
Ο Μίνως Ευσταθιάδης ταξιδεύει στη Γερμανία, μπαίνει σε φυλακή υψίστης ασφαλείας και μιλάει με έναν άντρα που έχει καταδικαστεί για φόνο. Κι εκεί ξεκινάει το πραγματικό ταξίδι.
Μέσα από τις σελίδες, ξεδιπλώνονται δύο εγκλήματα – το ένα το 1981, το άλλο το 2006. Κι ενώ στην αρχή φαίνονται άσχετα, σιγά σιγά ο συγγραφέας αρχίζει να ενώνει κουκκίδες. Οχι σαν ντετέκτιβ, αλλά σαν άνθρωπος που αμφιβάλλει, παρατηρεί, ψάχνει χωρίς να ξέρει αν υπάρχει λύση. Αυτό κάνει το βιβλίο τόσο δυνατό: δεν σε καθοδηγεί, σε προκαλεί να σκεφτείς.
Δεν υπάρχει τίποτα φανταχτερό στην αφήγηση. Είναι λιτή, ξερή, σχεδόν ψύχραιμη – κι όμως φορτισμένη. Σαν να καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά κανείς δεν θέλει να το πει φωναχτά.
Αν σας αρέσουν οι ιστορίες που δεν προσφέρουν εύκολες απαντήσεις αλλά ανοίγουν δύσκολες ερωτήσεις, τότε αξίζει να το διαβάσετε. Εγώ τουλάχιστον βγήκα από την «κοιλιά του κτήνους» λίγο πιο υποψιασμένος.

Διαβάστε ΕΔΩ όλα τα προηγούμενα άρθρα της στήλης του Ελεύθερου Τύπου ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ

