Αυτό είπε στην απολογία του ο Στεφάν Μπράιτβιζερ, ο μεγαλύτερος ληστής μουσείων της σύγχρονης εποχής. Ο εκκεντρικός Γάλλος, γεννημένος το 1971 στην Μυλούζ, έμεινε στην Ιστορία όχι μόνο για τις (πάνω από 300!) κλοπές έργων τέχνης που διέπραξε, αλλά και για το γεγονός ότι δεν πουλούσε τα κλοπιμαία.
Οι πράξεις του υπήρξαν εγκλήματα…πάθους και ο Μπράιτβιζερ δεν μπόρεσε να σταματήσει τη δράση του, ούτε καν αφότου συνελήφθη και φυλακίστηκε για πρώτη φορά.
Όταν μιλάμε για κλοπή έργων τέχνης, συνήθως σκοπός είναι το κέρδος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα κλεμμένα έργα τέχνης χρησιμοποιούνται για να καλύψουν τις συνέπειες άλλων, λιγότερο… φανταχτερών εγκλημάτων. Για παράδειγμα, η μαφία χρησιμοποιεί κλεμμένους πίνακες ως εγγύηση σε υψηλού επιπέδου συναλλαγές ναρκωτικών, ή κατά τη διαπραγμάτευση της απελευθέρωσης των αφεντικών της από τη φυλακή.
Περιστασιακά, ωστόσο, εμφανίζεται ένας πιο εκλεπτυσμένος κλέφτης έργων τέχνης, ωθούμενος από την επιθυμία να αποκτήσει ένα έργο τέχνης για δική του ευχαρίστηση. Τέτοιοι δράστες είναι συνήθως πιο προσεκτικοί στις μεθόδους τους, κατανοώντας την πραγματική αξία των συλλογών των μουσείων. Ένας από αυτούς ήταν και ο Στεφάν Μπράιτβιζερ, που έγινε διάσημος ως ο «Ρομαντικός Ληστής», αλλά και ως ο πιο επιτυχημένος κλέφτης έργων τέχνης στην ιστορία.
Μόνος φίλος του η Τέχνη: Ο συλλέκτης πατέρας και το παιδικό τραύμα
Η αγάπη του Μπράιτβιζερ για την τέχνη και τα πολύτιμα αντικείμενα είχε τις ρίζες της στην πρώιμη παιδική του ηλικία. Γεννημένος σε μία γαλλική οικογένεια ανώτερης κοινωνικής τάξης, στην περιοχή που γειτνιάζει με τα ελβετικά και γερμανικά σύνορα, είχε έναν πατέρα του ήταν φανατικός συλλέκτης έργων τέχνης, αλλά και βίαιος αλκοολικός.
Μετά το διαζύγιο, ο πατέρας πήρε μαζί του τα χρήματα, αλλά και την τεράστια συλλογή έργων τέχνης του. Η Μιρέιγ Μπράιτβιζερ έμεινε με ένα παιδί και μία νέα πραγματικότητα στην οποία έπρεπε να προσαρμοστεί. Ο νεαρός Στεφάν δεν ήταν το πιο κοινωνικά προσαρμοσμένο παιδί, περνώντας τον περισσότερο χρόνο του θαυμάζοντας πίνακες, αντί να παίζει με τους συνομηλίκους του. Η ξαφνική αλλαγή στον τρόπο ζωής του ήταν τραυματική, καθώς ένιωσε ότι του στερούσαν το μόνο πράγμα που είχε για εκείνον αξία.

Χρόνια αργότερα, ο Μπράιτβαιζερ θα αποφοιτούσε από το λύκειο χωρίς ιδιαίτερες επαγγελματικές προοπτικές, εργαζόμενος κυρίως ως σερβιτόρος. Από τις πενιχρές του οικονομίες, αγόραζε αντικείμενα τέχνης σε υπαίθριες αγορές, αλλά μετά βίας μπορούσε να αντέξει οικονομικά κάτι ποιοτικό. Κάποτε, εξασφάλισε μια βραχυπρόθεσμη δουλειά ως φύλακας μουσείου σε ένα μικρό τοπικό μουσείο, κλέβοντας μία αγκράφα ζώνης του 5ου αιώνα μ.Χ. την τελευταία μέρα της εργασίας του.
Μπόνι και Κλάιντ της…Τέχνης: Η συνεργός κοπέλα του και τα πρώτα τους βήματα
Η μεγάλη εγκληματική δραστηριότητα του Μπράιτβιζερ ξεκίνησε το 1994, όταν επισκέφθηκε ένα μικρό μουσείο στην Αλσατία με την κοπέλα του, τη νοσοκόμα Ανν- Κατρίν Κλαϊνκλάους. Εκεί, την προσοχή τους τράβηξε ένα περίπλοκο πιστόλι με πυρόλιθο του 18ου αιώνα. Η Κλαϊνκλάους παρότρυνε τον Μπράιτβιζερ να το πάρει, καθώς δεν υπήρχαν κάμερες και μέτρα ασφαλείας, αφού το πιστόλι ήταν απλώς τοποθετημένο σε ένα τραπέζι. Από την άνοιξη του 1995, οι κλοπές έγιναν ένα συνηθισμένο περιστατικό, που συνέβαινε σχεδόν κάθε εβδομάδα, με το ζευγάρι να βάζει πολύτιμα λάφυρα στις τσέπες, τις τσάντες και τα μανίκια του.
Σύντομα, άρχισαν να κλέβουν πίνακες: Ενώ η σύντροφός του παρακολουθούσε, ο Μπράιτβιζερ είτε ξεβίδωνε τα πλαίσια, είτε απλώς έκοβε τους καμβάδες με ένα ελβετικό σουγιά.
Οι Μπράιτβιζερ και Κλαϊνκλάους ακολουθούσαν μια στρατηγική που τους επέτρεπε να περνούν απαρατήρητοι για χρόνια. Πρώτον, στόχευαν σε μικρά μουσεία που βρίσκονταν μακριά από τουριστικά σημεία, με λιγότερους επισκέπτες και πιο χαλαρά μέτρα ασφαλείας. Δεν είχαν ποτέ περίτεχνα εργαλεία ή μηχανισμούς, χρησιμοποιώντας καθημερινά αντικείμενα όπως κατσαβίδια και τσιμπιδάκια. Δεν έσπαγαν ποτέ τίποτα, απλώς αποσυναρμολογούσαν τις γυάλινες προθήκες και τις επανατοποθετούσαν στη θέση τους. Για να αποφύγουν την άμεση προειδοποίηση των φρουρών και των επισκεπτών, τοποθέτησαν κάρτες που έγραφαν «Το Αντικείμενο Αφαιρέθηκε για Μελέτη» στα άδεια ράφια.

Όπως είπε αργότερα ο ίδιος ο Μπράιτβιζερ, ορισμένα μουσεία δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τα αντικείμενα που έλειπαν για μήνες, εξαιτίας αυτού. Ο ίδιος και η κοπέλα του προτιμούσαν μικρότερα αντικείμενα που θα χωρούσαν εύκολα κάτω από τα ρούχα τους ή μέσα σε τσάντες. Προσπαθούσαν να αποφύγουν την κλοπή έργων διάσημων ονομάτων, εστιάζοντας κυρίως σε λιγότερο γνωστούς καλλιτέχνες ή σε δημιουργίες ανώνυμων τεχνιτών. Ωστόσο, ο Μπράιτβιζερ δεν μπορούσε πάντοτε να αντισταθεί και περιστασιακά προσέθετε κάποιο σπουδαίο έργο, π.χ. έναν πίνακα του Άλφρεντ Ντίρερ, στην ιδιωτική του συλλογή.
Παρόλα αυτά, οι δύο κλέφτες υπήρξανε προκλητικά τολμηροί. Ταξιδεύοντας σε όλη την Ευρώπη, ο Μπράιτβιζερ και η Κλαϊνκλάους δε δίσταζαν να εισβάλουν επανειλημμένα στα ίδια μουσεία ξανά και ξανά, μερικές φορές επιστρέφοντας μέσα σε λίγες μέρες ή και ώρες. Συνομιλούσαν με φύλακες μουσείων σχεδόν στα μισά της ληστείας, συμμετείχαν σε ξεναγήσεις σε μουσεία και μάλιστα επικοινώνησαν κάποιες φορές με την αστυνομία.
