Στην πραγματικότητα, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ξεκινά με την απόφαση του Ιωάννη Μεταξά να συνεχίσει τη «γραμμή» των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων, περί στρατηγικής συμμαχίας με την Αγγλία και όχι με τις δυνάμεις του Αξονα.

Κλίμα
Η παραπάνω θέση δημιουργεί ψυχροπολεμικό κλίμα με την Ιταλία, η οποία θεωρεί την Ελλάδα «ζωτικό της χώρο», με αποτέλεσμα το βαρύ διπλωματικό κλίμα μεταξύ των δύο χωρών. Η ιταλική εισβολή-παρέλαση στην Αλβανία, στις 7 Απριλίου 1939, μετατρέπει τον διπλωματικό συναγερμό σε στρατιωτικό. Λίγες ημέρες αργότερα, 13 Απριλίου, Αγγλία και Γαλλία προσφέρουν στην Ελλάδα διαβεβαιώσεις υποστήριξης σε περίπτωση ιταλικής εισβολής. Μόλις έναν μήνα μετά το ιταλικό προγεφύρωμα στην Αλβανία, ο Γκαλεάτσο Τσιάνο (πολιτικός, διπλωμάτης, γαμπρός και υπουργός Εξωτερικών του Μουσολίνι) παρουσιάζει ξεκάθαρα τον ιταλικό στρατηγικό στόχο γράφοντας στο ημερολόγιό του: «Τα δημόσια έργα στην Αλβανία έχουν ξεκινήσει καλά. Ολοι οι δρόμοι οι οποίοι χαράχθηκαν κατευθύνονται προς τα ελληνικά σύνορα. Ετσι διέταξε ο Ντούτσε διότι κατέχεται σοβαρά από την ιδέα να επιτεθεί κατά της Ελλάδας σε πρώτη ευκαιρία».

Η κλιμακούμενη ένταση μεταξύ των δύο χωρών αντανακλάται στη συνάντηση του Μεταξά με τον τότε Ιταλό πρέσβη στην Ελλάδα, Εμανουέλε Γκράτσι, στις 21 Αυγούστου 1939, που ξεφεύγει του διπλωματικού πρωτοκόλλου. Στην κατηγορία του Γκράτσι περί φιλοβρετανικών θέσεων και αποδοχής των γαλλοβρετανικών εγγυήσεων, ο Μεταξάς απαντά ότι εκείνες προσφέρθηκαν μονομερώς, αντιτείνοντας τις δημόσιες ομιλίες του Ιταλού στρατηγού Μαντόλιο στην Αλβανία περί επεκτάσεως των αλβανικών συνόρων και την υποδοχή του Τσιάνο στη γειτονική χώρα με πινακίδες που έγραφαν Κόσοβο και Τσαμουριά: «…πώς θέλετε να πείσωμεν τον ελληνικόν λαόν ότι ουδένα διατρέχει κίνδυνον από την Ιταλίαν, όταν οι στρατιώται σας οι μεταφερόμενοι εις την Δωδεκάνησον τραγουδούν ένα ιδιαίτερο τραγούδι: θα αποβιβαστούμε στον Πειραιά και θα κατακτήσουμε ολόκληρο το Αιγαίο; Οταν οι αξιωματικοί και στρατιώται σας εις την Αλβανίαν ομιλούν καθημερινώς περί εισβολής εις την Ελλάδαν;».

Διαβεβαιώσεις
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ο Μουσολίνι σπεύδει να διαβεβαιώσει προσωπικά ότι η χώρα του θα απέχει από τον πόλεμο κρατώντας γραμμή ουδετερότητας. Μετά την πτώση του φασισμού, ο Γκράτσι, με άρθρο του σε ιταλική εφημερίδα, τον Ιούλιο του 1945, περιγράφει το παρασκήνιο εκείνου του εγγράφου: «Νομίζω όμως ότι μετά την Ιταλίαν, εις ουδεμίαν άλλην χώραν η “μη εμπόλεμός μας στάσις” εγένετο δεκτή μετά μεγαλυτέρας χαράς όσο εις την Ελλάδα… Από μακρών ήδη μηνών, μετά την απόβασίν μας εις την Αλβανία, ο ελληνικός λαός κατετρύχετο από τον φόβον της επιθέσεώς μας εναντίον της. Εάν η διακηρυχθείσα μη εμπόλεμος στάσις μας είχεν εξαλείψει τον δεύτερον εκ των κινδύνων τους οποίους εφοβούντο οι Ελληνες, η υποχρέωσις την οποίαν ανελάμβανεν ο Μουσολίνι διά του εγγράφου του γραφέντος υπ’ εμού, καθ’ υπαγόρευσίν του, και το οποίον είχον επιφορτισθή ν’ ανακοινώσω εις τον Πρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως, τον Στρατηγόν Μεταξάν, ήρχετο ήδη να θέσει εκποδών τον πρώτον, τον φόβον τουτέστιν δράσεως εκ μέρους στρεφομένης κατά της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδος».
Αντίστροφη μέτρηση
Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι γνωρίζουν πως ο χρόνος προς την τελική σύγκρουση μετρά αντίστροφα, με τις δύο χώρες να προσπαθούν να πάρουν κατάλληλες θέσεις στη στρατιωτική σκακιέρα. Ο Μεταξάς δημιουργεί γραμμή άμυνας στα βόρεια σύνορα της χώρας, ενώ οι Ιταλοί επιδίδονται σ’ έναν ανελέητο πόλεμο προπαγάνδας με δημιουργία κλίματος έντασης, που θα παρουσίαζε τη στρατιωτική επέμβαση ως αναπόφευκτη και λυτρωτική. Οι αλβανικές εφημερίδες δημοσιεύουν «πληροφορίες» σύμφωνα με τις οποίες στην Ελλάδα μοιράζονται όπλα στους κατοίκους και οργανώνονται ένοπλες συμμορίες με στόχο την καταπίεση των «υπόδουλων» Αλβανών της Τσαμουριάς. Στην προσπάθεια αναζήτησης θυμάτων εντός ελληνικής επικράτειας, η αυτοκτονία κάποιου μουσουλμάνου, νοσηλευόμενου στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, μετατρέπεται σε δολοφονία, ενώ «ειδήσεις» περί δολοφονημένων μουσουλμάνων στην Ηπειρο, μέχρι να διαψευστούν -αφού αναφέρονταν σε φανταστικά πρόσωπα- έχουν κάνει άψογα τη δουλειά της προπαγάνδας, όπως την οραματίστηκε ο πρωτομάστοράς της, Γκέμπελς.

