Το 1822

Τα πρώτα τραπουλόχαρτα με ελληνική θεματολογία εμφανίζονται πριν από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, περίπου το 1822. Σε αυτά, απεικονίζονται συντελεστές της Επανάστασης, όπως στους ρηγάδες οι Αλέξανδρος Υψηλάντης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Γεωργάκης Ολύμπιος και Γεώργιος Καντακουζηνός, ενώ στις ντάμες η Μπουμπουλίνα, η Ελένη Τοπάλη και η πριγκίπισσα Μουρούζη. Στο ευρωπαϊκό κλίμα φιλελληνισμού της εποχής, εντάσσεται και η δεύτερη, περισσότερο γνωστή, έκδοση, πάλι με ήρωες της Επανάστασης, που τυπώνεται το 1829 στην τότε Αυστροουγγαρία. Σε αυτή, ρήγες είναι: ο Καποδίστριας κούπα, ο Μαυροκορδάτος καρό, ο Υψηλάντης μπαστούνι, ο Κουντουριώτης σπαθί. Βαλέδες είναι: ο Μιαούλης κούπα, ο Μπότσαρης καρό, ο Κανάρης μπαστούνι και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σπαθί. Στις γυναικείες φιγούρες, ντάμες είναι η Ελλάδα κούπα, η Καρτερία (το πρώτο ελληνικό ατμοκίνητο καράβι) μπαστούνι και η Αθηνά καρό. Δεν γνωρίζουμε αν οι συγκεκριμένες τράπουλες κυκλοφορούν ποτέ στην Ελλάδα, αλλά ενδέχεται να συντελούν στην οικονομική ενίσχυση του αγώνα από το εξωτερικό.
Από το Ιόνιο
Παρότι δεν υπάρχουν αρκετές αναφορές για το πότε πρωτοεμφανίζεται η χαρτοπαιξία στο νεοελληνικό κράτος, είναι βέβαιο ότι οι πρώτες τράπουλες φτάνουν από τα Ιόνια νησιά και είναι, αποκλειστικά, σε ιταλική γραφή και σχεδίαση. Το 1836 εμφανίζονται ελληνικά τραπουλόχαρτα -τυπωμένα στην Ευρώπη- εικονογραφημένα με πρόσωπα της ελληνικής Ιστορίας και μυθολογίας, διακοσμημένα με αρχαία ρητά, όπως π.χ. του Διογένη: «Πλούτος, τύχης έμετος» και αντίστοιχη σχεδίαση (π.χ. το δύο κούπα συμπληρώνουν δύο αρχαία βάζα, το τρία σπαθί τρία σταυρωτά σπαθιά κ.λπ.).

Στον εξελληνισμό των τραπουλόχαρτων συντελούν οι λόγιοι δίνοντάς τους αρχαϊκά ονόματα, όπως: αρτιά-παικτόχαρτα, μπαστούνια-λόγχας, σπαθιά-πλίνθοι, κούπες-κώπας. Οπως διαβάζουμε σε εφημερίδα της εποχής, οι πρώτες τράπουλες, τυπωμένες αποκλειστικά στην Ελλάδα, φτάνουν το 1851 από τη Σύρο: «Ο Γιαννούτσος και ο Σαμψωνίδης κατασκευασταί παιγνιοχάρτων εν Σύρω, ανεφέρθησαν προς την δημοτικήν αρχήν και το Εμπορικόν Επιμελητήριον της Ερμουπόλεως εκζητούντες την συνδρομήν αυτών και σύστασιν εις την κυβέρνησιν διά την πρόοδον της νέας βιομηχανίας των».
