Η παράνοια του πολέμου και οι αφανείς του ήρωες, κλεμμένα ιστορικά κειμήλια και βαθιές, προσωπικές εξομολογήσεις συνθέτουν το «μωσαϊκό» των ταινιών που διακρίθηκαν στο φετινό φεστιβάλ – και τις οποίες αξίζει να έχετε υπόψη.
Ταινίες μεγάλου μήκους
Χρυσό περιστέρι ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους (διεθνές διαγωνιστικό): Peacemaker (2025)

Άρωμα…Βαλκανίων είχε φέτος η απονομή βραβείων του Dok Leipzig, αφού το Χρυσό περιστέρι για ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους στο διεθνές τμήμα κέρδισε ο «Peacemaker» («Ειρηνοποιός») του Κροάτη Ivan Ramljak.
Ο δημιουργός καταπιάνεται με ένα παγκοσμίως γνωστό και πρόσφατο ζήτημα, τον πόλεμο Σερβίας – Κροατίας, εξετάζοντάς τον, όμως, υπό ένα διαφορετικό πρίσμα. Πρωταγωνιστής του ντοκιμαντέρ είναι ο Josip Reihl-Kir, αρχηγός της αστυνομίας του Όσιγιεκ στην ανατολική Σλαβονία, μία από τις πιο σκληρές ζώνες μάχης ήδη από την έναρξη του πολέμου το ’91. Από το νευραλγικής σημασίας πόστο του, ο Reihl-Kir ξεχώρισε για το ειρηνικό του πνεύμα και την συμβιβαστική, μετριοπαθή του στάση, προτιμώντας την πρόληψη από την καταστολή και τις διαπραγματεύσεις αντί για την σύγκρουση. «Ήταν ο μόνος με τον οποίο έμπαιναν σε διάλογο οι Σέρβοι», ακούμε στην ταινία.
Με όχημα την ιστορία του Reihl-Kir, ο σκηνοθέτης πραγματοποιεί μία πολύπλευρη, διεισδυτική ανασκόπηση των γεγονότων που σηματοδότησαν την έναρξη μίας αιματηρής σύρραξης – που, για τους Κροάτες, αποτελεί τον πόλεμο Ανεξαρτησίας της χώρας τους. Πλούσιο αρχειακό υλικό και αφηγήσεις από πέντε επιλεγμένα πρόσωπα μας μεταφέρουν το κλίμα της εποχής, ρίχνοντας φως στην προσωπικότητα του Reihl-Kir και άλλων σημαινουσών μορφών όπως ο Branimir Glavas, που υπήρξε ιδρυτής του εθνικιστικού κόμματος HDZ και πολέμιος του Kir, τον οποίο θεωρούσε «προδότη».
Το φιλμ τελειώνει με τη δολοφονία του Kir την 1η Ιουλίου του 1991 και το ερώτημα του τι μπορεί να πετύχαινε, εάν είχε ζήσει. Οι ομιλητές, δηλαδή ένας εθελοντής του Κροατικού Στρατού, ένας πρώην πράκτορας των υπηρεσιών ασφαλείας, μία τοπική πολιτικός, ένας δημοσιογράφος και η χήρα του Kir, δεν συμμερίζονται την ίδια άποψη. Θα έπιαναν άραγε τόπο οι προσπάθειες του αστυνομικού για αποκλιμάκωση, ή ήταν καταδικασμένος – ούτως ή άλλως – να αποτύχει; Αυτό είναι κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ, όμως οι σκέψεις που μας γεννά το φιλμ σίγουρα αξίζουν.
Πανόραμα: A Simple Soldier (2025)
Σχεδόν τέσσερα χρόνια κοντεύουν να συμπληρωθούν από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, που οδήγησε πολλούς Ουκρανούς να καταταγούν εθελοντικά στον στρατό της χώρας τους. Ανάμεσά τους και ο βραβευμένος κινηματογραφιστής Artem Ryzhykov που, μαζί με τον συνεργάτη του, Juan Camilo Cruz, μας παραδίδουν το καταιγιστικό ντοκιμαντέρ «A Simple Soldier» («Ένας απλός στρατιώτης»).
Στην αρχή του πολέμου, ο Ryzhykov κρατά το πολυβόλο του με δισταγμό και φόβο. Ο διοικητής της πρώτης μονάδας στην οποία κατατάσσεται αδυνατεί να καταλάβει την ανάγκη του Artem να κινηματογραφεί τα πάντα, βλέποντάς τον σαν εμπόδιο. «Η κάμερά μου είναι το όπλο μου», διατείνεται ο κινηματογραφιστής, «και όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα τελειώσει και το φιλμ μου». Από το Ιρπίν, προάστιο του Κιέβου, ως το Χάρκοβο, το Σιβέρσκ, το Μπαχμούτ και το Κουπιάνσκ, από την πρώτη ημέρα του πολέμου έως την 637η, ο ενθουσιασμός και η αφέλεια του Artem θα μετατραπούν σε κάτι άλλο.
Κορύφωση του έργου δεν αποτελεί – προφανώς – η λήξη του πολέμου, αλλά η διαπίστωση του τι πραγματικά σημαίνει να είσαι ένας απλός στρατιώτης, ένας απλός άνθρωπος, που βρέθηκε ξαφνικά να πολεμά στην πρώτη γραμμή. Ο Artem δεν είναι ο μοναδικός «απλός στρατιώτης», την πορεία του οποίου παρακολουθεί το φιλμ: Ανάμεσα στους συντρόφους του ξεχωρίζει η Μάρτα, μία γυναίκα εθελόντρια, για την οποία η συμμετοχή στον πόλεμο είναι απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε τα παιδιά της «να μπορέσουν να ζήσουν σε μία κυρίαρχη χώρα».
Η γυναικεία παρουσία είναι διάχυτη στο φιλμ, αφού η σύζυγος, η αδελφή και η μητέρα του Artem επικοινωνούν συχνά μαζί του, κυρίως μέσω βιντεοκλήσεων. Η εξέλιξη των διαλόγων του μαζί τους υπογραμμίζει την σταδιακή αλλοτρίωση και αποστασιοποίηση του στρατιώτη από την πραγματικότητα που βιώνει – μία αποστασιοποίηση που, αντί να υπονομεύει την αφήγηση, την κάνει ακόμη πιο συνταρακτική.
Αργυρό περιστέρι ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους και βραβείο καλύτερου ανερχόμενου δημιουργού: Elephants & Squirrels (2025)

Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Ελβετοί φυσιοδίφες Πάουλ και Φριτς Σαρασίν ταξίδεψαν στην Σρι Λάνκα, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους με εκατοντάδες πολύτιμα αντικείμενα: Εξωτικά ζώα, τελετουργικές μάσκες, έργα τέχνης, οστά και κρανία ανθρώπων, πολλά εκ των οποίων ανήκαν στους Vedda, μία φυλή που αποτελεί μειονότητα στην ίδια της τη χώρα.
Το ντοκιμαντέρ του Ελβετού σκηνοθέτη Gregor Brändli ακολουθεί την Σριλανκέζα καλλιτέχνιδα Deneth Piumakshi Veda Arachchige, η οποία, 137 χρόνια μετά το πλιάτσικο, αποφασίζει να ηγηθεί των διαπραγματεύσεων για τον επαναπατρισμό των αντικειμένων. Με υπομονή, η Arachchige πραγματοποιεί το ταξίδι των Σαρασίν και συστρατεύεται με τον αρχηγό των Vedda, προκειμένου να πείσουν δύο ελβετικά μουσεία να τους επιστρέψουν τα «προγονικά λείψανα», όπως τα αποκαλούν.
Δύο κόσμοι συγκρούονται και, εν τέλει, γεφυρώνονται ( ; ) στο φιλμ του Brändli, που δίνει χώρο σε όλες τις πλευρές για να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους: Από την μία, η Arachchige και ο αρχηγός των Vedda μιλούν για σώματα προγόνων, που «πρέπει να ταφούν στη γη που τα έθρεψε», ενώ οι Ελβετοί επικαλούνται ως και τον… Χέγκελ για να αντικρούσουν τα αιτήματα των Σριλανκέζων.
