
Οταν έμαθα πως θα επαναληφθεί «Η Μηχανή του Τούρινγκ» πέταξα από τη χαρά μου. Δεν μου είχα συγχωρήσει το γεγονός πως την είχα χάσει όταν πρωτοανέβηκε, μια παράσταση που χάρισε στον Ορφέα Αυγουστίδη το 1ο Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στα Βραβεία Κοινού του Αθηνοράματος το 2022 και απέσπασε την τρίτη θέση στις κατηγορίες καλύτερης παράστασης και σκηνογραφίας. Τρία χρόνια αργότερα, καθισμένη αναπαυτικά στη μέση του θεάτρου, απόλαυσα ένα θέαμα μαγικό και μεταμορφωτικό, που δικαιολογεί όλα τα βραβεία και ό,τι επαινετικό έχει γραφτεί.

Αλαν Τούρινγκ
Ο Αλαν Μάθισον Τούρινγκ (1912-1954) ήταν o Βρετανός μαθηματικός που θεωρείται ευρέως ως ο πατέρας της επιστήμης των υπολογιστών και της Τεχνητής Νοημοσύνης. Η ζωή του ήταν γεμάτη λαμπρές επιστημονικές ιδέες, αλλά και τραγικές αδικίες. Η κορυφαία συμβολή του ήρθε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν, με την εφεύρεση μιας ηλεκτρομηχανικής συσκευής, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην αποκρυπτογράφηση του γερμανικού κώδικα Enigma. Αυτό το μυστικό έργο συνέβαλε, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στη συντόμευση του πολέμου κατά τουλάχιστον δύο χρόνια και τη σωτηρία εκατομμυρίων ζωών. Ωστόσο, μετά τον πόλεμο, η ιδιωτική του ζωή στιγματίστηκε: το 1952 διώχθηκε λόγω της ομοφυλοφιλίας του (πράξη παράνομη τότε) και αναγκάστηκε να υποβληθεί σε ορμονική θεραπεία, κάτι που οδήγησε στην αυτοχειρία του, το 1954.

Η παράσταση είναι εμπνευσμένη από το θεατρικό έργο «Breaking the Code» του Χιου Γουάιτμορ, αλλά έχει υποστεί σημαντική, εξαιρετική διασκευή από τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο. Η απόφαση να παρουσιαστεί ως μονόλογος, με τον Αλαν Τούρινγκ να κάνει απολογισμό της ζωής και των επιλογών του εν είδει ημερολογίου, είναι αυτή που δίνει στο έργο τον δυνατό συναισθηματικό πυρήνα του, μέσα στον οποίο ακτινοβολεί ο συγκεκριμένος πρωταγωνιστής.

Με τον Ορφέα Αυγουστίδη, είχα τη χαρά και την τύχη να συνεργαστώ τηλεοπτικά φέτος, οπότε ξέρω από πρώτο χέρι πώς και πόσο δουλεύει. Αυτό που μου κάνει εντύπωση, πάντα, είναι ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζει την εγκεφαλική με τη συναισθηματική λειτουργία πάνω στα έργα. Μελετά με κάθε λεπτομέρεια τους ρόλους του, αλλά, όταν έρθει η ώρα της λήψης (ή της παράστασης), έχει ένα συναισθηματικό βάθος και μια αβίαστη ερμηνευτική αμεσότητα, λες και ο ρόλος είναι ένα ρούχο το οποίο έχει μαγνητίσει πάνω του, με απόλυτη ειλικρίνεια και φυσικότητα.

Οι μονόλογοι είναι πολύ δύσκολοι. Να κρατήσεις ρυθμό, να δημιουργήσεις μικροσκηνές και βινιέτες, εναλλαγές διάθεσης και συναισθήματος, να παρουσιαστεί ο χαρακτήρας στην ολότητα, στο βάθος του, να μην είναι χάρτινος. Ολα αυτά, ο Ορφέας τα καταφέρνει περίφημα, μαζί με κάτι εξαιρετικά δύσκολο: να μη μας κάνει ποτέ να λυπηθούμε τον Τούρινγκ ούτε για μία στιγμή. Μας παίρνει από το χέρι και μας βοηθά να τον κατανοήσουμε, να τον συναισθανθούμε, ακόμα και να γελάσουμε μαζί του – λίγο πριν σφιχτεί το στομάχι μας από τον κατάφωρα άδικο τρόπο με τον οποίο του συμπεριφέρθηκε το «σύστημα». Ενα σύστημα που φτιάχνεται, πια, από μηχανές, καθώς και ανθρώπους-μηχανές.
Και πόσο ανακουφιστικό, πόσο λυτρωτικό, πόσο εναρμονισμένο με τους στίχους του Γουόλτ Γουίτμαν που αναφέρονται στο έργο, να βλέπεις μια παράσταση που στην καρδιά της «μηχανής» της και των ανθρώπων που την έφτιαξαν… έχει μόνο ανθρωπιά.