Αμέσως μετά από μία ληστεία, ο Μπράιτβιζερ παρατήρησε μια γρατσουνιά στο αυτοκίνητό του, ενώ έβαζε τα κλεμμένα αντικείμενα στο πορτμπαγκάζ. Χωρίς δισταγμό, κάλεσε αμέσως την αστυνομία, η οποία… επιθεώρησε το όχημα χωρίς να υποψιαστεί τίποτα.
Κατά τη διάρκεια των έξι ετών της εγκληματικής του καριέρας, ο Μπράιτβιζερ συγκέντρωσε περίπου 250 αντικείμενα τέχνης, συνολικής αξίας τουλάχιστον 1,5 δισεκατομμυρίου δολαρίων. Ανάμεσα στη συλλογή του ήταν και ο πολύτιμος πίνακας «Συβίλλη, Πριγκίπισσα της Κλέβης», το οποίο εκλάπη από δημοπρασία του γνωστού οίκου Sotheby’s.
Η πρώτη σύλληψη και η καταστροφή των έργων τέχνης
Η τύχη του «Ρομαντικού Ληστή» τελείωσε το 2001, ενώ έκλεβε μια σάλπιγγα του 16ου αιώνα από το Μουσείο Ρίχαρντ Βάγκνερ στην Ελβετία. Αρχικά, οι αρχές πίστευαν ότι επρόκειτο για μεμονωμένο αδίκημα, αλλά σύντομα τον συνέδεσαν με μία σειρά παρόμοιων εγκλημάτων. Μετά από μερικές εβδομάδες κράτησης, ο Μπράιτβιζερ άρχισε να μιλάει. Επιδεικνύοντας μία μοναδική μνήμη για τις λεπτομέρειες, θυμήθηκε όλα τα κλεμμένα έργα του, τις αποχρώσεις τους και τις ιδιαιτερότητες κάθε κλοπής.
«Με γοήτευσε η ομορφιά, η ζωγραφική ποιότητα της γυναίκας που απεικονιζόταν και τα μάτια της. Νόμιζα ότι ήταν απομίμηση του Ρέμπραντ», είπε για έναν από τους πρώτους πίνακες που είχε κλέψει το 1995 – ένα έργο του Γερμανού Κρίστιαν Βίλχελμ Ερνστ Ντίτριχ, που φυλασσόταν σε μεσαιωνικό κάστρο της Ελβετίας.
Παρά την συγκλονιστική αξία των έργων, ο Μπράιτβιζερ δεν επιχείρησε ποτέ να πουλήσει τίποτα. Αντίθετα, γέμισε τη σοφίτα του σπιτιού της μητέρας του, όπου ζούσε με την Κλαϊνκλάους, με όλα τα υπάρχοντά του. Σε συνεντεύξεις, ισχυρίστηκε ότι ήθελε να «απελευθερώσει τα πολύτιμα αντικείμενα από τους περιορισμούς των μουσείων», επιτρέποντάς τους «να ζουν και να βιώνονται φυσικά».

Φτάνοντας στο σπίτι των Μπράιτβιζερ με ένταλμα έρευνας, οι αστυνομικοί περίμεναν να δουν μια αποθήκη γεμάτη αντίκες. Ωστόσο, οι τοίχοι της σοφίτας ήταν εντελώς άδειοι. Κατά την ανάκριση, η μητέρα του, Μιρέιγ, ομολόγησε ότι έκαψε όλους τους πίνακες και πέταξε τα γλυπτά και άλλα αντικείμενα σε ένα κοντινό κανάλι, θυμωμένη με τον γιο της λόγω της «εγκληματικής του συμπεριφοράς». Μερικοί αστυνομικοί, ωστόσο, πίστευαν ότι η Μιρέιγ ήταν και αυτή συνεργός του γιου της, που αποφάσισε να καταστρέψει τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Περισσότερα από εκατό κομμάτια ανακτήθηκαν από το νερό και τελικά αποκαταστάθηκαν, ωστόσο 60 άλλα θεωρήθηκαν χαμένα στην πυρκαγιά.
