
Στην άκρη της προκυμαίας η θάλασσα έβραζε από κορμιά. Γυναίκες με παιδιά στην αγκαλιά, άντρες που προσπαθούσαν να σωθούν, γέροι που έπεφταν από την εξάντληση. Πίσω τους η πόλη καιγόταν. Ήταν 14 Σεπτεμβρίου 1922· η Σμύρνη γινόταν στάχτη. Σπίτια, καταστήματα, θέατρα, εκκλησίες, τζαμιά — όλα εξαφανίζονταν μέσα σε λίγες ώρες. Οι κραυγές των αμάχων χάνονταν στον καπνό, ενώ η θάλασσα γέμιζε πτώματα.
Η Καταστροφή δεν ήταν μόνο φωτιά· ήταν και σιωπή. Τα συμμαχικά πλοία, ανάμεσά τους το «Μασσαλία» και το «Αρκάνσο», αγκυροβολημένα στο λιμάνι παρακολουθούσαν· δεν κινήθηκε κανείς. Οι γυναίκες βούτηξαν με τα παιδιά στη θάλασσα· οι γέροι έπεφταν από εξάντληση· οι κραυγές χάνονταν στον καπνό, ενώ η Δύση γύρισε αλλού το βλέμμα.
Η ιστορία είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Από το 1914 οι Νεότουρκοι είχαν εξαπολύσει κύματα βίας κατά των χριστιανικών πληθυσμών: σφαγές, εκτοπισμοί, λεηλασίες. Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας έβλεπε τους αιώνες παρουσίας του να χάνονται. Η πυρπόληση της Σμύρνης σφράγισε τον οριστικό ξεριζωμό των Ελλήνων και Αρμενίων από την Ιωνία, τον Πόντο, την Καππαδοκία και την Ανατολική Θράκη.
Η πολιτική διάσταση υπήρξε καθοριστική. Ο διχασμός βενιζελικών και βασιλικών στην Αθήνα μετέφερε αλλού τις προτεραιότητες· η Ρωσική Επανάσταση άλλαξε τις ισορροπίες. Η φιλοκεμαλική στάση της Γαλλίας και της Ιταλίας, η κόπωση των συμμάχων μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έγειραν την πλάστιγγα υπέρ του Μουσταφά Κεμάλ. Ο ελληνικός στρατός, αν και ισχυρός, βρέθηκε απομονωμένος διπλωματικά και τελικά ηττημένος.
Η ανθρώπινη τραγωδία ήταν ανείπωτη. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος βασανίστηκε και δολοφονήθηκε δημόσια· γυναίκες βιάστηκαν, χιλιάδες σκοτώθηκαν, τα πτώματα έπλεαν στη θάλασσα και στους δρόμους. Οι αριθμοί σοκάρουν: 360.000 κάτοικοι, εκ των οποίων περίπου 230.000 χριστιανοί· πάνω από 250.000 πρόσφυγες κατέφυγαν στα νησιά του Αιγαίου και την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ τουλάχιστον 75.000 έχασαν τη ζωή τους στη Σμύρνη και τη γύρω περιοχή.
Λίγους μήνες μετά, η Συνθήκη της Λωζάννης (1923) νομιμοποίησε τον αναγκαστικό ξεριζωμό με την ανταλλαγή πληθυσμών. Η Ελλάδα υποδέχθηκε 1.200.000 πρόσφυγες, αλλάζοντας ριζικά την κοινωνική και οικονομική της ταυτότητα. Η υποδοχή ήταν άλλοτε με αγκαλιά, άλλοτε με καχυποψία και δυσκολία, αλλά μέσα από τον πόνο γεννήθηκε φως: νέα γειτονιές, νέα ήθη, νέα τραγούδια.
Η Σμύρνη το σταυροδρόμι των πολιτισμών, το κέντρο του εμπορίου, ο φάρος του ελληνισμού. Εκεί όπου συναντιόνταν τα αρώματα της Ανατολής με τη μουσική της Δύσης, χάθηκαν όλα σε μια νύχτα. Ήταν μια στιγμή παγκόσμιας ντροπής.
Κι όμως, από τις στάχτες γεννήθηκε κάτι νέο. Οι πρόσφυγες που έφτασαν στον Πειραιά και τα νησιά δεν κουβάλησαν μόνο πόνο· έφεραν μαζί τους τραγούδια, συνταγές, τέχνη, μνήμες. Έστησαν γειτονιές στη Νέα Ιωνία, στη Νέα Σμύρνη, στην Καλαμαριά. Γέμισαν την Ελλάδα με ρεμπέτικο, με αρώματα κανέλας και κύμινου, με λέξεις που ρίζωσαν για πάντα.
Η 14η Σεπτεμβρίου δεν είναι απλώς ημερομηνία· είναι υπενθύμιση. Όχι για να συντηρούμε μίση, αλλά για να θυμόμαστε το κόστος του διχασμού και της αδιαφορίας. Η Σμύρνη δεν χάθηκε μόνο από τις λόγχες του Κεμάλ· χάθηκε και από τις σιωπές των συμμάχων, από τις εσωτερικές μας διαιρέσεις, από την τύφλωση της πολιτικής.
Κι αν κοιτάξουμε σήμερα την προκυμαία, δεν είναι για να κλάψουμε μόνο· είναι για να καταλάβουμε. Μέσα από τον πόνο των προσφύγων, η Ελλάδα άλλαξε, έγινε άλλη χώρα, πιο μεγάλη, πιο πολύχρωμη. Η Σμύρνη καίγεται ακόμη – όχι από φωτιά, αλλά από μνήμη και φως που μας καλεί να μην ξεχνάμε.
Όπως έγραψε η Διδώ Σωτηρίου στη «Ματωμένη Γη»: «Το άδικο δεν το σηκώνει ο Θεός. Κι αν αργήσει, βρίσκει τρόπο να φανεί η δικαιοσύνη». Δεν ζητάμε μίσος· ζητάμε μνήμη. Γιατί η λήθη είναι δεύτερος θάνατος. Η Σμύρνη ζει σε κάθε ρεμπέτικο, σε κάθε μυρωδιά προσφυγικής κουζίνας, σε κάθε ψίθυρο γιαγιάς που κρατά ζωντανή την ιστορία μέσα στη νύχτα.