
Ο Βραζιλιάνος συγγραφέας Πάουλο Σκοτ, με το μυθιστόρημα «Φαινότυποι», δεν ανατέμνει μόνο μια κοινωνία. Ανατέμνει το βλέμμα της. Εκείνο που ξεχωρίζει, διαχωρίζει, ταξινομεί. Εκείνο που δίνει προνόμια σ’ αυτόν που «φαίνεται» σωστός – και ρίχνει σιωπηλό βάρος σ’ αυτόν που γεννήθηκε αλλιώς.
Μέσα από μια αφήγηση χαμηλότονη, βαθιά σμιλεμένη και εξαιρετικά ανθρώπινη, ο Σκοτ μιλά για την ταυτότητα, τον ρατσισμό και τις αόρατες πληγές που κουβαλάει κανείς όταν ο κόσμος γύρω του αποφασίζει τι είναι – πριν τον ακούσει, πριν τον δει στ’ αλήθεια.
Τον συνάντησα με αφορμή την ελληνική έκδοση του βιβλίου του από τις εκδόσεις Gutenberg, σε εξαιρετική μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά. Η συνέντευξη που ακολουθεί δεν είναι απολογία ούτε δήλωση. Είναι ακριβώς αυτό που επιδιώκει και η λογοτεχνία του: ένα άνοιγμα. Στο βλέμμα, στον άλλον, στον εαυτό μας.

_Ο Φεντερίκο έχει προνόμια επειδή η εμφάνισή του τον «προστατεύει». Ο Λορένσο πληρώνει το χρώμα του. Εσείς πότε καταλάβατε ότι ακόμα και ανάμεσα σε αδέλφια η κοινωνία βλέπει άλλο χρώμα και φτιάχνει άλλο μέλλον;
Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με βαθιά συνείδηση του συστημικού ρατσισμού στη Βραζιλία και της ανάγκης να προστατευτείς από αυτόν. Η δική μου επίγνωση ήρθε αναπόφευκτα όταν πήγα σχολείο και είδα πως τα μαύρα παιδιά βίωναν έναν αποκλεισμό που τα λευκά παιδιά δεν αντιμετώπιζαν. Το εκπαιδευτικό σύστημα θεωρούσε φυσιολογική μια μεταχείριση δεύτερης κατηγορίας για τα μαύρα παιδιά. Αυτή η δομική βία με ώθησε, στα 18 μου, να γράψω ένα ποίημα για την εμπειρία τού να είσαι ένας νεαρός μαύρος που μπορεί να περάσει για λευκός – ποίημα που χρόνια αργότερα με οδήγησε στο βιβλίο «Καφέ και Κίτρινο».
_Στους «Φαινότυπους», η ποσόστωση στην εκπαίδευση δεν είναι ένα κοινωνικό ζήτημα – είναι μια προσωπική ρωγμή. Τι σας οδήγησε να γράψετε πάνω σ’ αυτήν τη ρωγμή;
Δεν μπορείς να θεσπίσεις μια ισχυρή δημόσια πολιτική, όπως οι ποσοστώσεις για μαύρους και ιθαγενείς φοιτητές στα πανεπιστήμια, χωρίς κοινωνικές συνέπειες και χωρίς να κατανοήσεις σε βάθος την περίπλοκη πραγματικότητα των μαύρων οικογενειών – τις δυσκολίες τους μέσα στη ρατσιστικά διχασμένη ταυτότητα της Βραζιλίας και τις φιλοδοξίες τους να αποκτήσουν έναν αξιοπρεπή χώρο μέσα σε αυτήν την εξελιγμένη μηχανή απανθρωποποίησης.
