Το πλεονέκτημα του να μπορείς να εργάζεσαι σε όποιο μέρος εσύ επιθυμείς, με μόνο εργαλείο τον προσωπικό σου υπολογιστή, είναι αυτό που καθορίζει και τη ζωή των δύο κεντρικών ηρώων του Βιντσέντζο Λατρόνικο (γεν. 1984) στο τελευταίο του έργο με τον ερεθιστικό τίτλο «Η τελειότητα».
Το σύντομο αυτό μυθιστόρημα, μέχρι στιγμής το μόνο εκ των έξι συμπεριληφθέντων στη βραχεία λίστα του Διεθνούς Βραβείου Booker 2025 που μπορούμε να απολαύσουμε στα ελληνικά, κυκλοφορεί ήδη από τις εκδόσεις Loggia σε μετάφραση Δήμητρας Δότση, η οποία αναμετρήθηκε επιτυχώς με την απόδοση απαιτητικών νεολογισμών και του σκοπίμως αποστασιοποιημένου ύφους του πρωτοτύπου.
Η πλοκή του έργου είναι απλή: η Αννα και ο Τομ κατάγονται από την Ιταλία, ενηλικιώθηκαν την εποχή του Διαδικτύου και από μικροί ασχολούνταν με τον θαυμαστό κόσμο του και τις αμέτρητες μαγευτικές δυνατότητες που προσφέρει. Ζευγάρι και «αυτοκόλλητοι» από πολύ νεαρή ηλικία· σε σύνολο 144 σελίδων δεν έχουμε ούτε ένα διαλογικό χωρίο, προκειμένου ο αναγνώστης να τους αντιμετωπίσει ως μονάδα. Αγαπημένοι αλλά ουσιαστικά όχι και τόσο πια ερωτευμένοι: «Δεν αμφέβαλαν ποτέ ότι θα γερνούσαν μαζί. Εκαναν κακό σεξ και όχι συχνά», αναφέρεται χαρακτηριστικά (σελ. 49).
Εχουν αξιοποιήσει τις ικανότητές τους στην Πληροφορική και έχουν εγκατασταθεί στο Βερολίνο. Ξένοι ανάμεσα σε ξένους, ζουν μία υπέροχη, στα μάτια όσων έχουν μείνει πίσω στην πατρίδα και όσων τους παρακολουθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ζωή και συναναστρέφονται αποκλειστικά νεαρά άτομα από άλλες χώρες της Ευρώπης που ζουν και εργάζονται στη γερμανική πρωτεύουσα. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους το περνούν στο σπίτι ή σε αισθητικά προσεγμένα και όμορφα καφέ, κολλημένοι στις οθόνες των υπολογιστών τους, ενώ το υπόλοιπο σε πολιτιστικά events και μοντέρνα μαγαζιά.
Τα θέματα που τους απασχολούν είναι όσα είναι δημοφιλή στη «φούσκα» που αποτελεί την κοινότητά τους: η χορτοφαγία, ο φεμινισμός, τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, ο ακτιβισμός, το Μεταναστευτικό και όσα διαδραματίζονται στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Η συμμετοχή και η γνώση τους για το τι συμβαίνει στη Γερμανία είναι μηδαμινή. Περισσότερο ενδιαφέρονται, ενημερώνονται και συζητούν για τα όσα συμβαίνουν πίσω στην πατρίδα τους και για τα όσα οι «New York Times» και ο «Guardian» θεωρούν σημαντικά. Αλλωστε δεν μπαίνουν καν στον κόπο να μάθουν τη γλώσσα της χώρας στην οποία διαμένουν, καθώς όλοι συνεννοούνται μεταξύ τους στα αγγλικά. Η επιστροφή τους στην Ιταλία στις περιόδους των γιορτών τούς γεμίζει νοσταλγία, αλλά συνάμα αντιμετωπίζουν συγκαταβατικά την τακτοποιημένη, προγραμματισμένη ζωή των παλιών φίλων και συμμαθητών τους: εκείνοι είναι οι «επιτυχημένοι» που ζουν στην πολυπολιτισμική πρωτεύουσα.

Πίσω, όμως, από τα άψογα ενσταντανέ στις διαδικτυακές πλατφόρμες κρύβεται μία άλλη πραγματικότητα: ρούχα και πιάτα που στοιβάζονται άπλυτα και δεν χωράνε στο καλαίσθητο κάδρο του φυτού στο σαλόνι τους ή του περιοδικού που φωτογραφίζουν προσεκτικά τοποθετημένο στον καναπέ τους. Η ζωή του Τομ και της Αννας είναι μάλλον βαρετή, τα χρήματα που βγάζουν όχι και τόσο πολλά, οι παρέες τους δεν είναι σταθερές και ουσιαστικές, καθώς ο ένας μετά τον άλλον οι φίλοι τους αρχίζουν να δυσκολεύονται οικονομικά, να μην μπορούν να πληρώσουν τα διαρκώς αυξανόμενα ενοίκια ή να βρουν εργασία και επιστρέφουν στις πατρίδες τους ή εγκαταλείπουν το Βερολίνο για κάποια άλλη πόλη με καλύτερες προοπτικές.
