Πώς γεννήθηκε η house μουσική που ακούμε κάθε καλοκαίρι στα μπιτς μπαρ; Τι το ανατρεπτικό είχε η φανκ και τι συνέβαινε στην μουσική σκηνή της ανατολικής Ευρώπης τη δεκαετία του ’60;
Αυτά και πολλά ακόμη ερωτήματα εξερευνούν οι ταινίες του Soundwatch Festival, ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ που επικεντρώνεται στις λεγόμενες «μουσικές ταινίες». Κλασικά, χορταστικά ντοκιμαντέρ, «φευγάτες» μικρού μήκους και αφιερώματα υψηλής αισθητικής περνούν από το πανί του σινεμά Lichtblick στο πρώην ανατολικό Βερολίνο, με τις προβολές να συνοδεύονται συχνά από βιβλιοπαρουσιάσεις, συζητήσεις με τους συντελεστές των ταινιών και συναυλίες.
Sun Ra, ένας τζαζ προφήτης
Το ταξίδι μας ξεκινά με το «Sun Ra: Do the Impossible», πορτραίτο μίας από τις πιο κραυγαλέα εκκεντρικές μορφές της τζαζ. Πιανίστας, συνθέτης, ποιητής, φιλόσοφος και…Αιγυπτιολόγος, ο Sun Ra, γεννημένος στην Αλαμπάμα ως Herman Poole Blount, ισχυριζόταν ότι κατάγεται από τον…Κρόνο και έρχεται στη Γη με μία αποστολή: Να επανασυνδέσει την ανθρωπότητα με τον Μύθο, δίνοντας προτεραιότητα στη δική του κοινότητα, τους Αφροαμερικανούς. Με φανταχτερά ρούχα και υπερμεγέθη αξεσουάρ, ο Sun Ra προσπάθησε μέσα από την σκηνική του παρουσία και περσόνα – αλλά, κυρίως, μέσα από την μουσική του – να ξαναχαρίσει το «παραμύθι» σε όσους το είχαν τόσο πολύ στερηθεί: Τους Μαύρους της Αμερικής.
«Η αρχαία Αίγυπτος χτίστηκε πάνω στους μύθους της. Το ίδιο και η Ρώμη, η αρχαία Ελλάδα. Οι άνθρωποί μας εδώ δεν έχουν πια πρόσβαση στους μύθους τους. Ποιος είσαι, αν δεν έχεις τον δικό σου Μύθο;», αναρωτιέται κάποια στιγμή ο Sun Ra. Πάντως, ο ίδιος δεν είχε το βλέμμα του στραμμένο μονάχα στο παρελθόν: Βαθύτατα επηρεασμένος από το πρώτο ταξίδι της ανθρωπότητας στο φεγγάρι, ενσωμάτωσε στην εικόνα και τους στίχους του δεκάδες αναφορές στο διάστημα, «προφητεύοντας» τον ερχομό μίας νέας, ειρηνικής εποχής. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο πως σήμερα θεωρείται ένας από τους «πατέρες» του Αφροφουτουρισμού, ενός καλλιτεχνικού κινήματος που συνδυάζει τις αφρικανικές παραδόσεις με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας.
Την ταινία κλείνει μία σκηνή όπου ο Sun Ra επιβιβάζει τους πιστούς του – μαύρους, λευκούς, Ασιάτες – σε ένα περίεργο, διαστημικό όχημα, το οποίο τους… ανασυνθέτει σε μία νέα, αναβαθμισμένη, ελεύθερη εκδοχή του εαυτού τους. «Η αλήθεια δεν θα σε σώσει, γιατί αλήθεια είναι αυτό που ζεις κάθε μέρα. Το μόνο που μας μένει είναι το ψέμα. Εγώ προτιμώ να το ονομάζω Μύθο», είναι τα λόγια με τα οποία μας αποχαιρετά.
«Απελευθέρωσε το μυαλό σου – και ο…πωπός σου θα ακολουθήσει!»
