Για τα παιδιά που δεν επέστρεψαν ποτέ στο σπίτι τους… Μια από τις δυσκολότερες, άγνωστες και ανεξιχνίαστες τέτοιες υποθέσεις θα παρακολουθήσουμε παρακάτω.
Λιβαδειά, ενενήντα πέντε χρόνια πριν το καλοκαίρι του 1930. Ένα δεκάχρονο αγόρι βγαίνει από το σπίτι του για να αγοράσει φάρμακα αλλά αργεί να επιστρέψει. Αρχικά κανένας δεν φαντάζεται τα χειρότερα. Είναι ακόμα η εποχή που τα παιδιά σε πόλεις και χωριά γυρνούν έξω σε πόλεις και χωριά και κάποια στιγμή γυρίζουν σπίτι χωρίς κάποιος να τα αναζητήσει ή να ανησυχήσει. Αυτή τη φορά όμως οι γονείς του μικρού Λουκά, γιος εμπόρου και μεγαλοκτηματία, έχουν κάθε λόγο ν’ ανησυχούν.
Οι ανάστατοι γονείς το αναζητούν αρχικά σε φίλους, μετά σε συγγενείς και καταλήγουν ψάχνοντας σε ποτάμια, πηγάδια και αποθήκες της περιοχής. Κινητοποιείται η Χωροφυλακή υπό το φόβο συμμοριών που λυμαίνονται ακόμα πολλά σημεία της χώρας. Το πρώτο νέο έρχεται την επόμενη ημέρα με γράμμα στους γονείς που αναφέρεται για απαγωγή και ζητά 800.000 δρχ ως λύτρα, ποσό τεράστιο για εποχή : «Το παιδί είναι καλά, αλλά θα γυρίσει μόνο αν κάνετε ότι σας πουν.»

Η οικογένεια βρίσκει τα λύτρα αλλά όχι τους απαγωγείς που φοβούμενοι την εμπλοκή της Χωροφυλακής δεν πηγαίνουν στα ραντεβού για να παραλάβουν τα χρήματα και να παραδώσουν το παιδί, αλλά συνεχίζουν τις γραμμένες με μολύβι απειλητικές επιστολές προς την οικογένεια :«Αν τολμήσετε να μιλήσετε, θα το μετανιώσετε.»
΄Όμως η απαγωγή του μικρού Λουκά και οι διαπραγματεύσεις δια αλληλογραφίας έχει γίνει ήδη λαϊκό μυθιστόρημα όχι μόνο στη πόλη, αλλά σε όλη τη χώρα δυσκολεύοντας έτσι τη θέση όλων των εμπλεκομένων σε αυτή. Οι μέρες περνούν χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, όταν αιφνιδιαστικά η Χωροφυλακή ανακοινώνει συλλήψεις κάποιων σεσημασμένων κακοποιών της περιοχής, καθώς και του ταχυδρομικού διανομέα που έφερε την πρώτη επιστολή των απαγωγέων στην οικογένεια. Την είχε πάρει, λέει, από έναν άντρα με σκουρόχρωμα ρούχα :«Το παρέδωσα γιατί φοβήθηκα. Μου το έδωσαν χωρίς λόγια και κατάλαβα πως δεν έπρεπε να ρωτήσω τίποτα», λέει στην απολογία του.

