Τι όμως ήταν πραγματικά το «Αστρο της Βηθλεέμ»; Ηταν ένα πραγματικό ουράνιο φαινόμενο ή απλώς μια συμβολική εικόνα που χρησιμοποίησε ο Ευαγγελιστής για να υπογραμμίσει τη σημασία ενός τόσο σημαντικού γεγονότος; Η σύγχρονη αστρονομία δεν επιχειρεί να απαντήσει θεολογικά, αλλά να ερευνήσει αν ο ουρανός της εποχής εκείνης μπορεί πράγματι να «δικαιολογήσει» τα όσα αιώνες μετά διδάσκονται στα σχολεία και ακολουθεί με θρησκευτική ευλάβεια η χριστιανική πίστη.

Ημερομηνία
Η αστροφυσικός του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, δρ Φιόρη Μεταλληνού, έχει ασχοληθεί εκτενώς με το ζήτημα, προσεγγίζοντάς το με την ψυχραιμία των αριθμών και των παρατηρήσεων. Οπως εξηγεί στον «Ε.Τ.» της Κυριακής, για να εξεταστεί οποιαδήποτε αστρονομική ερμηνεία του λεγόμενου «αστέρα της Βηθλεέμ», πρέπει πρώτα να απαντηθεί ένα κρίσιμο ερώτημα: πότε γεννήθηκε πραγματικά ο Ιησούς.
«Το ημερολόγιο που χρησιμοποιούμε σήμερα δεν είναι τόσο ακριβές όσο συχνά πιστεύουμε. Η αφετηρία του, το έτος 1 μ.Χ., καθορίστηκε τον 6ο αιώνα από τον Διονύσιο τον Μικρό, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα Ιουστινιανού». Ωστόσο, όπως επισημαίνει η δρ Μεταλληνού, στους υπολογισμούς του υπήρξαν ιστορικά και μαθηματικά σφάλματα, με πιο χαρακτηριστικό την απουσία του έτους μηδέν, άγνωστη τότε έννοια, λόγω της μη χρήσης αλγεβρικών αριθμών. «Σήμερα, ιστορικοί και θεολόγοι τοποθετούν τη Γέννηση του Ιησού κάπου ανάμεσα στο 7 και το 3 π.Χ., ένα χρονικό πλαίσιο καθοριστικό για κάθε αστρονομική αναζήτηση.

Ετσι, οι μοναδικές αξιόπιστες γραπτές αναφορές για το Αστρο βρίσκονται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Εκεί, ο αστήρ περιγράφεται με δύο χαρακτηριστικά που για την αστρονομία είναι καίρια: κινείται και, σε κάποια στιγμή, φαίνεται να στέκεται: “Ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτοὺς”, γράφει ο Ευαγγελιστής, ενώ λίγο αργότερα σημειώνει ότι “ἐστάθη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον”. Αυτό το δίπολο κίνησης και στάσης λειτουργεί ως φίλτρο που αποκλείει πολλές δημοφιλείς υποθέσεις», επισημαίνει η κ. Μεταλληνού.
Σύμφωνα με την αστροφυσικό του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, οι βολίδες και οι διάττοντες αστέρες, αν και εντυπωσιακοί, έχουν διάρκεια ζωής λίγων δευτερολέπτων. Δεν μπορούν να συνοδεύσουν ένα ταξίδι ημερών ή εβδομάδων. Ενας κομήτης, από την άλλη, αποτελεί ισχυρότερο υποψήφιο για να είναι το «Αστρο της Βηθλεέμ», καθώς είναι ορατός για μήνες και παρουσιάζει φαινόμενη κίνηση και στάσεις. «Υπάρχουν μάλιστα ιστορικές καταγραφές κομητών κοντά στην εξεταζόμενη περίοδο. Ομως, οι κομήτες στην αρχαιότητα θεωρούνταν κακοί οιωνοί, προάγγελοι πολέμων και καταστροφών. Δύσκολα, λοιπόν, θα συνδέονταν με τη γέννηση ενός βασιλιά». Η ιδέα ενός «νέου» ή υπερκαινοφανούς αστέρα επίσης εξετάστηκε. «Τέτοια φαινόμενα είναι εξαιρετικά λαμπρά και θα μπορούσαν να εντυπωσιάσουν τους παρατηρητές της εποχής. Ωστόσο, πρόκειται για απλανείς αστέρες, χωρίς φαινόμενες στάσεις στον ουρανό, γεγονός που δεν ταιριάζει με την ευαγγελική περιγραφή».