Τον Sun Ra διαδέχθηκε το «We want the Funk!», ένα απολαυστικό αφιέρωμα στη φανκ μουσική, που έκανε τους θεατές να κουνιούνται ρυθμικά στην καρέκλα τους για πάνω από μία ώρα. Η ταινία ξεκινά από τον Τζέιμς Μπράουν, έναν από τους πιο επιδραστικούς καλλιτέχνες, που βοήθησαν τους Αφροαμερικανούς να πετάξουν τις περούκες και το καθωσπρέπει ντύσιμο και να εκφραστούν αυθεντικά, επιδεικνύοντας περήφανοι τις αφάνες τους.
Δεκάδες μουσικοί από κορυφαία συγκροτήματα της εποχής (Parliament – Funkadelic, Sly and the Family Stone, Kool & The Gang, κ.ά.) μας συνοδεύουν σε αυτό το πάρτι επί οθόνης, από το οποίο δεν λείπει ούτε ένας…νευρολόγος, που μας εξηγεί επιστημονικά το γιατί τα κορμιά μας δεν μπορούν να αντισταθούν στους φάνκι ρυθμούς. «Απελευθέρωσε το μυαλό σου – και ο…πωπός σου θα ακολουθήσει!» είναι το μότο της ταινίας, το οποίο ακούγεται για πρώτη φορά από τα χείλη του Τζορτζ Κλίντον, εμβληματικού τραγουδιστή των Funkadelic.
Εξάλλου, όπως επισημαίνει μία ειδικός στην ταινία, «το φανκ υπενθύμισε σε πολύ κόσμο ότι η μουσική μπορεί να είναι ταυτόχρονα διασκεδαστική και πολιτικοποιημένη».
Το ντοκιμαντέρ μας δείχνει το πώς η αμερικανική φανκ επηρέασε, αλλά και επηρεάστηκε από Αφρικανούς καλλιτέχνες, όπως ο Νιγηριανός Φέλα Κούτι και το πώς μετασχηματίστηκε από λευκούς καλλιτέχνες όπως ο Ντέιβιντ Μπόουι και ο Έλτον Τζον, καταλήγοντας στον Prince και τη γένεση της χιπ-χοπ.
«Η γκόσπελ έγινε φανκ και η φανκ έγινε χιπ-χοπ. Η φανκ είναι το νόημα», ακούμε προς το τέλος. Για να μας πείσουν, οι σκηνοθέτες Στάνλεϊ Νέλσον και Νικόλ Λόντον κλείνουν την ταινία τους με μία παιχνιδιάρικη σεκάνς, όπου Βαλκάνιοι, Μεσανατολίτες, Αφγανοί και Κορεάτες χορεύουν τους δικούς τους χορούς, μονταρισμένους πάνω σε ένα εύθυμο φανκ κομμάτι.
Ο…σπασίκλας με το συνθεσάιζερ και η γέννηση της house
Οι ξέφρενοι ρυθμοί συνεχίζονται και την επόμενη ημέρα του φεστιβάλ, με το ντοκιμαντέρ «Move Ya Body: The Birth of House», που εξετάζει πώς γεννήθηκε η χάουζ μουσική. Η ταινία επικεντρώνεται αρχικά στον Βινς Λόρενς, ένα παιδί που μεγάλωσε στην εποχή των «Ταραχών του Σικάγο», στα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Σε μία γκετοποιημένη πόλη σε αναβρασμό, ο Λόρενς έβρισκε καταφύγιο στον συναρπαστικό κόσμο της μουσικής.
Ο πατέρας του συνεργαζόταν με έναν μάνατζερ μουσικών και έτσι ο Λόρενς ήρθε από νωρίς σε επαφή με καλλιτέχνες όπως ο τζαζίστας Λι Μόργκαν και ο μουσικός της φανκ, Captain Sky. Όταν ένα καλοκαίρι οι γονείς του δεν είχαν λεφτά για να τον στείλουν στην κατασκήνωση, ο 12χρονος Λόρενς κατέληξε να δουλεύει ως…πυροτεχνουργός, συνοδεύοντας τον Captain Sky στην περιοδεία του. Εκεί ερωτεύτηκε για πρώτη φορά ένα συνθεσάιζερ και του έγινε έμμονη ιδέα να φτιάξει και εκείνος μουσική, μέσα από τα μαθηματικά και την υψηλή τεχνολογία. «Ήμουν απλώς ένα φυτό», λέει γελώντας στον σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ, Έλεγκανς Μπράτον.