Την ίδια στιγμή πολλά συνεργεία πολιτών και χωροφυλάκων αναζητούν το παιδί, αφού ήδη υπάρχει διάχυτος φόβος ότι οι απαγωγείς το έχουν δολοφονήσει. Γίνονται εκσκαφές σε διάφορα σημεία όπου υπάρχουν σκόρπιες πληροφορίες αλλά και με πλοιάρια του στόλου που φτάνουν μέχρι τις ακτές του Κορινθιακού κόλπου.
Τρεις μήνες μετά, ο ένας από τους συλληφθέντες «σπάει». Λέει πως ο μικρός Λουκάς κρατήθηκε για δέκα ημέρες δεμένος και φιμωμένος σε υπόγειο ενός σπιτιού και εν συνέχεια μεταφέρθηκε μέσω βοσκού στα βουνά. Δείχνει μάλιστα ένα 13χρονο μαθητή ως συνεργό. Το παιδί, λέει, γνώριζε τον απαχθέντα και τον έπεισε να το ακολουθήσει. Ο 13χρονος καλείται να καταθέσει και ομολογεί τα πάντα. Παραδέχεται ότι έγραψε τις πέντε επιστολές, εκτός από μία :«Την πρώτη την έγραψα με το δεξί. Τις άλλες με το αριστερό, για να φαίνονται διαφορετικές. Με βοήθησαν οι άλλοι. Ότι μου υπαγόρευαν, το έγραφα.»

Παρότι η κατάθεση του μικρού συγκλονίζει το διψασμένο για νέα κοινό, οι αρχές δεν πείθονται και αναθέτουν σε ειδικό γραφολόγο να εξετάσει τις επιστολές. Το τελικό πόρισμα του τελευταίου φέρνει νέα ανατροπή : «Καμία από τις επιστολές δεν γράφτηκε από παιδικό χέρι. Η γραφή φέρει στοιχεία ενήλικου με εκπαίδευση.» Για την επιβεβαίωση μάλιστα του πορίσματος ακολουθεί πείραμα. Ο γραφολόγος ετοιμάζει τριάντα επιστολές, κάποιες με το ίδιο ύφος, ίδιο χαρτί, άλλες ψεύτικες, άλλες αληθινές. Όταν 13χρονος καλείται να τις ξεχωρίσει δεν τα καταφέρνει και λυγίζει :«Δεν τις έγραψα εγώ», λέει. «Με βάλανε να πω πως τις έγραψα. Με μάθανε λέξη-λέξη τι να πω.» Η αρχική κατάθεση καταρρέει.

Η δίκη ορίζεται για τον Δεκέμβριο του 1931 στο Κακουργιοδικείο Πειραιά, και κρατά σχεδόν σαράντα ημέρες. Οι επτά κατηγορούμενοι κάθονται βουβοί, έχοντας δίπλα τους δεκαπέντε συνηγόρους. Η δίκη παίρνει περίεργη τροπή, όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου διατάσσει την 24ωρη κράτηση ενός νεαρού θορυβώδους δικηγόρου με την κατηγορία ότι «δυσκολεύει το έργο του δικαστηρίου». Οι συνήγοροι αποχωρούν σε ένδειξη διαμαρτυρίας, με αποτέλεσμα η δίκη να συνεχιστεί με την παρουσία ενός μόνο συνηγόρου, κάτι που προκαλεί τις διαμαρτυρίες του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών που ζητά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό να πάρει θέση για το ζήτημα.

Πράγματι, ο τότε πρωθυπουργός αλλά και υπουργός Δικαιοσύνης Ελευθέριος Βενιζέλος, όχι μόνο παίρνει θέση υπέρ του δικαστή αλλά και τον καλεί στο γραφείο του για να τον συγχαρεί για το θάρρος του. Η δίκη συνεχίζεται και ολοκληρώνεται με έναν δικηγόρο υπεράσπισης. Η απόφαση καταδικάζει τρεις κατηγορούμενος σε θάνατο, δύο σε ισόβια ενώ κηρύσσει τους υπόλοιπους αθώους. Το παιδί δεν βρίσκεται ποτέ, ούτε ρούχο του, ούτε καν μαρτυρία για το απέγινε. Η οικογένεια του μικρού Λουκά, πουλά τα πάντα και εξαφανίζεται από την πόλη. Οι καταδικασμένοι τελικά δεν εκτελέστηκαν. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο. Όλοι πλέον ήθελαν να ξεχάσουν…

