Ρώτησε επιτόπου για τις αρχαιότητες της περιοχής, κατέλυσε στο ξενοδοχείο «Μυκήναι» και εκεί γνωρίστηκε με τον γιο του ξενοδόχου, τον Νικόλαο Θερμογιάννη. Η κυρία αυτή ήταν η αυτοκράτειρα της Αυστρίας και βασίλισσα της Ουγγαρίας Ελισάβετ, γνωστή ως «Σίσσυ», ένα ελεύθερο και ατίθασο πνεύμα που ασφυκτιούσε μέσα στις συμβάσεις της αυλής και της εποχής της. Το πάθος της για τους Έλληνες —τους αρχαίους και τους νέους— συνοδεύτηκε από την επιθυμία να μάθει τη γλώσσα τους και να τη χρησιμοποιήσει στην καθημερινή της ζωή. Η εκπαίδευση αυτή συνέπεσε χρονικά με τα σχέδιά της για την ανέγερση της έπαυλής της στην Κέρκυρα, το Αχίλλειον, και έδειξε πως η σχέση της με την Ελλάδα ήταν περισσότερο προσωπική από όσο υποδήλωνε ο διπλωματικός της ρόλος.
Η προσπάθεια εκμάθησης ξεκίνησε με τον Κερκυραίο καθηγητή Ιωάννη Ρωμανό, αλλά γρήγορα η αυτοκράτειρα επέλεξε να πειραματιστεί με νεώτερους δασκάλους που θα την συντρόφευαν στην ομιλία και στην ακρόαση της γλώσσας. Ο Νικόλαος Θερμογιάννης ήταν ο δεύτερος από τους δέκα συνολικά καθηγητές ελληνικών που απασχόλησε επί περίπου μια δεκαετία, έως τη δολοφονία της στη Γενεύη το 1898 από έναν Ιταλό αναρχικό. Προτιμούσε να τους βρίσκει η ίδια και να τους αξιολογεί στην πράξη: δεν ήθελε αυστηρούς δασκάλους με μαυροπίνακες, αλλά αναγνώστες με την παλιά έννοια —άνθρωποι που να της μιλούν και να της απαγγέλλουν ελληνικά ενώ οι κυρίες επί των τιμών έπλεκαν την κόμη της, ενώ έκανε τη γυμναστική της ή περιδιάβαινε τους κήπους. Μεταξύ των προσώπων που πέρασαν από το περιβάλλον της ήταν και ο καλλίφωνος Frederik Barker, γιος ενός Βρετανού και μιας Σμυρνιάς, που την γνώρισε στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας και που της τραγουδούσε ελληνικούς σκοπούς.
Τον τρίτο στη σειρά, τον Ρούσο Ρουσόπουλο, δεν τον ανακάλυψε μόνη της, ήταν σύσταση της βαρωνίδος von Perfall, μιας λησμονημένης διαδρομίστριας εκείνης της περιόδου που στήριζε αξιόλογους Έλληνες.
Η βαρωνίδα αυτή αναφέρεται ως η Αμαλία Κλάους, κόρη του σταφιδέμπορου Γουσταύου Κλάους και της Θωμαΐδος Καρπούνη, η οποία, κατά τις καταγραφές, είχε σαγηνεύσει έναν Γερμανό βαρώνο. Στην αυλή η διαρκής εναλλαγή νεαρών διδασκάλων προκαλούσε μεγάλο πονοκέφαλο: θεωρούνταν ανεξέλεγκτος παράγων και, αν μη τι άλλο, ορισμένοι σχολίαζαν ότι θα μπορούσαν να είναι κατάσκοποι. Παρά τη φημολογία και τις επιφυλάξεις, η Ελισάβετ έμαθε καλά ελληνικά, αρχαία και νέα, και στα τέλη της πορείας της μετέφραζε μάλιστα και ξένα λογοτεχνικά έργα στα ελληνικά, εντάσσοντας τη γλώσσα στην καθημερινή και πνευματική της ζωή.