Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες από τη ρίψη των ατομικών βομβών σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι, με αποτέλεσμα τον χαμό εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, τη ραδιενεργό μόλυνση περισσότερων και τον τρόμο όλων μας.
Η κούρσα για την κατασκευή της ατομικής βόμβας ξεκινά στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος καθιστά επιτακτική την ανάγκη άμεσης κατασκευής της. Αποτελεί τραγική ειρωνεία, αλλά η τεχνογνωσία της ατομικής έκρηξης δίνεται στους Αμερικανούς από ανθρώπους που φεύγουν ως αυτοεξόριστοι ή κυνηγημένοι από τη Γερμανία, λόγω της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Ουδείς θέλει να φανταστεί το μέλλον της ανθρωπότητας αν ο παρανοϊκός δικτάτορας προλάβαινε να τη δημιουργήσει πρώτος ή αν επιστήμονες, όπως ο Αϊνστάιν, δεν κατάφερναν να αποδράσουν από τη ναζιστική Γερμανία.

Δύο στρατόπεδα
Οι επικεφαλής των πυρηνικών προγραμμάτων των δύο αντιπάλων είναι ο Βέρνερ Καρλ Χάιζενμπεργκ (Werner Karl Heisenberg) για τη Γερμανία και ο Τζούλιους Ρόμπερτ Οπενχάιμερ (Julius Robert Oppenheimer) για τις ΗΠΑ. Στις 16 Ιουλίου 1945 η μυστική δοκιμή της ατομικής βόμβας στην έρημο του Νέου Μεξικού ενθουσιάζει την αμερικανική πολιτικοστρατιωτική εξουσία, που βλέπει στην ολική καταστροφή πυκνοκατοικημένων περιοχών του αντιπάλου μια παγκόσμια επίδειξη ισχύος της νέας υπερδύναμης που βγαίνει νικήτρια του πολέμου. Αντίθετα, οι επιστήμονες τρομάζουν μπροστά στις συνέπειες της ισχύος της και του τρόπου που ο άνθρωπος θα τη χρησιμοποιούσε. Ο ίδιος ο Οπενχάιμερ, τη στιγμή της δοκιμής, βλέποντας το φρικτό μανιτάρι ν’ ανεβαίνει στον ουρανό, ψιθυρίζει στίχους από το ινδικό έπος Μαχαμπαράτα: «Εγινα ο θάνατος, η καταστροφή του κόσμου». Και δεν είχε άδικο.
- 6 Αυγούστου 1946: Τρία αεροσκάφη Β-29, που πετούν σε σχηματισμό V, πλησιάζουν τον ουρανό της Χιροσίμα. Επικεφαλής είναι το «Ενόλα Γκέι», με πιλότο τον Πολ Τίμπερς, ο οποίος, λίγο πριν ξεκινήσει, έχει λάβει διαβεβαιώσεις από τους ανωτέρους του ότι μετά από αυτή την επιχείρηση, το όνομά του θα περάσει στην αιωνιότητα. Ο Τίμπερς, έχοντας επίγνωση της ιστορικής του αποστολής, λέει στους συνεργάτες του πως πρέπει να προσέχουν τις εκφράσεις τους γιατί αυτή ηχογράφηση θα κληροδοτηθεί στην Ιστορία: «Σύντομα, θα ρίξουμε την πρώτη ατομική βόμβα».
- 8.14 πρωί της ίδιας ημέρας: Το αεροσκάφος αφήνει στην πόλη το φονικό του φορτίο. Μία μόνο βόμβα πέντε τόνων, που της δίνεται το χαριτωμένο όνομα «Little Boy», εκρήγνυται στις 8:16 πάνω από τη Χιροσίμα και αμέσως ένα πύρινο κύμα, που τρέχει με ταχύτητα 1.200 χιλ. την ώρα, σαρώνει τα πάντα. Εκρήξεις παντού, φλόγες, καπνός, ραδιενέργεια. Η απόλυτη φρίκη. Αλλά όχι η τελευταία. Δύο μέρες μετά, πάλι τρία Β-29 πετούν πάνω από την Ιαπωνία. Ο προορισμός, αυτή τη φορά, είναι το Ναγκασάκι, με ώρα επίθεσης 12:01 το μεσημέρι, και η βόμβα ονομάζεται «Χοντρούλης». Το αποτέλεσμα, όμως, παραμένει ίδιο: το φρικτό μανιτάρι σηκώνεται πάλι στον ουρανό προκαλώντας δεκάδες χιλιάδες θανάτους και άλλους τόσους τραυματίες. Πολλοί πεθαίνουν αμέσως, ενώ οι περισσότεροι σβήνουν, αργά και βασανιστικά, τα επόμενα χρόνια.

