Ανάμεσα σε μαντριά που μοιάζουν με ιερά μνήμης και σε χωράφια που κουβαλούν ιστορίες γενεών, ο κ. Θεοφίλου πάλεψε να κρατήσει ζωντανή όχι μόνο την περιουσία του, αλλά μια ολόκληρη παράδοση. Για τον 54χρονο η κτηνοτροφία δεν είναι επάγγελμα. Ήταν το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε. «Δεν ξέρω να κάνω τίποτα άλλο. Γεννήθηκα μέσα στα πρόβατα», λέει στο Eleftherostypos.gr λίγο αφού το κοπάδι του έχει θανατωθεί. Ο παππούς του και ο πατέρας του ήταν κτηνοτρόφοι. Ο ίδιος συνέχισε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η σχέση του με τα ζώα του δεν είχε τίποτα το τυπικό. Ακόμη και σήμερα μιλάει γι’ αυτά σαν να ήταν πρόσωπα. «Είχα ζώα 13–14 χρονών, μεγαλωμένα στο χέρι. Άλλα τα έπαιρνα τώρα από τη μάνα τους. Δεν ήταν κοπάδι ήταν μια ιστορία ζωής».

Αυτή η ιστορία διακόπηκε βίαια όταν, μετά την επιβεβαίωση κρούσματος ευλογιάς αιγοπροβάτων, οι κτηνιατρικές υπηρεσίες αποφάσισαν τη θανάτωση ολόκληρης της εκτροφής. Ήταν η τελευταία μεγάλη εστία της ασθένειας στη βόρεια Ελλάδα, μετά από μήνες που η περιοχή μετρούσε ήδη 3.500 νεκρά ζώα σε έξι μονάδες Όμως για τον κ. Θεοφίλου, η απόφαση ήταν ακατανόητη, άδικη και –όπως λέει– «σαν να μου ξερίζωσαν την ψυχή». Την ημέρα που τα συνεργεία των ειδικών μπήκαν στο μαντρί ο κτηνοτρόφος δεν ήταν εκεί. «Δεν μπορούσα να το δω. Δεν θα το άντεχα», εξηγεί. Το σπίτι έμεινε κλειστό, η αυλή άδεια, το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα από φίλους, συγγενείς και δημοσιογράφους. Καμία από αυτές τις φωνές όμως δεν μπορούσε να γεμίσει το κενό του ήχου που δεν θα ακουγόταν ξανά, το κουδούνι της πρώτης προβατίνας που του είχε μείνει από τα νεανικά του χρόνια.
Τις προηγούμενες μέρες, ο κ. Θεοφίλου είχε αισθανθεί το σώμα του να τον προδίδει. «Ένιωσα να φεύγω. Ήταν σαν να μούδιασε η αριστερή πλευρά. Σκέφτηκα ότι παθαίνω εγκεφαλικό», ανέφερε για το περιστατικό που τον οδήγησε στο νοσοκομείο όταν πληροφορήθηκε ότι τα ζώα του πρέπει να θανατωθούν. Οι γιατροί στο νοσοκομείο τον κράτησαν για εξετάσεις. Η αξονική ήταν καθαρή, αλλά του ζήτησαν να παραμείνει. Υπέγραψε και έφυγε. «Πώς να μείνω; Είχα τα ζώα μου. Ποιος θα τα φρόντιζε;».
Για την οικογένειά του –τη σύζυγό του και τα δύο του παιδιά– οι τελευταίες εβδομάδες ήταν ένας ατελείωτος κύκλος φόβου και απελπισίας. Η κόρη του, που μιλούσε συχνά με φωνή τρεμάμενη, περιέγραψε σκηνές που δύσκολα χωρά ο ανθρώπινος νους. Νύχτες που ταΐζανε πρόβατα με μπιμπερό γιατί δεν μπορούσαν να φάνε από τον πόνο. Καθαρισμούς από σκουλήκια, επουλώσεις πληγών, φροντίδα σε ζώα που στέκονταν όρθια από συνήθεια, όχι από δύναμη. «Δεν ήταν τρόπος να ζουν. Αλλά ήταν ακόμα εκεί, μαζί μας», λέει.
Πλέον το κοπάδι δεν υπάρχει και το μόνο που θέλει ο κ. Θεοφίλου είναι να ανασυνταχθεί. «Δεν ξέρω τι θα κάνω θέλω λιγάκι να ηρεμήσω μετά από όλο αυτό το βασαναστήριο» λέει στον ΕΤ της Κυριακής και μαζί του συμφωνεί και η κόρη του Ελένη.

