Κάπως έτσι είναι και οι εκκολαπτόμενες -υποτίθεται- αλλαγές που αναμένονται στο πολιτικό σκηνικό που -υποτίθεται- θα φέρουν οι Σαμαράς, Τσίπρας, Καρυστιανού και ό,τι άλλο φημολογείται ότι είναι πιθανό να εμφανιστεί το αργότερο μέσα στο διάστημα τριών-τεσσάρων μηνών πριν από τις επόμενες εκλογές. Οσοι από τους παραπάνω και αν σκέφτονται, τελικώς, να κάνουν το επόμενο βήμα για την ίδρυση κόμματος και ό,τι αυτή συνεπάγεται για το μέλλον, αλλά και την πολιτική τους υστεροφημία, φαίνεται πως είναι στη φάση που βρίσκονταν τα παλιά διευθυντικά στελέχη των εφημερίδων: Αναζητούν το κεντρικό αφήγημα, τον τίτλο δηλαδή, και μετά τη στελέχωση και όλα τα υπόλοιπα που θα υπηρετούν το αφήγημα.
Στην τριάδα των υπό σκέψη ιδρυτών κόμματος είναι βεβαίως και ο ήδη έχων τον τίτλο του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Νίκος Ανδρουλάκης. Υπό διαφορετικό ρόλο, βεβαίως, ακόμα και αν δεν έχει καταφέρει να εστιάσει σε κάποιο πειστικό αφήγημα πέρα από τη διαρκή και μονότονη αντι-μητσοτακική ρητορική την οποία μετέρχεται με κάθε ευκαιρία, είτε κολλάει είτε όχι. Το πρόβλημά του, όπως έγραψε και χθες ο «Ε.Τ.», είναι ότι σχεδόν το μισό του κόμμα αλληθωρίζει προς τον Αλέξη Τσίπρα. Η δήλωση της Ράνιας Θρασκιά, ότι ο Αλ. Τσίπρας μπορεί να είναι συνομιλητής του ΠΑΣΟΚ, επιβεβαιώνει για αυτονόητους λόγους τη δυσχερή θέση του προέδρου της.
Παρ’ όλα αυτά και μέσα σε όλη αυτή την αντιπολιτευτική φουρτούνα που δεν φαίνεται να κοπάζει, το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχει ο ίδιος ο Αλ. Τσίπρας. Η ακραία φιλοδοξία του για επάνοδο, όπως δείχνουν οι μέχρι στιγμής διαρροές -επίσημες και ανεπίσημες- από το περιεχόμενο του βιβλίου του, πατάει στη γνωστή συνταγή της θυματοποίησης του αγνού ελληνικού λαού και του ίδιου ως αγωνιστή των υψηλών ιδανικών, από τα ισχυρά συμφέροντα -τα γνωστά «ντόπια και ξένα αφεντικά». Αυτός ο ακριβοπληρωμένος και τοξικός αντιμνημονιακός λόγος του αντιδυτικού θυμού και της οργής που κατορθώνει εις βάρος του ορθολογισμού και της σοβαρότητας να πετυχαίνει τη σύγκλιση ακροαριστερών και ακροδεξιών σχηματισμών.
Στη συλλογική μνήμη έχει καταγραφεί η περίφημη ατάκα του Αλέξη Τσίπρα, τον Φεβρουάριο του 2012, όταν με περισπούδαστο και συνάμα αγωνιστικό ύφος είχε αποφανθεί ότι: «Κάποιοι Ελληνες δεν πρέπει να είναι και τόσο Ελληνες…». Στην εποχή όπου η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω της αυτές τις σκοτεινές εποχές και αντιμετωπίζει τις προκλήσεις ενός δύσκολου παγκόσμιου μέλλοντος, τα αντιμνημονιακά ιδεολογικά πρότυπα είναι τόσο πειστικά όσο και το εγκλωβισμένο περιστέρι στο μπαλκόνι του κ. Τσίπρα που, απελευθερώνοντάς το, αναδύθηκε και οι οιωνός για το πολιτικό του μέλλον…