_Το μυθιστόρημά σας δεν φωνάζει. Δεν δείχνει με το δάχτυλο. Κι όμως, λέει όσα χρειάζονται. Σας νοιάζει περισσότερο η συγκίνηση ή η επίγνωση;
Η δύναμη της λογοτεχνίας -και της μυθοπλαστικής αλήθειας που μόνο αυτή μπορεί να τολμήσει να εκφράσει- είναι ότι μπορεί να μετακινήσει τον άνθρωπο, να τον οδηγήσει σε νέα επίπεδα γλωσσικής εμπειρίας και να διευρύνει την αντίληψή του για τη ζωή και τον κόσμο. Δεν πιστεύω στη δημιουργική γραφή· πιστεύω στη δημιουργική ανάγνωση. Ενα μυθιστόρημα πρέπει να στηρίζεται στη νοημοσύνη και τη φαντασία του αναγνώστη – γιατί η μαγεία της λογοτεχνίας βρίσκεται πρώτα απ’ όλα στην πράξη της ανάγνωσης. Τα βιβλία μου αυτό επιδιώκουν. Η δύναμη του «Καφέ και Κίτρινο», όπως και του «Άπραγου Κατοίκου», είναι ακριβώς ότι αποκαλύπτουν πραγματικότητες τις οποίες πολλοί Βραζιλιάνοι δυσκολεύονται να αντικρίσουν. Καμιά φορά σκέφτομαι πως τα έργα μου διαβάζονται σε μεγαλύτερο βάθος εκτός Βραζιλίας, γιατί αυτός ο καθρέφτης που προτείνουν ενεργοποιεί τραύματα που δύσκολα αντέχονται. Ομως δεν μπορούμε να προχωρήσουμε προς μια πιο δίκαιη κοινωνία χωρίς να περάσουμε μέσα από αυτόν τον πόνο. Δεν υπάρχει πραγματική ισότητα ή δημοκρατία χωρίς έναν αληθινό διάλογο – κι ο αληθινός διάλογος απαιτεί να αντέχουμε τη δυσφορία τού να κοιτάμε στα μάτια τον άλλον.
_Υπάρχουν ήρωες που δεν διεκδικούν καμία λύτρωση. Ζουν μέσα σε σιωπές, σκιές, μισές κουβέντες. Ποιο κομμάτι της Βραζιλίας -ή του εαυτού σας- γράφατε όταν τους δημιουργούσατε;
Πολύ καλή ερώτηση – γιατί μου επιτρέπει να επαναλάβω κάτι που πιστεύω βαθιά: Δεν μπορούμε να φτάσουμε στους άλλους ανθρώπους χωρίς να περάσουμε μέσα από τα φαντάσματά μας, τις σκοτεινές μας γωνιές, τις ελπίδες μας. Υπάρχει ένας κόσμος που δεν αποτυπώνεται στο ρητό, αλλά στο ίχνος, στην αίσθηση. Η λογοτεχνία αυτόν τον κόσμο αποκαλύπτει και ονομάζει. Γι’ αυτό είναι πολύτιμη για την ψυχολογία, τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, το δίκαιο. Αν τελείωνα το «Καφέ και Κίτρινο» με τους ήρωες να λυτρώνονται, θα ήταν ασέβεια προς τις μαύρες και ιθαγενείς κοινότητες της Βραζιλίας. Ο ρατσισμός δεν πρόκειται να εξαφανιστεί σύντομα – αντιθέτως, αν αφαιρέσεις τον συστημικό ρατσισμό από τη Βραζιλία, η χώρα χάνει τη μορφή της. Ο ρατσισμός είναι σήμερα ο μεγάλος κυρίαρχος του κόσμου· είναι ο σύμμαχος του νεοφιλελευθερισμού που ελέγχει τα σώματα και τα μυαλά μας, πέρα από χρώματα και ταυτότητες.
_ Το τραύμα είναι υπόγειο στον τρόπο που αφηγείστε. Δεν ξεσπά – κυλά. Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία μπορεί να θεραπεύσει ή απλώς να αντέξει;
Η απάντηση είναι απλή: Ολα εξαρτώνται από το τι θα κάνουμε εμείς με τις ομορφιές, τις αβεβαιότητες και τις σκληρές αλήθειες που μας προσφέρει η λογοτεχνία – μέσα από την παράδοσή της και τη συνεχή της ανανέωση.
Ο Paulo Scott στο 4ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων!
Ο Βραζιλιάνος μυθιστοριογράφος, ποιητής και διηγηματογράφος συζητά για τη φυλετική διάκριση και την κοινωνική αδικία στη λογοτεχνία, με αφορμή το βιβλίο του «Φαινότυποι». Τη συζήτηση συντονίζει ο μεταφραστής Κώστας Αθανασίου.
Συνδιοργάνωση: Εκδόσεις Gutenberg, Ελληνο-ιβηροαμερικανικό Φεστιβάλ ΛΕΑ
Με την υποστήριξη: Πρεσβεία της Βραζιλίας και Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας
Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025 | 20:00–21:00 | Θέατρο «Μίκης Θεοδωράκης»