Το σπάνιο (;) κοπάδι
Η υπόθεση του κ. Θεοφίλου έφερε στον δημόσιο διάλογο τη συζήτηση για το κοπάδι του που σύμφωνα με τον ίδιο ανήκε σε σπάνια φυλή αυτή της Ρουμλουκίου. Για το θέμα ο κ. Θεοφίλου έχει ένα πιστοποιητικό από ένα Κέντρο Γενετικής Βελτίωσης, κάτι που συνεπαγόταν και οικονομική ενίσχυση, όπως συμβαίνει με όλες τις φυλές που έχουν χαρακτηριστεί σπάνιες ή υπό εξαφάνιση.
Όμως ο ισχυρισμός αυτός ήρθε να αμφισβητηθεί από τον καθηγητή του ΑΠΘ Γιώργο Αρσένο ο οποίος απέστειλε επιστολή στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης τονίζοντας πως η φυλή «Ρουμλουκιού» δεν υπάρχει πουθενά καταγεγραμμένη, σε καμία επιστημονική βάση, κανένα γενετικό αρχείο, καμία δημοσιευμένη μελέτη.
Η παρέμβασή του άναψε σοβαρές συζητήσεις. Αν δεν υπήρχε φυλή, γιατί λειτουργούσε πρόγραμμα ενίσχυσης; Ποιοι ωφελούνταν; Υπήρξε επιστημονική αμέλεια ή διοικητική παρατυπία; Και κυρίως: το κοπάδι του κ. Θεοφίλου ήταν πράγματι τόσο μοναδικό όσο παρουσιαζόταν, ή είχε δημιουργηθεί ένας μύθος γύρω από αυτό; Ο αντιπεριφερειάρχης Αγροτικής Οικονομίας, Γιώργος Κεφαλάς, ήταν κατηγορηματικός σε δηλώσεις του αναφέροντας ότι «Χωρίς DNA ανάλυση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί φυλή κανένα ζώο». Υπενθύμισε, μάλιστα, ότι άλλοι κτηνοτρόφοι είχαν καταγγείλει τον κ. Θεοφίλου για μη τήρηση μέτρων βιοασφάλειας, ακόμη και για έξοδο ζώων στη βόσκηση ενώ η ευλογιά είχε ήδη εμφανιστεί.

Ο ίδιος ο κ. Θεοφίλου απορρίπτει τις καταγγελίες. «Δεν έβγαλα ποτέ μολυσμένο ζώο έξω. Μπορώ να κοιτάξω τον καθένα στα μάτια. Εγώ αρρώστησα μέσα στα μαντριά, μαζί με τα ζώα μου. Δεν πήγα ούτε στο σπίτι μου». Για εκείνον, οι καταγγελίες δεν ήταν απλώς ψευδείς, ήταν προσβολές απέναντι σε μια ζωή που αφιερώθηκε στην κτηνοτροφία.
Το Υπουργείο, από την πλευρά του, όμως παρουσίασε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία υπήρχαν 769 ζώα με τον κ. Θεοφίλου να δηλώνει 450 ζωντανά λίγο πριν τη θανάτωση. Αυτό σημαίνει ότι εκατοντάδες δεν είχαν επιβιώσει από την επιδημία γεγονός που, σύμφωνα με τις αρχές, αποδεικνύει την ανάγκη άμεσης εξάλειψης της εστίας. Η εκδοχή αυτή όμως δεν έπεισε τον κτηνοτρόφο. «Τα ζώα είχαν σχεδόν καθαρίσει. Δεν ήταν φορείς. Έπρεπε να γίνει δεύτερος έλεγχος. Δεν έγινε. Δεν γίνεται να σκοτώνεις ζωή που παλεύει να σταθεί. Δεν γίνεται να τελειώνεις έτσι μια εκμετάλλευση δεκαετιών».
Η θανάτωση όμως έγινε την περασμένη Τετάρτη το πρωί. «Δεν ξέρω τι θα κάνω. Δεν μπορώ να φανταστώ να ξαναρχίσω από την αρχή. Το κοπάδι αυτό δεν ξαναγίνεται», είπε ο κ. Θεοφίλου και πρόσθεσε: «Είμαι 54 χρονών και όλη μου τη ζωή έκανα αυτό το πράγμα. Να μου λένε τώρα ότι δεν κράτησα μέτρα; Αυτά με σκοτώνουν πιο πολύ κι από αυτό που έγινε». Όσο για την αμφισβήτηση της σπάνιας φυλής ο κ. Θεοφίλου επιμένει «η αναγνώριση της σπάνιας φυλής δεν ήρθε από εμένα αλλά από ειδικούς φορείς».