Η χαρτοπαιξία εξαπλώνεται ταχύτητα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, από τα καφενεία μέχρι τα ανάκτορα, αφού οι εναλλακτικές για διασκέδαση είναι ελάχιστες. Βέβαια, το «χαρτάκι» μπορεί να μη χρειάζεται ιδιαίτερη προετοιμασία και γνώσεις, αλλά έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα: συχνότατα, συνδυαζόμενο με χρήματα, μετατρέπεται σε πάθος. Οι νόμοι στα μέσα του 19ου αιώνα επιτρέπουν τα χαρτιά αποκλειστικά ως ψυχαγωγικό παιχνίδι, αλλά ο τζόγος θεωρείται ηθικά και ποινικά κολάσιμος, τιμωρούμενος με ποινές που ξεκινούν από αυστηρά πρόστιμα μέχρι φυλάκιση. Αυτό βέβαια δεν αποθαρρύνει τους τζογαδόρους της εποχής που κατακλύζουν τα καφενεία, μέχρι που κάποια έφοδος των χωροφυλάκων να διαλύσει τα καρέ βάζοντας λουκέτο στο κατάστημα που ξανανοίγει συντόμως λόγω… μεσολάβησης.
Φόρος
Προσπαθώντας να ελέγξει το αυξανόμενο κύμα τζόγου, η κυβέρνηση επιβάλλει το 1836 φόρο παιγνιόχαρτων, επιτρέποντας τη λειτουργία μόνο όσων λεσχών βρίσκονται 20 χιλιόμετρα μακριά από τις πόλεις. Αν σκεφτούμε ότι τα μεταφορικά μέσα της εποχής είναι ανύπαρκτα, καταλαβαίνουμε γιατί το μέτρο δεν περιορίζει στο ελάχιστο τον παράνομο τζόγο και καθίσταται στην πράξη ανενεργό. Το 1874 ξεκινά τη λειτουργία του το εργοστάσιο παιγνιόχαρτων του Γεράσιμου Ασπιώτη στην Κέρκυρα, το οποίο, μετά την επιβολή του κρατικού μονοπωλίου στα χαρτιά το 1883, αναλαμβάνει την αποκλειστική παραγωγή τους. Η τράπουλα αποκτά ελληνικό χρώμα αποβάλλοντας τμηματικά τις βενετσιάνικες και γαλλικές επιρροές, αλλά παράλληλα ανθεί το παραεμπόριο παράνομων αφορολόγητων χαρτιών, που κάποιες φορές μάλιστα έχουν και πονηρό περιεχόμενο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 ο τζόγος αποτελεί μια νέα πραγματικότητα για τη μικρή πρωτεύουσα, με την Καλλιρρόη Παρρέν να σημειώνει στην «Εφημερίς των Κυριών» ότι: «…η πόλις μετεβλήθη σ’ ένα μεγάλο χαρτοπαιχτείον, που διαιρείται εις άλλα μικρότερα, επίσημα και ανεπίσημα. Ανδρες και γυναίκες πιασμένοι χέρι χέρι κατρακυλούν εις τον κατήφορον αυτόν». Η Παρρέν δεν έχει άδικο, γιατί εκείνη την περίοδο ανοίγουν στην πόλη αρκετές χαρτοπαιχτικές λέσχες. Γνωστότερος «λεσχιάρχης» είναι ο Φατούρος, που η πρώτη του επιχειρηματική προσπάθεια σε ημιυπόγειο της οδού Προαστίων (σημερινή Μπενάκη) αποτυγχάνει, γιατί γίνεται στέκι μόνο των παρανόμων της εποχής. Η δεύτερη απόπειρα στο αντικείμενο πετυχαίνει, ανοίγοντας τον δρόμο στην άνθηση των χαρτοπαικτικών λεσχών.

Μάστιγα
Το «χαρτάκι» έχει ξεφύγει από τις ανώδυνες βεγγέρες και τα καφενεία, με την εφημερίδα «Στοά» ν’ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «…δεν υπολείπεται παρά να εισαχθή ο ολέθριος αυτός συρμός και στα σχολεία». Οι συνέπειες, αναμενόμενες: οικογένειες και επιχειρήσεις διαλύονται, ενώ μόνο το καλοκαίρι του 1883 αυτοκτονούν λόγω τζόγου τρεις επιφανείς Αθηναίοι (έμπορος, γιατρός και καθηγητής Θρησκευτικών). Οι κυβερνήσεις της περιόδου επιχειρούν να καταπολεμήσουν τη μάστιγα, καταφεύγοντας, το 1886 και το 1896, σε κλείσιμο των λεσχών και πλήρη απαγόρευση της χαρτοπαιξίας.
