Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος καλύτερη δωρεά, πιο ταιριαστή για τον Διονύση Σαββόπουλο, από αυτή. Διότι τα πάντα για εκείνον ήταν μουσική. Ακόμα και όταν κατέβαινε από την σκηνή, ακόμα και όταν δεν έγραφε τραγούδια, ακόμα και όταν δεν έστηνε παραστάσεις, εξακολουθούσε να παράγει μουσική. Ο τρόπος που μιλούσε, που κινούνταν στο χώρο, τα χέρια του, οι σκέψεις του, το βλέμμα, ακόμα και οι οργές του, όλα έμοιαζαν να ακολουθούν ένα ρυθμό. Το σύμπαν του Σαββόπουλου δεν ήταν γραμμικό, ήταν πεντάγραμμο.
Έφυγε από τη ζωή δύο ημέρες πριν τη γενέθλια ημέρα του Μάνου Χατζιδάκι. Εκείνου για τον οποίο είχε γράψει πως «ήταν ένας αξιολάτρευτος μάγος που ήρθε και άλλαξε το αφτί μας». Αν ο Χατζιδάκις ήταν ο μάγος και ο Θεοδωράκης ο μέγας, ο Σαββόπουλος ήταν ο εθνικός. Ένας έντεχνος, λαϊκός, ρεμπέτης, ροκ, ποπ, παραδοσιακός, λυρικός ποιητής. Ένας τραγουδοποιός-παραμυθάς που γεννήθηκε για να λέει ιστορίες. Να τις στολίζει με λέξεις και να τις ντύνει με χειρονομίες, να τις μετατρέπει σε κανονικές παραστάσεις σαν να λέει ένα παραμύθι φτιαγμένο για τα μεγάλα, τα ευτυχοδυστυχισμένα που έλεγε, παιδιά.
Ιδιοφυές μουσικό ταλέντο, πληθωρικός χαρακτήρας, ανατρεπτικός στις συνεργασίες του, ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν πολύ μακριά από την δηθενιά του σιναφιού. Επειδή ποτέ δεν απώλεσε την ψυχή του εφήβου, ήταν πάντα έτοιμος να κάνει το βήμα που δίσταζαν οι άλλοι. Όπως όταν έγραψε το περίφημο «Ζεϊμπέκικο» (Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια) και ζήτησε από την Σωτηρία Μπέλλου να το τραγουδήσει. «Σκεφτόμουν ότι έγραψα επιτέλους ένα λαϊκό τραγούδι. Η Σωτηρία όμως βγαίνει από το καμαράκι που ηχογραφούσαμε, ξεφυσάει και λέει: Ουφ βρε Διονύση με έκανες και τραγουδάω ποπ. Έμεινα άφωνος. Το έβαλε όμως στο ρεπερτόριο της. Το τραγουδούσε πάντοτε. Θεϊκά το είπε, θεϊκά». Μα θεϊκά ήταν αυτά που έγραφε και ας μην ήταν θεός, ούτε καν τέλειος. Ήταν περισσότερο από αυτά. Ήταν αποενοχοποιημένος.
Αυτό τον οδήγησε σε μια long play ζωή. Στα 80 του στο Rockwave φεστιβάλ, στα 60 του στο Ηρώδειο με την Καλομοίρα, στα 23 του στη φυλακή της χούντας, στα 42 του στο Ζήτω το Ελληνικό τραγούδι, στα 45 του στο Κούρεμα, στα 39 του στο Ολυμπιακό Στάδιο να φεύγει με αερόστατο, στα 29 του στο Κύτταρο. Βλέπετε «τα χρόνια τρέχουν χύμα» και εκείνος τους έδινε το σχήμα και την ροή που ήθελε. Είπαμε, το Σαββοπούλειο σύμπαν δεν ήταν γραμμικό.
Έτσι με απίστευτες διακλαδώσεις μπρος πίσω, πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, στον αέρα και στη γη, παντού και πουθενά κατάφερε να φτάσει στη Συννεφούλα, στον Καραγκιόζη, στο Καλοκαίρι, στον Μπάλλο, στην Παράγκα, στην Άδεια μου Αγκαλιά, στη Μαύρη Θάλασσα, στους Κωλοέλληνες, στο Μη Μιλάς Άλλο για Αγάπη, στους Χορούς που ακόμα κρατάνε και θα κρατάνε. Και όταν νομίζουμε πως σταματούν, θα επιστρέφουν.
Διονύσης Σαββόπουλος, 1944-2025.