Η εμμονή του και η παιδική αφέλεια θα τον οδηγήσουν στο στάδιο Κομίσκι, όπου το 1979 θα λάμβανε χώρα η «Disco Demolition» («κατεδάφιση της Ντίσκο»): Ένα γεγονός που ο μικρός Λόρενς παρερμήνευσε ως βραδιά γιορτής και που, στην πραγματικότητα, επρόκειτο για ορδές έξαλλων λευκών νέων, υπέρμαχων της ροκ, που κομμάτιαζαν και έκαιγαν ντίσκο βινύλια.
Φεύγοντας φοβισμένος από το στάδιο, ο Λόρενς έπεσε θύμα μίας επίθεσης από τραμπούκους, η οποία έμελλε να του αλλάξει τη ζωή με έναν αναπάντεχο τρόπο: Ένας από τους νταήδες ήταν ο γιος κάποιου αξιωματικού της αστυνομίας, που πλήρωσε τον Λόρενς 800 δολάρια για να του «κλείσει» το στόμα. Ταυτόχρονα, όμως του άνοιξε την πόρτα της μουσικής του καριέρας αφού, με το ποσό αυτό, ο μικρός κατάφερε να αγοράσει το πολυπόθητο συνθεσάιζερ.
Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί την πορεία του Λόρενς και του συγκροτήματός του, «Z Factor», που έγιναν αρχικά γνωστοί σε άντεργκραουντ κλαμπ του Σικάγο όπως το Warehouse, απ’όπου πήρε το όνομά της η χάουζ. Οι πρωτοπόροι δεν συνειδητοποιούσαν τον διεθνή αντίκτυπό τους, καθώς οι δισκογραφικές απέκρυπταν τις πωλήσεις.
«Απλά θέλαμε να ακουστεί η μουσική μας. Δεν είχαμε, όμως, αντιληφθεί πόσοι έφτασαν να την ακούνε», παρατηρεί ο ντιτζέι Τζέσι Σόντερς, συνεργάτης τους ήδη από τον πρώτο δίσκο. Με μια μελαγχολική διάθεση που αντιπαραβάλλεται στις δυναμικές μελωδίες της χάουζ, η ταινία μας αποχαιρετά, ανοίγοντας τον δρόμο για την επόμενη.
Milky Way Kid: Οι χίπηδες που δεν πήγαν στο Woodstock
Στο επόμενο έργο αφήνουμε πίσω μας τις ΗΠΑ και την «μαύρη» μουσική και ταξιδεύουμε στην Ευρώπη των 60s και των 70s. Θέμα της ταινίας «Milky Way Kid» είναι η – άγνωστη, για τους περισσότερους – ιστορία του Ούγγρου ρόκερ János Baksa-Soós, φρόντμαν του καλτ συγκροτήματος KEX, ο οποίος ενόχλησε με την ανατρεπτική του παρουσία το κομμουνιστικό καθεστώς. Μετά από έναν ξυλοδαρμό από την μυστική αστυνομία, ο János αυτομόλησε στο δυτικό Βερολίνο, όπου υιοθέτησε το ψευδώνυμο «Πρίγκιπας Ιανουάριος» και επικεντρώθηκε περισσότερο στις εικαστικές τέχνες – ζωγραφική, γλυπτική και κεραμική.
«Ο János ήταν 83% ροκ εν ρολ και 17% μία φιγούρα βγαλμένη από παραμύθι», λέει ένας φίλος του στην κάμερα. «Στη Γερμανία, δεν μπορούσε να εκφραστεί πια στα ουγγρικά μέσω της μουσικής του και έτσι επικράτησε το παραμύθι».