Δημοσιεύματα
Τα ψευδή δημοσιεύματα των αλβανικών εφημερίδων αναμεταδίδονται ταχύτατα από ιταλικά πρακτορεία ειδήσεων και εφημερίδες, που καλλιεργώντας ανθελληνικό κλίμα στην ιταλική κοινή γνώμη, περιγράφουν την Ελλάδα ως προπύργιο των βρετανικών συμφερόντων. Οι προξενικές μας αρχές στην Αλβανία κάνουν λόγο για ιταλικές στρατιωτικές κινήσεις στην ελληνοαλβανική μεθόριο, ενώ τα διπλωματικά μας γραφεία στην Ευρώπη βομβαρδίζουν την κυβέρνηση με πληροφορίες για επικείμενες ιταλικές επιθέσεις σε Κέρκυρα και Θεσσαλονίκη. Ακόμα και οι διαβεβαιώσεις του Γκράτσι στον Μεταξά, στις 6 Μαΐου, ότι ακόμα και σε περίπτωση πολέμου Αγγλίας – Ιταλίας, η δεύτερη δεν θα ενέπλεκε την Ελλάδα σ’ αυτόν, έχουν την καθοριστική υποσημείωση «εφόσον αύτη δεν καθίστατο αγγλική βάσις».
Ο «προδομένος» Μεταξάς
Τα αποτελέσματα της ιταλικής επιθετικότητας, της βρετανικής πολιτικής κατευνασμού και της ελληνικής ουδετερότητας έρχονται με τον βομβαρδισμό του «Ελλη» από ιταλικό υποβρύχιο, τον Δεκαπενταύγουστο του 1940, με τον πόλεμο να βρίσκεται στην τελική ευθεία. Η γερμανική προέλαση στην Ευρώπη φοβίζει το φασιστικό καθεστώς της Ρώμης ότι η καθυστερημένη είσοδος στον πόλεμο θα άφηνε ελάχιστα πολεμικά λάφυρα. Η αλαζονεία του Μουσολίνι συνδυάζεται με μια επικίνδυνη τύφλωση ισχύος, που τον κάνει να υποτιμά τον αντίπαλο και να εμπιστεύεται μόνο την προπαγάνδα του.

Η γερμανική παρουσία στα Βαλκάνια -περιοχή που ο Μουσολίνι θεωρεί σφαίρα ιταλικής επιρροής- μέσω της εισβολής στη Ρουμανία, στις 12 Οκτωβρίου 1940, δίνει στην Ιταλία το πράσινο φως για κήρυξη πολέμου κατά της Ελλάδας. Στις 15 Οκτωβρίου, σε συνεδρίαση που πραγματοποιείται στο Παλάτσο Βενέτσια, αποφασίζεται η εκστρατεία κατά της Ελλάδας. Ο Μουσολίνι βρίσκεται στην κορύφωση του παροξυσμού του, ονειρεύεται νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στη Μεσόγειο, διατάζει τον αρχηγό στρατευμάτων του στην Αλβανία «να μην ανησυχεί υπερβολικά διά τας απωλείας αι οποίαι τυχόν θα απητούντο» και πιστεύει ότι θα «δώσει ένα μάθημα στον Χίτλερ» που «θα μάθει από τις εφημερίδες την κατάληψη της Ελλάδας».
Ο Μεταξάς θεωρούσε ότι η ιδεολογική συνάφεια με τη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία θα γλίτωνε την τελευταία στιγμή τη χώρα από την πολεμική εμπλοκή. Ομως, λίγο πριν από τον θάνατό του, παραδέχεται την αποτυχία της πολιτικής της ουδετερότητας, κατηγορώντας για τον πόλεμο κατά της Ελλάδας τη Γερμανία και την Ιταλία για έλλειψη ιδεολογίας: «Ωστε και ο αντικομουνισμός ψεύτικος, και η ολοκληρωτικότητά τους ψεύτικη, και ο αντικοινοβουλευτισμός τους ψεύτικος, και η αντιπλουτοκρατία τους ψεύτικη και ό,τι άλλο παρόμοιο ψεύτικο. Αληθινό δε, είναι ένας διψασμένος ιμπεριαλισμός». Το ιταλικό τελεσίγραφο, το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου, θα ενταφιάσει τις μεταξικές ψευδαισθήσεις…

