Αλλωστε, ακόμα μετράμε τις πληγές του «Ντάνιελ», οι οποίες προστίθενται στις απώλειες και στις καταστροφές του «Ιανού» και της «Αντέλ». Κάθε ακραίο φυσικό φαινόμενο πιέζει τις υποδομές που είχε πιέσει το προηγούμενο και αυξάνει το κόστος που ήταν ήδη αυξημένο. Ενα κόστος που ποτέ δεν είναι το τελικό, αφού στις άμεσες ζημιές προστίθενται οι μακροπρόθεσμες απώλειες των οικοσυστημάτων, των δημόσιων υποδομών, της παραγωγικότητας. Συμβαίνει παντού.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη μεγάλης αντασφαλιστικής εταιρίας (Munich Re), οι οκτώ στις δέκα μεγαλύτερες βιομηχανικές χώρες του κόσμου αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερες απώλειες από καιρικά φαινόμενα ως ποσοστό του ΑΕΠ τους σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1980. Ακραίοι καύσωνες, πλημμύρες, καταστροφικές πυρκαγιές και τυφώνες ασκούν τεράστιες οικονομικές πιέσεις σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία, ο Καναδάς, η Ιταλία, η Γαλλία.
Να το δούμε και σε αριθμούς; Μεταξύ 2020 και 2025 οι ΗΠΑ κατέγραψαν μέσες ετήσιες απώλειες ίσες με 0,54% του ΑΕΠ, η Γερμανία έφτασε το 0,29% και η Ινδία το 0,28%. Στη γλώσσα των χρημάτων αυτό μεταφράζεται σε περίπου 150 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, 14 δισεκατομμύρια δολάρια στη Γερμανία και 9 δισεκατομμύρια δολάρια στην Ινδία, προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό.
Τι μπορεί να γίνει για να αποτραπεί αυτό το οικονομικό κόστος; Να διοχετευθούν οι πηγές χρηματοδότησης στην ανθεκτικότητα των υποδομών, δηλαδή στα έργα πρόληψης, έτσι ώστε να προστατευτούν ανθρώπινες ζωές και περιουσίες και να αποτραπεί το πολύ υψηλότερο κόστος αποκαταστάσεων και αποζημιώσεων για τα κράτη σε βάθος χρόνου. Μάλιστα, ένα από τα ενδιαφέροντα σημεία της μελέτης είναι ότι οι ιλιγγιώδεις οικονομικές απώλειες δεν διαμορφώνονται μόνο από τα ακραία φυσικά φαινόμενα, αλλά από τα λιγότερο δραματικά αλλά ολοένα και συχνότερα φαινόμενα όπως είναι μια σειρά «συνηθισμένων για την εποχή» καταιγίδων.
Τι γίνεται στην Ελλάδα; Πριν από μερικούς μήνες ο γνωστός ακαδημαϊκός Χρήστος Ζερεφός έλεγε ότι το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία από τις φυσικές καταστροφές θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 200 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια, αλλά θα μπορούσε να μειωθεί στο μισό αν υπάρξει αποτελεσματική προσαρμογή. Μέχρι τότε ποιος πληρώνει τον λογαριασμό; Το ασφαλιστικό κενό που υπάρχει στην Ελλάδα μετατοπίζει το βάρος στο κράτος και στους ίδιους τους πολίτες. Οι προσπάθειες που έγιναν για αύξηση της διείσδυσης της ιδιωτικής ασφάλισης, με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ για τις ασφαλισμένες κατοικίες, αύξησε λίγο το ποσοστό όχι όμως όσο θα έπρεπε ή όσο θα μπορούσαμε.