Το δυτικό Βερολίνο, ένας απομονωμένος τόπος που τότε «δεν βρισκόταν υπό απολυταρχικό καθεστώς, αλλά ούτε είχε προσχωρήσει πλήρως στον δυτικό καπιταλισμό», προσέφερε το κατάλληλο πεδίο ώστε ο János να ξεδιπλώσει την ιδιαίτερη προσωπικότητά του. «Κανείς μας τότε δεν δούλευε στα σοβαρά – οι μισοί ήταν καλλιτέχνες και οι άλλοι μισοί ψευτοδούλευαν σε παμπ», θυμάται μία φίλη του. Στη Γερμανία, ο εκκεντρικός δημιουργός θα έρθει σε επαφή με τον πολιτισμό των Ινδιάνων της Αμερικής και θα παρακολουθήσει «μαθήματα»…σαμουράι, επιρροές που αποτυπώνονται στην μετέπειτα τέχνη του. Μία σπάνια ασθένεια που παρέλυσε πλήρως το κορμί του έμελλε, τελικά, να κόψει και το νήμα της ζωής του.
«Ο János ήταν σαν ένας ήρωας από τις τραγωδίες του Αισχύλου, που τραβούν με φόρα το σπαθί τους χωρίς λόγο και τελικά η μοίρα τους γονατίζει. Μου φαίνεται πως το κακό τα βάζει πρώτα απ’ όλα με αυτούς τους ανθρώπους», λέει με συγκίνηση ένας φίλος του. Η ταινία κλείνει με μία υπνωτιστική, σπάνια ηχογράφηση ενός τραγουδιού του János, στην οποία ο ίδιος συνομιλεί με μία μορφή που τον έχει επισκεφθεί στον ύπνο του και του ζητά να της πει ένα τραγούδι – μία ηχογράφηση που φαίνεται να συμπυκνώνει όλο το πνεύμα της εποχής αλλά και του εύθραυστου, ονειρικού αυτού καλλιτέχνη.
Ποιος θυμάται τα βίντεο κλαμπ;
Η εμπειρία μας σε αυτό το μικρό, νοσταλγικό φεστιβάλ δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί παρά με μία απόλυτα νοσταλγική ταινία: Το τρίωρο έπος «Videoheaven», ένα αφιέρωμα στην εποχή της βιντεοκασέτας, των DVD, και των βίντεο κλαμπ. Πυκνή σε αφήγηση και αρκετά απαιτητική για ένα κυριακάτικο απόγευμα, η ταινία πρωτοτυπεί ως προς το εξής: Όλη η αφήγηση, από την αρχή μέχρι το τέλος, γίνεται μέσα από σκηνές ταινιών που λαμβάνουν χώρα σε βίντεο κλαμπ.
Το πώς οι ίδιες οι ταινίες – και οι δημιουργοί τους – αντιλήφθηκαν τα βίντεο κλαμπ και τις κασέτες ως πολιτιστικό φαινόμενο κάνει την τρίωρη αυτή «μελέτη» πολύ πιο παραστατική και ζωντανή, θυμίζοντάς μας έργα που αγαπήσαμε και συστήνοντάς μας άλλα, τα οποία δεν είχαμε καν ακουστά.
Ξεκινώντας από τα παραδείγματα ταινιών όπως το «Videodrome» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και το «Body Double» του Μπράιαν ντε Πάλμα, βλέπουμε το πώς η εισαγωγή του βίντεο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων έγινε αρχικά αντιληπτή ως πραγματική «εισβολή» στα σπίτια μας, ικανή να μας παρασύρει σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Στην πορεία, το βίντεο κλαμπ μετατράπηκε σε «θέατρο» παράδοξων, ακραίων και φουτουριστικών σκηνών σε ταινίες δράσης ή θρίλερ, ώσπου έφτασε, τελικά, να αποτελέσει έναν οικείο χώρο καθημερινών συναντήσεων, επαφών και παρεξηγήσεων σε ταινίες όπως οι ρομαντικές κομεντί.
Με το πέρας της «χρυσής εποχής» του βίντεο και την στροφή στις διαδικτυακές πλατφόρμες streaming, τα βίντεο κλαμπ απεικονίζονται πλέον στις ταινίες ως χώροι άδειοι, μυστηριώδεις, οριακά στοιχειωμένοι: Σε μία σκηνή από τη δημοφιλή σειρά South Park, δύο χαρακτήρες, μετά από την περιπλάνησή τους σε ένα δάσος, καταλήγουν μπροστά σε ένα φαινομενικά εγκαταλελειμμένο υποκατάστημα Blockbuster (σς. Μεγάλη αλυσίδα βίντεο κλαμπ στις ΗΠΑ), το κατώφλι του οποίου φοβούνται να διαβούν.