Σύνοδοι πλανητών
Ετσι, η έρευνα οδηγείται στην εκδοχή που σήμερα θεωρείται η πιο ισχυρή επιστημονικά και είναι οι σύνοδοι πλανητών. «Οι αρχαίοι αστρονόμοι γνώριζαν πολύ καλά τις κινήσεις των πλανητών που φαίνονται με γυμνό μάτι και είχαν παρατηρήσει τα σημεία όπου η κίνησή τους «σταματά» προσωρινά, τους λεγόμενους στηριγμούς. Οι πλανήτες, σε αντίθεση με τους απλανείς αστέρες, κινούνται, αλλάζουν πορεία και μπορούν να βρεθούν πολύ κοντά μεταξύ τους στον ουρανό. Ηδη από τον 17ο αιώνα, ο Johannes Kepler είχε υπολογίσει ότι το 7-6 π.Χ. σημειώθηκε μια εντυπωσιακή τριπλή σύνοδος του Δία και του Κρόνου στον αστερισμό των Ιχθύων. Σύγχρονες μελέτες, όπως εκείνες του Ελληνα αστρονόμου Κωνσταντίνου Χασάπη, επιβεβαιώνουν ότι οι δύο πλανήτες ήρθαν τρεις φορές σε σύνοδο μέσα στο ίδιο έτος, ενώ λίγο αργότερα πλησίασε και ο Αρης, σχηματίζοντας ένα λαμπρό ουράνιο τρίγωνο. Ο Δίας, το πιο φωτεινό από αυτά τα σώματα, όταν βρέθηκε σε απόσταση μικρότερη της μίας μοίρας από τον Κρόνο, θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση ενός ενιαίου, εξαιρετικά λαμπερού «άστρου». «Το φαινόμενο της τριπλής συνόδου θα γοήτευσε σίγουρα κάθε αστρονόμο και έμπειρο παρατηρητή της εποχής», σημειώνει η δρ Μεταλληνού. Και προσθέτει: «Δεν είναι τυχαίο ότι αναφορά σε αυτήν τη σύνοδο έχει βρεθεί ακόμη και σε βαβυλωνιακά κείμενα, από την αστρολογική σχολή της Σιππάρ, γεγονός που ενισχύει την πιθανότητα να είχε ιδιαίτερη σημασία για τους μάγους, οι οποίοι ήταν πιθανότατα Πέρσες αστρονόμοι και ιερείς της ζωροαστρικής παράδοσης».
Ιδια εικόνα
Σήμερα, με τη βοήθεια υπολογιστών, οι αστρονόμοι μπορούν να «ανασυνθέσουν» τον ουρανό της αρχαιότητας με ακρίβεια. Το ίδιο φαινόμενο, σε ηπιότερη μορφή, το παρατηρήσαμε και πρόσφατα, όπως αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής η δρ Μεταλληνού και ήταν τον Δεκέμβριο του 2020, εν μέσω πανδημίας, όπου η σύνοδος Δία και Κρόνου τράβηξε τα βλέμματα σε όλο τον κόσμο, θυμίζοντας πόσο εντυπωσιακό μπορεί να είναι ένα τέτοιο ουράνιο γεγονός ακόμη και στη σύγχρονη εποχή.