Εμπαιναν στις λέσχες από την καμινάδα
Οι φανερές και κρυφές λέσχες φυλάσσονται από τη Χωροφυλακή και επειδή ολόκληρο το σώμα δεν αρκεί, επιστρατεύονται ακόμα και οι εύζωνοι. Οι οδοί Πειραιώς, Αγίου Κωνσταντίνου, Προαστίων, Αθηνάς, αστυνομοκρατούνται τη νύχτα και είναι αδύνατον να τις διαβείς χωρίς να σου γίνει, στην καλύτερη περίπτωση, εξακρίβωση στοιχείων ή, στη χειρότερη, να συλληφθείς ως ύποπτος. Ο διαβόητος αστυνομικός διοικητής Μπαϊρακτάρης γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των χαρτοπαικτών, ενώ τους συλληφθέντες περιμένει φυλάκιση τουλάχιστον ενός χρόνου.

Η σκληρή εφαρμογή του μέτρου κατακρίνεται από τους επαγγελματίες του χώρου που μιλούν για «…ανελεύθερον μέτρον εις ένα κράτος ελεύθερον και καταστρεπτικόν διά τους επιχειρηματίας αίτινες ενδιαφέρονται αποκλειστικώς διά την ψυχαγώγησιν των Αθηναίων». Οι εφημερίδες θέτουν και ένα άλλο ζήτημα: μπορεί να χρησιμοποιείται το ένδοξο σώμα των ευζώνων γι’ αυτές τις υποθέσεις; «Ο θρύλος της πάλλευκου φουστανέλας εις το αθηναϊκόν πεζοδρόμιον. Η ένδοξος λόγχη διά την φύλαξη των χαρτοπαιγνίων!».
Η σκληρότατη καταστολή κάνει τους εφευρετικούς τζογαδόρους να επιστρατεύουν υπόγεια, μυστικές πόρτες και φεγγίτες, ενώ μια γελοιογραφία του Θέμου Αννινου τους παρουσιάζει να μπαίνουν στη λέσχη από την… καπνοδόχο. Κάποια άλλη φορά, έξι ευυπόληπτοι Αθηναίοι, αλλά σεσημασμένοι χαρτοπαίκτες, συλλαμβάνονται φορώντας, άπαντες, γυναικεία ρούχα, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό έλεγχο χωροφυλάκων και ευζώνων. Κορυφαία πατέντα καταφυγής στο πάθος του τζόγου είναι η θάλασσα του Φαλήρου. Εκεί, στα αγκυροβολημένα γαλλικά, ολλανδικά και αγγλικά βαπόρια, εκτονώνονται με ασφάλεια, πολλές φορές εν μέσω θαλασσοταραχής, οι κοσμικοί Αθηναίοι, αφού τα πλοία θεωρούνται «ξένο έδαφος» όπου η Αστυνομία δεν έχει δικαιοδοσία επέμβασης.
Κορυφαίο δείγμα της έξαψης των παθών που προκαλεί ο διωγμός της χαρτοπαιξίας είναι ό,τι συμβαίνει στις 31 Μαΐου 1905. Τότε, ο πρωθυπουργός της χώρας Θόδωρος Δηλιγιάννης πέφτει νεκρός από τον θυρωρό και μπράβο χαρτοπαιχτικής λέσχης, Αντώνη Γερακάρη. Ο λόγος είναι, κατά τον δολοφόνο, ότι το κλείσιμο των χαρτοπαιχτικών λεσχών στερεί το ψωμί της οικογένειάς του.
![Καιρός: Πού χιονίζει τώρα; – Οι τελευταίες προγνώσεις για το ρεβεγιόν και την Πρωτοχρονιά [χάρτες]](https://www.eleftherostypos.gr/wp-content/uploads/2025/02/xionia-kairos-attiki-150x150.jpg)