Ενώ περίμενε την ετυμηγορία του δικαστηρίου, ο Στεφάν Μπράιτβιζερ προσπάθησε να αυτοκτονήσει στο κελί του. Τελικά, σώθηκε από έναν άλλο κρατούμενο, ο οποίος ειδοποίησε εγκαίρως τους φρουρούς. Χαρακτηριζόμενος από τον εισαγγελέα ως ναρκισσιστής και εγωιστής, ο Μπράιτζβιζερ καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκισης. Η πλήρης ενοχή της φερόμενης ως συνεργού του, Ανν-Κατρίν Κλαϊνκλάους, δεν αποδείχθηκε ποτέ. Η ίδια εξέτισε ποινή φυλάκισης έξι μηνών για παραλαβή κλεμμένων αντικειμένων από τον -πια πρώην – φίλο της. Όσον αφορά την μητέρα του, Μιρέιγ, δεν αποδείχθηκε ποτέ η συμμετοχή της στις ληστείες, επομένως της επιβλήθηκε μόνον μία ποινή 18 μηνών, λόγω της σκόπιμης καταστροφής κλεμμένων έργων τέχνης.
Κλεπτομανής, φιλότεχνος ή…κάτι άλλο;
Ο Μπράιτβιζερ και οι δικηγόροι του επέμειναν ότι τα εγκλήματα που διέπραξε δεν ήταν αποτελέσματα δόλου, αλλά μάλλον εκφράσεις «γνήσιας αγάπης» και «εμμονής με τις υψηλές τέχνες». Ωστόσο, πολλοί ειδικοί, συμπεριλαμβανομένου του Μάικλ Φίνκελ, συγγραφέα της βιογραφίας του Μπράιτβιζερ, πιστεύουν ότι η ρίζα του προβλήματος του ληστή δεν έγκειται στην αγάπη του για την τέχνη, αλλά σε μία πολύ συγκεκριμένη περίπτωση κλεπτομανίας.
Χαρακτηριζόμενη ως διαταραχή ελέγχου των παρορμήσεων, η κλεπτομανία είναι μία ανεξέλεγκτη παρόρμηση για κλοπή, που συνήθως δεν αποσκοπεί στο οικονομικό κέρδος. Οι κλεπτομανείς μερικές φορές κλέβουν άχρηστα αντικείμενα χωρίς αξία, απλώς και μόνο επειδή… μπορούν, βιώνοντας μία τεράστια ικανοποίηση που τελικά μετατρέπεται σε καταπιεστική ενοχή.
Η ιδιαιτερότητα του Μπράιτβιζερ, ωστόσο, είναι πως είχε μία έντονη εστίαση στα αντικείμενα τέχνης και ένιωθε πως έφερε το δικαίωμα να τα κατέχει. Επιπλέον, δεν έδειξε μεγάλη μεταμέλεια στα χρόνια που ακολούθησαν την καταδίκη του.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης του φυλάκισης, ο Μπράιτβιζερ έγραψε μία εξαιρετικά ρομαντική αυτοβιογραφία, ισχυριζόμενος ότι τα έκανε όλα αυτά από την «απόλυτη αγάπη του για την τέχνη». Αυτή η αγάπη δεν έσβησε στη φυλακή και, μετά την απελευθέρωσή του το 2006, ο Γάλλος συνέχισε να κλέβει έργα. Το 2011, η αστυνομία βρήκε άλλα 30 κλεμμένα έργα τέχνης στο σπίτι του, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα άλλα τρία χρόνια φυλάκισης.
Η τελευταία καταδίκη του Στεφάν Μπράιτβιζερ έγινε το 2023, αφού τράβηξε την προσοχή της αστυνομίας, αυτή τη φορά πουλώντας αρχαιότητες στο eBay. Μετά από έρευνα στο σπίτι της μητέρας του, οι αστυνομικοί βρήκαν μία ακόμη συλλογή κλεμμένων αντικειμένων από διάφορα ευρωπαϊκά μουσεία και 163.000 ευρώ σε μετρητά, κρυμμένα σε καλάθια. Ο Μπράιτβιζερ καταδικάστηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό και παρακολούθηση μέχρι το 2031.

