Η δημοσκοπική αυτή επίδοση, σε συνδυασμό με τη διαφορά των 16,5 μονάδων από το ΠΑΣΟΚ που ακολουθεί με 14%, όπως και το πολλαπλάσιο ποσοστό του Κυριάκου Μητσοτάκη στην καταλληλότητα ως πρωθυπουργού από τον δεύτερο (27,9% έναντι 7,2%), αποτυπώνει την απόλυτη κυριαρχία της κυβέρνησης στο πολιτικό σκηνικό, αλλά και τη συνεχιζόμενη ανυπαρξία αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης από άλλο πολιτικό φορέα.
Από την άλλη, διαπιστώνουμε ότι, από εκεί και κάτω, βρίσκεται ένας σημαντικός αριθμός κομμάτων που είναι πάνω ή κάτω από το όριο του 3% για την είσοδο στο Κοινοβούλιο, που είναι η Πλεύση Ελευθερίας με 11,7%, η Ελληνική Λύση με 11,5%, το ΚΚΕ με 7,4%, η Φωνή Λογικής με 4,3%, ο ΣΥΡΙΖΑ με 4,2%, το ΜέΡΑ25 με 3,4%, το Κίνημα Δημοκρατίας με 2,7%, η Νίκη με 2,4%, η Νέα Αριστερά με 1,6% και οι Σπαρτιάτες με 1,3%.
Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει ότι υπάρχει ένας πολυκερματισμός των πολιτικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης που, παράλληλα, όμως, αποδυναμώνει και την προοπτική αυτοδυναμίας της Νέας Δημοκρατίας. Γιατί, με βάση τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, όσο περισσότερα κόμματα εισέρχονται στη Βουλή τόσο μειώνεται και ο αριθμός των εδρών που λαμβάνει το πρώτο κόμμα με το σύστημα ενισχυμένης αναλογικής.
Ο πρωθυπουργός επανέλαβε για πολλοστή φορά ότι δεν έχει απολύτως καμία πρόθεση να αλλάξει τον εκλογικό νόμο, διότι θεωρεί ότι η διατήρηση των κανόνων του παιχνιδιού αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για να γνωρίζουν τα κόμματα και οι πολίτες πώς θα τοποθετηθούν σε μία μελλοντική εκλογική αναμέτρηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι θεσμικός και γι’ αυτό, άλλωστε, το ξέκοψε και στους συνεργάτες του που εισηγούνταν να αυξηθεί από 3% σε 5% το κατώφλι για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή. Και αυτό, παρότι μια τέτοια αλλαγή είναι βέβαιο ότι θα μείωνε δραστικά τον αριθμό των κομμάτων που εκπροσωπούνται στην εθνική αντιπροσωπεία και θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοδυναμία της Ν.Δ. και σε μια νέα μονοκομματική κυβέρνηση, στην οποία ο ίδιος πιστεύει.