«Ένας άνθρωπος που σου προτείνει ταινίες είναι καλύτερος από έναν αλγόριθμο»
Η βραδιά κλείνει με μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, στην οποία πρωταγωνιστούν ο Γκραφ Χάουφεν, ιδιοκτήτης του Videodrom, του τελευταίου βίντεο κλαμπ του Βερολίνου και ο Βρετανός κριτικός και μελετητής του σινεμά, Νιλ Φοξ. Προς έκπληξιν όλων μας, ο Γκραφ Χάουφεν μας αποκαλύπτει ότι το κατάστημά του έχει ακόμα πελάτες, πολλοί από τους οποίους είναι νέοι άνθρωποι.
Σε μία εποχή όπου με το πάτημα ενός κουμπιού μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση σε ατελείωτο οπτικοακουστικό περιεχόμενο, τι είναι άραγε αυτό που κάνει μερικούς να εγκαταλείψουν την άνεση του καναπέ τους και να επισκεφθούν ένα τέτοιο κατάστημα;
«Πρώτα απ’ όλα, οι πλατφόρμες streaming δεν προσφέρουν τα πάντα», λέει ο Χάουφεν, το μαγαζί του οποίου αριθμεί πάνω από 40.000 τίτλους, όπως επισημαίνει περήφανα. «Στην πραγματικότητα, οι επιλογές τους είναι εξαιρετικά περιορισμένες για ένα κοινό που αγαπά πραγματικά το σινεμά. Δεύτερον, αν έρθετε στο βίντεο κλαμπ μας μία, δύο, τρεις φορές, θα μπορέσουμε να σας συμβουλεύσουμε για το τι να δείτε, με πραγματικό ενδιαφέρον. Είναι αλλιώς να σου λέει ένας άνθρωπος: ‘Δες αυτό, νομίζω ότι θα σου αρέσει’ και άλλο να σου προτείνει ένας αλγόριθμος ταινίες με κριτήριο την εταιρεία παραγωγής που τις δημιούργησε και το κέρδος».
Όπως προσθέτει η συνάδελφός του, Κριστίν, ένας άλλος παράγοντας που…ξεκουνάει τους ανθρώπους από τις καρέκλες τους είναι η ανάγκη για φυσική, σωματική επαφή με τα αντικείμενα που συναπαρτίζουν την εμπειρία μας. «Θεωρώ ότι οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι για να βιώνουμε τον κόσμο μέσα από όλες μας τις αισθήσεις», λέει. «Το να περιεργαστείς ένα DVD, το εξώφυλλό του, να το αγγίξεις και να βάλεις να το δεις είναι μια πολύ πιο ‘γεμάτη’ εμπειρία από το να σκρολάρεις σε μία αρχική σελίδα – και αυτό μας λείπει πολύ σήμερα».
Το κατάστημα του Γκραφ Χάουφεν νοικιάζει ακόμα και συσκευές που παίζουν τα DVD, αφού πολλά σύγχρονα νοικοκυριά δεν τις διαθέτουν. Επομένως, για τον ίδιο, δεν υπάρχουν…ελαφρυντικά για όσους ισχυρίζονται ότι το να νοικιάσεις μία ταινία αποτελεί μεγάλη πρόκληση: «Η μόνη δικαιολογία είναι η τεμπελιά», μας λέει, χαμογελώντας πονηρά. Αν το θες, μπορείς και να το κάνεις.
Ειδήσεις Σήμερα
- Ανακαινίσεις: Οι 5 εργασίες που δίνουν μεγαλύτερη αξία στο διαμέρισμα ή το εξοχικό
- Ηλεκτρονικές απάτες: Η δύσκολη δίωξη των δραστών – Τι προβλέπεται νομικά για τα θύματα και τα μέτρα προστασίας – Η δικηγόρος Κατερίνα Ζαγγανά λύνει τις απορίες σας
- Ψηφιακό «στοπ» για τους ανηλίκους σε αλκοόλ και τσιγάρα – Τι λένε στο ET Magazine οι πρόεδροι των περιπτερούχων