Τόσο η ματιά του ντοκιμαντερίστα, όσο και η ίδια η ιστορία που μάς παρουσιάζει αποτελούν μία ενδιαφέρουσα συνεισφορά στις συζητήσεις περί (πνευματικής) ιδιοκτησίας και πολιτιστικής κληρονομιάς, που επανέρχονται με νέα «ορμή» στην εποχή μας.
Ειδικά βραβεία ver.di και DEFA: The Woman Who Poked the Leopard (2025)

Ένας «δυνατός» πρωταγωνιστής είναι συχνά αρκετός για να κάνει συναρπαστική και αξιομνημόνευτη μία ταινία μυθοπλασίας – πολλώ δε μάλλον, ένα ντοκιμαντέρ. «Η γυναίκα που σκούντηξε την λεοπάρδαλη» (όπως είναι ο τίτλος αυτού του φιλμ από την Ουγκάντα) πρόκειται για την καθηγήτρια πανεπιστημίου, ακτιβίστρια και ποιήτρια Στέλλα Νιάνζι, που τα έβαλε με τον επί μακρόν ηγέτη της χώρας, Γιουέρι Μουσεβένι.
Η ταινία ξεκινά με ένα «σόκιν» ποίημα που η Νιάνζι έγραψε κάποτε εναντίον του Μουσεβένι, το οποίο οδήγησε στην σύλληψη, καταδίκη και φυλάκισή της. Στην συνέχεια, την παρακαλοθούμε καθώς ενορχηστρώνει τον προεκλογικό της αγώνα – αφού, μετά την αποφυλάκισή της, η Νιάνζι αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα ως ανεξάρτητη βουλευτής. Σύμμαχοi σε αυτή την διόλου… λαμπερή καμπάνια είναι κάποιοι φίλοι, οι γείτονες και τα παιδιά της. Η κόρη της την βάφει και διαλέγει τα ρούχα για τις ομιλίες της, ενώ οι δύο γιοι της κολλάνε αφίσες και…γκρινιάζουν που τους τρώει χρόνο από το ποδόσφαιρο με τους φίλους τους.
Η Νιάνζι ανήκει αναμφίβολα στην κατηγορία αυτή των ανθρώπων, των οποίων η παρουσία είναι τόσο σαρωτική, που κανείς δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος απέναντί τους. Από πλευράς της, η σκηνοθέτις Patience Nitumwesiga καταφέρνει να μεταδώσει μέσα από τον φακό της την ενέργεια αυτή στον θεατή – επιτρέποντάς μας να έρθουμε κοντά όχι μόνο στην ίδια την Νιάνζι, αλλά και στην κοινωνία μίας χώρας για την οποία οι περισσότεροι Ευρωπαίοι γνωρίζουμε ελάχιστα.
Αν και, προφανώς, αντιμετωπίζει την ηρωίδα της με συμπάθεια, η Nitumwesiga δεν επιχειρεί μία «αγιογραφία» της Νιάνζι, αλλά μία γλαφυρή απεικόνιση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου σαν κι αυτή, που τολμά να τα βάλει με το «σύστημα» από θέση μη ισχύος. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου τα τρία παιδιά της Νιάνζι τής παραπονιούνται για το γεγονός ότι τα παραμελεί συναισθηματικά, καθώς τάσσεται πλήρως στον πολιτικό της αγώνα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το κοινό του Dok Leipzig παρέμεινε αμίλητο στις θέσεις του για λίγα λεπτά μετά την προβολή, προσπαθώντας να επεξεργαστεί αυτό που είδε…
Ταινίες μικρού μήκους και animation
Χρυσό περιστέρι μικρού μήκους (γερμανικό τμήμα: «Boma a Bopa» (2025)

Boma a Bopa, δηλαδή «η γιαγιά και ο παππούς», είναι ο λιτός τίτλος της μικρού μήκους ταινίας από το Λουξεμβούργο που κέρδισε το Χρυσό Περιστέρι. Εξίσου λιτή είναι και η συγκινητική ταινία της σκηνοθέτιδος Jana Rothe, την οποία συνοδεύουμε σε μία επίσκεψη στη γιαγιά και τον παππού.
