Προς τα τέλη του 2017, ο «Λουκάς» της 17Ν είχε πάρει άδεια από τις φυλακές Κορυδαλλού. Βγήκε χαμογελώντας, αγκάλιασε τους φίλους του, ενώ ακούγονταν και κάτι φωνές που έμοιαζαν με μουσειακά συνθήματα του τύπου: «Το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά». Εγινε μεγάλη συζήτηση τότε για το αν έπρεπε να πάρει άδεια, αν η σύννομη αντιμετώπισή του ήταν και ηθική και άλλα… Το πολιτικό περιβάλλον εκείνης της περιόδου ήταν ιδιαιτέρως φορτισμένο λόγω των Μνημονίων και μιας παρεξηγημένης εξεγερτικής κουλτούρας που προφανώς ξεκινούσε από τους τότε ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου, ορισμένοι εκ των οποίων δεν έκρυβαν την πελώρια χαρά τους για την άδεια Κουφοντίνα, καθώς είχαν παρέμβει ποικιλοτρόπως με δημόσιες ηρωικές δηλώσεις «υπέρ του ιδεώδους της 17Ν, υπέρ του ανθρώπου».
Οι Ιταλοί καταδικασμένοι για τρομοκρατική δράση, ιδίως εκείνοι που έδρασαν στα πανάκριβα σε αίμα και ανθρώπινες ζωές «μολυβένια χρόνια», είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν συγγνώμη και ν’ αποκηρύξουν την ένοπλη δράση, μέσα από μία αναγνωρισμένη διαδικασία «αποστασιοποίησης», το περίφημο «dissociamento», διαδικασία που συνδέθηκε με προαιρετικές ευνοϊκές ποινικές ρυθμίσεις. Το 1982, το ιταλικό κράτος εισήγαγε ειδικά μέτρα επιείκειας για αυτούς.
Προφανώς η ιταλική δημοκρατία, εμπειρότερη από την ελληνική, είχε από τότε προβλέψει πολύ συγκεκριμένους τρόπους συγγνώμης: Δημόσια κείμενα στον Τύπο, συνεντεύξεις σε ΜΜΕ, ακόμα και επιστολές προς τις οικογένειες θυμάτων, όπου διατυπωνόταν ηθική και πολιτική αυτοκριτική και, σε αρκετές περιπτώσεις, αίτημα συγγνώμης για τις δολοφονίες και τις επιθέσεις που κόστισαν τις ζωές των αγαπημένων τους προσώπων. Προσοχή, αίτημα, όχι απλώς μια διατύπωση. Η δικαστική αποδοχή ή όχι του αιτήματος συγγνώμης λάμβανε πολύ σοβαρά υπόψη της την ανταπόκριση της οικογένειας του θύματος.
Ο Κουφοντίνας, με τη στάση του και την πολιτική αρθρογραφία του, εξακολουθεί να υπερασπίζεται τη δράση της οργάνωσης στην οποίαν ηγείτο. Και εδώ είναι το πρόβλημα. Προφανώς σε μία δημοκρατία ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, ακόμα και να προπαγανδίζει έως ενός ορίου τη βίαιη ανατροπή της. Προφανώς και εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι το καθεστώς όπου ζει του παρέχει το δικαίωμα να ονειρεύεται καθεστώτα στα οποία, αν είχε τις ίδιες απόψεις, θα βρισκόταν «σε ένα βαθύ μπουντρούμι». Και το πιο προφανές από όλα είναι ότι ένας από τους χιλιάδες λόγους που η δυτική, ευρωπαϊκή δημοκρατία είναι ό,τι καλύτερο έχει εφευρεθεί στην Ιστορία της ανθρωπότητας οφείλεται στο γεγονός ότι δεν αποφασίζει με το συναίσθημα. Ακόμα και όταν πληγώνεται.
Το πιο σοβαρό πρόβλημα από όλα δεν είναι αν θα προβληθούν οι απόψεις του Κουφοντίνα ή όχι. Είναι ότι, μετά από σχεδόν μισό αιώνα, η ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμα κλείσει για πάντα το κεφάλαιο «ένοπλη βία», όπως έχουν κάνει όλες οι σύγχρονες κοινωνίες με τα τραύματά τους…