Μαρτυρίες
Μια 49άχρονη Γιαπωνέζα νοικοκυρά περιγράφει εκείνες τις στιγμές: «Ξαφνικά, ένιωσα μια ριπή ανυπόφορης ζέστης που ερχόταν από το κέντρο. Βγήκα αμέσως έξω, περισσότερο απορημένη παρά τρομαγμένη, και αντίκρισα κάτι το απίστευτο: Αντρες και γυναίκες κατάμαυρους, καψαλισμένους, μισόγυμνους, χωρίς μαλλιά. Εβλεπες πρόσωπα να λιώνουν σαν το κερί. Κι ούτε μπορούσαμε να βοηθήσουμε αυτούς τους δυστυχισμένους ν’ ανέβουν στα κάρα, γιατί ήταν χωρίς δέρμα. Μόνο που τους αγγίζαμε, ούρλιαζαν σαν τρελοί. Τα άλογα των στρατιωτών χλιμίντριζαν και έπεφταν καταγής, με τα μάτια έξω από τις κόγχες. Συλλογιζόμουν ολόκληρη την ημέρα, ενώ η Χιροσίμα ήταν τέλμα πίσσας που έβραζε, τις επισκέψεις στους ναούς του Νιγκίτσου και του Γκοκόκου. Τώρα, όμως, η Χιροσίμα είναι καμένη. Δεν υπάρχει πια τίποτα, δεν μας έμεινε ούτε το παρελθόν».
Η ανταπόκριση του δημοσιογράφου της «Daily Express» είναι τρομακτική: «Βρήκα ανθρώπους oι οποίοι, όταν έπεσε η βόμβα, δεν υπέστησαν το παραμικρό τραύμα, αλλά τώρα πεθαίνουν από τ’ αλλόκοτα επακόλουθά της. Χωρίς εμφανή λόγο, η υγεία τους αρχίζει να κλονίζεται. Χάνουν την όρεξή τους. Τα μαλλιά τους πέφτουν. Γαλαζωπά σημάδια εμφανίζονται στα σώματά τους. Κι ύστερα αρχίζουν να αιμορραγούν από τ’ αφτιά, τη μύτη και το στόμα. Στην αρχή, μου είπαν οι γιατροί, νομίσαμε ότι αυτά ήταν τα συμπτώματα γενικότερης εξασθένησης. Εκαναν στους ασθενείς ενέσεις βιταμίνης Α. Τα αποτελέσματα ήταν φρικαλέα. Η σάρκα άρχισε να σαπίζει και να ανοίγει στο σημείο που έγινε η τρύπα από τη βελόνα της ένεσης. Και σε κάθε περίπτωση, το θύμα πέθαινε».

Απολογισμός
Τελικός απολογισμός της φρίκης δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά υπολογίζεται ότι περίπου 70.000 άνθρωποι στη Χιροσίμα και 40.000 στο Ναγκασάκι πεθαίνουν άμεσα, ενώ τα επόμενα χρόνια το συνολικό νούμερο των θυμάτων θα φτάσει τους 200.000. Ο παγκόσμιος συλλογικός τρόμος είναι πλέον εδώ.
«Δεν μετανιώνω, θα το έκανα ξανά»
Μερικά χρόνια μετά τη ρίψη της βόμβας, ο πιλότος του «Enola Gay» Θίοντορ Βαν Κερκ δηλώνει αμετανόητος για την πράξη του: «Δεν μετανιώνω στο ελάχιστο. Ηταν μια σωστή αποστολή. Αν μου δινόταν η ευκαιρία, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, θα το έκανα ξανά». Παρόμοιου ύφους και ήθους ήταν η δήλωση του καθηγητή Χάρολντ Αγκνιου: «Η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα θα μπορούσες να πεις ότι ήταν μια δοκιμή». Δεν έλειψαν κάποιες ωμότητες, όπως του στρατηγού Γκροβς, ο οποίος, σε αναφορά του στο Κογκρέσο μετά τον αφανισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, αναφέρει ότι: «Ο θάνατος από ραδιενέργεια είναι ο πιο ευχάριστος».

Αλλά και ο δημοσιογραφικός κλάδος δεν πήγε πίσω σε κυνικότητα. Ο Γουίλιαμ Λόρενς είχε μια σειρά από αποκλειστικότητες. Ηταν ο μόνος δημοσιογράφος που παρακολούθησε βήμα βήμα την εξέλιξη κατασκευής της ατομικής βόμβας, ο μόνος δημοσιογράφος αυτόπτης της πρώτης πυρηνικής δοκιμής στο Νέο Μεξικό, ενώ συμμετείχε και στις αποστολές που έριξαν τις δύο ατομικές βόμβες. Εγραφε λοιπόν ο Λόρενς σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στους «New York Times» στις 9 Σεπτεμβρίου, ενώ ήταν μέσα στην πτήση του θανάτου προς το Ναγκασάκι: «Νιώθει άραγε κανείς οποιαδήποτε συμπόνια ή οίκτο για τους φτωχοδιάβολους που θα πεθάνουν; Οχι, όταν σκεφτεί κανείς το Περλ Χάρμπορ και την πορεία θανάτου στο Μπαταάν». Σημειώνουμε ότι ο Λόρενς για τις ανταποκρίσεις του αυτές, που δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στους «New York Times», πήρε το 1945 το βραβείο Πούλιτζερ!
Στον ίδιο πανηγυρικό τόνο και το άρθρο της «Daily Telegraph» στις 11 Αυγούστου 1945: «Τώρα που είδαμε το σχεδόν ακαριαίο αποτέλεσμα της βόμβας πάνω στις τύχες του πολέμου, ποιος μπορεί να αμφιβάλλει ότι η χρησιμοποίησή της, που διέσωσε τη ζωή πολλών ανθρώπων και έθεσε τέρμα στα δεινά ολόκληρων πληθυσμών, δεν ήταν απόλυτα δικαιολογημένη;».

