Είκοσι χρόνια πριν, το 2029, εγκαθιδρύθηκε στη Γαλλία ένα νέο μοντέλο κοινωνίας υπό μόνιμη παρακολούθηση και επιτήρηση του κάθε πολίτη από τους άλλους πολίτες. Αποτέλεσμα μιας επανάστασης που κορυφώθηκε στη Revenge Week (Εβδομάδα Εκδίκησης), μια σύντομης διάρκειας νέα Βασιλεία του Τρόμου, κατά την οποία τα αντίποινα και οι αυτοδικίες για όλα τα παραγραφέντα ή ατιμώρητα εγκλήματα ήταν καθημερινότητα. Με συνοπτικές διαδικασίες, οργισμένοι και αδικημένοι πολίτες πήραν τη δικαιοσύνη στα χέρια τους και στη συνέχεια εγκαθίδρυσαν το καθεστώς της Διαφάνειας, στο οποίο η δικαιοσύνη απονέμεται με συνοπτικές διαδικασίες μέσω ηλεκτρονικών δημοψηφισμάτων όσων επιθυμούν να συμμετάσχουν στις νέας μορφής δίκες. Από τη μία μέρα στην άλλη επιλέγουν να ζουν σε γυάλινα οικήματα με αυστηρά συστήματα παρακολούθησης, στα οποία σχεδόν τίποτα δεν τους προφυλάσσει από τα νομίμως πια αδιάκριτα βλέμματα των συμπολιτών τους. Σαν ψάρια σε ιχθυοτροφεία, οι άνθρωποι μετατρέπονται εκούσια ή ακούσια σε καταδότες και ηδονοβλεψίες, ενόσω οι δείκτες εγκληματικότητας υποχωρούν και η ιδιωτικότητα αποτελεί παρελθόν: το ντους με φιμέ τζάμια και ένα είδος σαρκοφάγου, στην οποία κλείνονται τα ζευγάρια για τις προσωπικές στιγμές τους, αφού έχουν δηλώσει τη συναίνεσή τους πατώντας ένα κουμπί, είναι τα μόνα μέρη όπου μπορεί κανείς να ζήσει λίγες στιγμές μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα.
Στο νέο καθεστώς, που μοιάζει βγαλμένο από επεισόδιο της ιδιαίτερα δημοφιλούς σειράς «Black Mirror», η βία έχει εξαλειφθεί ή έστω περιοριστεί σε όσους επιλέγουν να ζουν εκτός των ορίων της, στην περιοχή των επανομαζόμενων Τριζονιών, όπου καταφεύγουν όσοι αρνούνται να συμμορφωθούν με τους νέους κανόνες και να ζήσουν ως πειραματόζωα, θυσιάζοντας την ελευθερία στο όνομα της προστασίας. Κι ενώ όλα μοιάζουν να κυλούν ομαλά, προγραμματισμένα, δίχως σασπένς και μυστήριο, με την καχυποψία να κυριαρχεί και τις ερωτικές σχέσεις να λιμνάζουν, η εξαφάνιση μιας τριμελούς οικογένειας ταράζει τα νερά, πρωτίστως γιατί φαντάζει ανεξήγητη και αδύνατη να συμβεί. Η επίλυση της υπόθεσης ανατίθεται από την υπηρεσία στην Ελέν, πρώην αστυνομικό και νυν φρουρό προστασίας, η οποία, μαζί με τον συνάδελφό της Νικό, διεξάγει μία δύσκολη έρευνα και έρχεται αντιμέτωπη με ανθρώπους που κρατούν καλά κρυμμένα μυστικά. Ταυτόχρονα βλέπει τον γάμο της να καταρρέει και αρχίζει να αμφισβητεί όσα θεωρούσε θετικές εξελίξεις ή δεδομένα.
Συναρπαστικό θρίλερ
Η Ασαίν υπογράφει ένα συναρπαστικό θρίλερ, που συνδυάζει κλασικό whodunnit με δυστοπικό μυθιστόρημα, ενώ κλείνει το μάτι και στην κοινωνική κριτική. Η αστυνομική αυτή ιστορία διαδραματίζεται σε έναν φουτουριστικό κόσμο, που δεν μοιάζει και τόσο απίθανος: η ανθρώπινη επαφή έχει αλλάξει μορφή, οι άνθρωποι σπάνια τηλεφωνούν ο ένας στον άλλον και προτιμούν τα μηνύματα, οι πολίτες βρίσκονται απορροφημένοι στις οθόνες τους, συμμετέχουν σε εικονικούς κόσμους και καταδικάζουν σε ψηφιακά λαϊκά δικαστήρια κατηγορούμενους που στερούνται τεκμηρίου αθωότητας αλλά και νομικής υπεράσπισης, με την ίδια ευκολία που ψηφίζουν για την έξοδο από ένα ριάλιτι σόου του παίκτη που δεν συμπαθούν.