Οι ίδιοι νιώθουν να βαλτώνουν και γι’ αυτό αποφασίζουν να εγκατασταθούν και να εργαστούν προσωρινά στη Λισαβόνα, κατόπιν στη Σικελία, όπου θα δουν τις δυνάμεις τους να τους εγκαταλείπουν και τη σχέση τους να φθείρεται, και, αφότου επιστρέψουν για λίγο στο σπίτι τους στο Βερολίνο, να επαναπατριστούν και να μετατρέψουν το κτήμα που αιφνίδια κληρονομεί η Αννα σε άψογη ξενοδοχειακή εγκατάσταση, που δεν θα απογοητεύει τους πελάτες, γιατί θα μοιάζει «ακριβώς όπως στις φωτογραφίες».
Το βιβλίο ανοίγει με προμετωπίδα μία φράση από «Τα πράγματα», του Ζορζ Περέκ (μτφρ. Δέσποινα Ψάλλη, εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 1987). Οπως ο Περέκ, ο Λατρόνικο παίζει με τους χρόνους και ξεκινά το βιβλίο του με μία εκτενή περιγραφή ενός εσωτερικού χώρου (εδώ των αναρτημένων στο Διαδίκτυο φωτογραφιών του διαμερίσματος του Τομ και της Αννας) και προβαίνει σε εύστοχα, έμμεσα κοινωνιολογικά σχόλια με υποδόριο, αποδομητικό χιούμορ. Αλλωστε, όπως έχει δηλώσει ο συγγραφέας, η «Τελειότητα» συνομιλεί προγραμματικά με το αριστούργημα του Περέκ: όπως η Σιλβί και ο Ζερόμ, το ζευγάρι που ζει και βιοπορίζεται στην Πόλη του Φωτός τη δεκαετία του ’60 και ευελπιστούν πως η απόκτηση των υλικών αγαθών που βλέπουν στις διαφημίσεις θα γεμίσει την άδεια ζωή τους, έτσι και η Αννα με τον Τομ επιτρέπουν στην ευτυχία τους να καθορίζεται από το πόσο η τέλεια ζωή που προβάλλουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βρίσκει ανταπόκριση.
Με δύο λόγια, είναι «ευτυχισμένοι» όταν οι τρίτοι πιστεύουν γι’ αυτούς ότι διάγουν μία τέλεια ζωή, είναι «ευτυχισμένοι» όταν κρύβουν το υπαρξιακό τους άγχος και το αίσθημα κενού που τους διακατέχει κάτω από το χαλάκι και δείχνουν στους άλλους ότι είναι ευτυχισμένοι. Πόσο ρεαλιστική, πόσο επιθυμητή και πόσο χρονοβόρα και ψυχοφθόρα είναι, εντέλει, η αναζήτηση της τελειότητας; αναρωτιέται ο αναγνώστης, καθώς παρακολουθεί τον Τομ και την Αννα να κυνηγούν το επόμενο άρτια σκηνοθετημένο ινσταγκραμικό καρέ. Οχι της αληθινής τελειότητας (και ευτυχίας), αλλά της διαδικτυακής, αυτής που προβάλλουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα αρχίσει, όντως, να επικρατεί στη ζωή μας.
Απόσπασμα (σελ. 59): «Ζούσαν δύο ζωές. Υπήρχε η απτή πραγματικότητα που τους περιέβαλλε και υπήρχαν και εικόνες. Και τους περιέβαλλαν και αυτές».
Αντλεί έμπνευση μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες
Millennial, όπως οι ήρωές του, ο Λατρόνικο αντλεί από την προσωπική του εμπειρία στο Βερολίνο, τη νέα μοδάτη παγκόσμια μητρόπολη, όπου έζησε από το 2009 έως το 2023, και υπογράφει ένα μυθιστόρημα πρωτίστως ευρωπαϊκό παρά ιταλικό: οι ήρωές του κατάγονται από «μία περιφερειακή πόλη του ευρωπαϊκού Νότου», αλλά ζουν στη γερμανική πρωτεύουσα. Θα μπορούσαν, όμως, να ζουν και να ασκούν το δημιουργικό επάγγελμα του digital creator (ή web developer ή graphic designer… σε κάθε περίπτωση ο επαγγελματικός τους τίτλος θα ήταν στα αγγλικά) σε οποιαδήποτε αρκούντως στιλάτη ή ορθότερα hipster, για τα δεδομένα τους, πόλη της Γηραιάς Ηπείρου. Οι ψηφιακοί αυτοί νομάδες δεν εργάζονται απαραίτητα για τη χώρα στην οποία διαμένουν, πολύ συχνά οι παραγγελίες που εκτελούν προέρχονται από την πατρίδα τους ή από άλλες μικρότερες αγορές. Αυτό που θέλουν, όμως, και αυτό που θέλουν να τους δουν οι άλλοι να κάνουν είναι να ζουν στο Βερολίνο. Ο σαραντάχρονος συγγραφέας και μεταφραστής τοποθετεί τους ήρωές του στην πιο ταιριαστή, για την αισθητική της γενιάς του, πόλη, εκεί όπου υπάρχουν πάντα νέα φεστιβάλ και συναυλίες να παρακολουθήσουν, εγκαίνια εκθέσεων να παρευρεθούν, νέα εστιατόρια και καφέ να επισκεφθούν και νέοι άνθρωποι να γνωρίσουν.