Η γιαγιά χτενίζει τα μαλλιά της εγγονής και η εγγονή βάφει τα νύχια της γιαγιάς, ενώ ακούνε ειδήσεις και ποπ επιτυχίες ραδιόφωνο. «Τι σου είπε ο γιατρός;», ρωτάει η Γιάνα. «Αρχή άνοιας», απαντά με απλότητα η γιαγιά. Στο διπλανό δωμάτιο, ο παππούς προσπαθεί αδέξια να σιδερώσει τα ρούχα του – άραγε για πρώτη φορά;
Μαγειρική, βιντεοπαιχνίδια και αναδρομή στα παλιά, οικογενειακά άλμπουμ συναπαρτίζουν το πορτραίτο μίας οικογένειας που ψάχνει την ισορροπία ανάμεσα στο «να συνεχίσουμε τις ζωές μας» και στην προσαρμογή σε μία νέα πραγματικότητα.
Χρυσό περιστέρι μικρού μήκους (διεθνές διαγωνιστικό): Después del silencio (2024)

Μία συζήτηση με τη γιαγιά της σκηνοθέτιδος αποτελεί τον «πυρήνα» και αυτής της μικρού μήκους, η οποία καταπιάνεται με ένα επίσης πολύ ευαίσθητο θέμα. Έξι χρόνια μετά την σεξουαλική της κακοποίηση από συγγενή, η κολομβιανής καταγωγής Matilde-Luna Perotti σπάει την σιωπή της και ζητά από τη γιαγιά της να μιλήσουν για το θέμα που όλη η οικογένεια γνωρίζει, αλλά αποφεύγει συστηματικά να αντιμετωπίσει.
Άρνηση, ενοχοποίηση του θύματος και ντροπή: Όλα τα μοτίβα που γνωρίζουμε και πάντοτε συνόδευαν τη (δημόσια) συζήτηση γύρω από την κακοποίηση των γυναικών, αναδύονται σε αυτό τον σύντομο, αλλά συγκλονιστικό διάλογο γιαγιάς – εγγονής. «Να σε ρωτήσω κάτι; Εσένα σου συνέβη ποτέ κάτι παρόμοιο;», ρωτά η Matilde τη γιαγιά της προς το τέλος. Μόνο τότε εκείνη λυγίζει και απαντά, μετά από μία μικρή παύση: «Ζητώ συγγνώμη εκ μέρους του […] για ό,τι σου έκανε».
Χρυσό περιστέρι animation μεγάλου μήκους: Endless Cookie (2025)

Τα βραβεία του φετινού Dok Leipzig είναι σε μεγάλο βαθμό…οικογενειακή υπόθεση, αφού πίσω από το βραβευμένο μεγάλου μήκους animation «Endless Cookie» βρίσκονται δύο αδέλφια από τον Καναδά: Ο δημιουργός κινουμένων σχεδίων Seth Scriver και ο μεγαλύτερος, ετεροθαλής αδελφός του, Peter, που συνυπογράφει την σκηνοθεσία.
Μέσα από οικογενειακές ιστορίες και ανέκδοτα, η ταινία κάνει μία διαφορετική αναδρομή στην ιστορία του Καναδά, με επίκεντρο την καθημερινότητα της γηγενούς φυλής των Κρι – από την οποία προερχόταν η μητέρα του Peter. Άγρια ζώα, τοπικοί θρύλοι, εφηβική αλητεία, υπερβατικό χιούμορ και αιχμηρός κοινωνικοπολιτικός σχολιασμός συνθέτουν μία ιδιαίτερη, συνειρμική αφήγηση, ο σουρεαλισμός της οποίας αποδίδεται κατάλληλα με τη χρήση του animation (κινούμενα σχέδια).