Με λόγο λιτό, ύφος εκπληκτικά ήρεμο και αφήγηση ισορροπημένη, δίχως να επιτρέπει στο συναίσθημα να πάρει τα ηνία ακόμη και στις πιο εξομολογητικές στιγμές της κεντρικής της ηρωίδας, η Ασαίν ξετυλίγει το νήμα της πλοκής με μια φυσικότητα που συμπαρασύρει εντός της τον αναγνώστη. Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι βαθιά ανθρώπινοι, θύματα των παρορμήσεών τους και των ελαττωμάτων που νομίζουν πως καταφέρνουν να κρύψουν πίσω από τη φαινομενική τους τελειότητα. Η πορεία και οι επιλογές τους αντικατοπτρίζουν τα κοινωνικά παράδοξα της εποχής μας και προειδοποιούν για τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Εύλογα οι Βέλγοι και Ιταλοί μαθητές που συμμετέχουν στη Διεθνή Μαθητική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, όπου παίρνει μέρος η έφηβη κόρη της Ελέν εκπροσωπώντας τη Γαλλία, τονίζουν τον εθνικό διχασμό και παρομοιάζουν τα διαφανή σπίτια με την Casa del Fascio, πρότυπο φασιστικής αρχιτεκτονικής που βασιζόταν κι αυτό στη διαφάνεια. Οι νέοι είναι αφενός πιο πρόθυμοι να επαναστατήσουν, αλλά αφετέρου λιγότερο πρόθυμοι να εθελοτυφλήσουν στην καταπάτηση των δικαιωμάτων τους στο όνομα ενός κοινού καλού, υπενθυμίζει η Ασαίν.

Υλικό από την πραγματικότητα
Το ανησυχητικό για τον αναγνώστη είναι πως η συγγραφέας δεν επιστρατεύει απλώς τη φαντασία της, αλλά αντλεί υλικό από την πραγματικότητα γύρω μας. Η δυστοπία που περιγράφει δεν είναι εκείνη του εφιάλτη της «Ιστορίας της θεραπαινίδας» της Μάργκαρετ Ατγουντ. Η νέα συνθήκη είναι αποτέλεσμα επανάστασης από τα κάτω και τα πάντα γίνονται βάσει συναίνεσης. Με την οικειοθελή παραχώρηση προσωπικών μας δεδομένων στα social media, την ανάγκη αυτοπροβολής, την επιδειξιομανία και την παροχή πρόσβασης σε άλλους χρήστες σε κάθε ιδιωτική μας στιγμή, με την πίστη στη Δικαιοσύνη και τους θεσμούς γενικότερα να καταρρέουν και ένα μέρος των πολιτών να παραμένει ευάλωτο στη διαφθορά και τη χειραγώγηση, ίσως δεν βρισκόμαστε και τόσο μακριά από μια αντίστοιχη πραγματικότητα όπως αυτή του «Πανοράματος».
Γνωριμία με τη συγγραφέα
Μπορεί το «Πανόραμα» (2023) να είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Λιλιά Ασαίν (1991-) που μεταφράζεται στα ελληνικά, η νεαρή όμως Γαλλίδα, αλγερινής καταγωγής, συγγραφέας και δημοσιογράφος στη δημόσια ραδιοφωνία έχει γράψει άλλα τρία έργα (L’ oeil du paon, 2019, Soleil amer, 2021 και Des choses sans importance, 2023), που όχι μόνο δεν πέρασαν απαρατήρητα σε μια μεγάλη εκδοτική αγορά όπως είναι η γαλλική, αλλά κέρδισαν ή ήταν υποψήφια για διάφορα λογοτεχνικά βραβεία. Το «Πανόραμα» τιμήθηκε με το Βραβείο Renaudot των μαθητών Λυκείου (2023) και το Βραβείο François Mauriac της Γαλλικής Ακαδημίας (2024). Το 2022 ανακηρύχθηκε επίτιμη διδάκτορας λογοτεχνίας από το Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στο Παρίσι. Θεωρείται μία από τις πολλά υποσχόμενες συγγραφείς της γενιάς της.

