους να αντιμετωπίσει συστηματικά το ζήτημα των αστέγων, σε μια περίοδο που το πρόβλημα είχε λάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Παρά το αυστηρό πλαίσιο της δικτατορίας Μεταξά, η λειτουργία τους χρησίμευσε ως μεταβατικό καταφύγιο για ανθρώπους που βρίσκονταν σε περιθωριακή θέση και παρείχε δομές καθαριότητας, σίτισης και προσωρινής προστασίας, κάτι σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής.
Λιλίκα Νάκου: «…σαν μεγάλα χαμένα παιδιά»
Η δημιουργία λαϊκών υπνωτηρίων συγκινεί τη σημαντική δημοσιογράφο και πεζογράφο Λιλίκα Νάκου, η οποία εκείνη την εποχή γράφει στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Η Νάκου φιλοξενείται για τις ανάγκες του ρεπορτάζ για ένα βράδυ στον χώρο ώστε να βιώσει από κοντά την καθημερινότητα των φιλοξενούμενων και των εργαζομένων. Αρχικά παίρνει συνέντευξη από τη διευθύντρια του υπνωτηρίου Αθηνών, η οποία, αξίζει να σημειωθεί, είχε δικό της ιδιωτικό υπνωτήριο στον Πειραιά.
Εν συνεχεία, μιλά με άστεγους που δέχονται ικανοποιημένοι την προσωρινή ζεστασιά του χώρου. Ενας από αυτούς αναφέρει για την καθημερινότητά του στους δρόμους: «Κοιμόμουν όπου εύρισκα. Σε καμία αποθήκη, πίσω από καμία πόρτα. Συχνά πάνω στις λάσπες και τα νερά. Χειρότερα και από τους σκύλους».
Κάποια στιγμή διακρίνει στο βάθος του δωματίου έναν δεκάχρονο πιτσιρίκο που κοιτά κατάπληκτος το περιβάλλον: «Με λένε Μήτσο. Η μάνα μου είναι στο νοσοκομείο. Ηρθαμε από τη Χαλκίδα. Το πρώτο βράδυ κοιμήθηκα πίσω από μια μάντρα. Φοβόμουν. Ηταν σκοτάδι. Σαν έβρεξε κρύωνα τόσο πολύ. Δεν είχα φάει για δυο ημέρες. Θα μου βρείτε, κυρία, καμία δουλειά;».
Λίγο πριν ξαπλώσει και αυτή με τη σειρά της, η δημοσιογράφος παρατηρεί με τρυφερότητα τους καραβοτσακισμένους της ζωής να κοιμούνται ασφαλείς: «Κατακαημένοι άνθρωποι, συλλογίζομαι καθώς απλώνεται η ησυχία της νύχτας. Αγρυπνώ κοντά σας, ακούω τα βογκητά σας και μου φαίνεστε όλοι σαν μεγάλα χαμένα παιδιά. Ηρθατε από τα τέσσερα σημεία της πρωτευούσης κουρασμένοι και γείρατε εδώ για μια στιγμή. Ο καθένας κλείνει μέσα του, λέω, και έναν κόσμο δικό του. Και εσείς θα ονειρευτήκατε ίσως κάποτε μια σκέψη δικού σας σπιτιού, ένα κομματάκι γης που θα δουλεύατε, το χαμόγελο μιας μάνας ή μιας αδελφής. Ποια μοίρα σάς έριξε εδώ πέρα, μίλια μακριά απ’ ό,τι εσείς ονειρευτήκατε;».

