Μια διαδρομή πλούσια, που ο ίδιος είχε συμπεριλάβει στο βιβλίο του, την αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», όπου όχι μόνο διηγήθηκε την πορεία του, αλλά και εξαιρετικές ιστορίες. Τον είχαμε συναντήσει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, όπου έγινε η παρουσίαση του βιβλίου τον φετινό Ιανουάριο. Με το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό που τον χαρακτήριζαν ως την ύστατη ώρα μας είχε πει τότε, απαντώντας στο γιατί αποφάσισε στα 80 του χρόνια να γράψει τη ζωή του:
«Μην πείτε ότι αυτοβιογραφούμαι στα γεράματα… Δεν έχω σταματήσει να αυτοβιογραφούμαι στη ζωή μου. Στα τραγούδια, στα προγράμματά μου, χώνω όπου μπορώ και ιστορίες αυτοβιογραφικές. Μου αρέσει να ακούω και να λέω ιστορίες. Ο άνθρωπος όταν λέει ιστορίες από τη ζωή του γίνεται πιο αληθινός».
Σε παλιότερη συνέντευξή του, τον Οκτώβριο του 2014, στον «Ε.Τ.» και στη γράφουσα, για τη σχέση του με τον χρόνο είχε δηλώσει με ειλικρίνεια: «Η σχέση μου με τον χρόνο ποικίλλει… Διότι, αν με βάλουν πάνω σε μία σόμπα, το δευτερόλεπτο μου φαίνεται αιώνας. Αντίθετα, αν είμαι αγκαλιά με ένα πρόσωπο που αγαπώ, τότε οι δύο ώρες περνούν σαν να ήταν ένα λεπτό μόνο…».
Ο πληθωρικός Διονύσης Σαββόπουλος είχε κατέβει για πρώτη φορά στην Επίδαυρο και στο αρχαίο της θέατρο το 2013, για να παρουσιάσει τον Ιούλιο τον «Πλούτο», έχοντας τετραπλό ρόλο. Οχι μόνο πρωταγωνίστησε στον «Πλούτο», αλλά επίσης πήρε το βάπτισμα ως σκηνοθέτης, ενώ παράλληλα έβαλε την υπογραφή του στη μετάφραση και, βέβαια, στη μουσική της παράστασης.
Σε σχετική, άλλη συνέντευξη που είχε δώσει στον «Ε.Τ.» και στη γράφουσα, έλεγε για τον τετραπλό του ρόλο: «Εχω κάποια πείρα μεταφραστή από το παρελθόν. Είχα μεταφράσει τους “Αχαρνής” το 1975, τα χορικά του “Πλούτου” το 1985 και είχα μεταφράσει στα ελληνικά δέκα αγγλικά τραγούδια και δύο ιταλικά, στο “Ξενοδοχείο”, το 1996. Υπήρξα και ένα είδος σκηνοθέτη στις δουλειές μου. Αν προσέξατε, λίγο- πολύ, όλα μου τα μουσικά προγράμματα ήταν κάπως σκηνοθετημένα, όχι μόνο από την άποψη της ροής των τραγουδιών, αλλά και από τις θέσεις των μουσικών, τον σκηνικό διάκοσμο, τα φώτα ή τις πρόζες που ξεφύτρωναν ανάμεσα στα τραγούδια. Αλλά, βέβαια, ποτέ δεν έκανα κάτι για ένα τόσο μεγάλο και τόσο ιστορικό θέατρο. Η Επίδαυρος είναι σαν να κατέβηκε διαστημόπλοιο. Εκεί κατεβαίνουν κάθε καλοκαίρι χιλιάδες Eλληνες, για να συναντηθούν σ’ αυτό το αρχαίο θέατρο που χρόνια τώρα λειτουργεί σαν το Κρυφό Σχολειό μας. Τι να θέλω; Θέλω να φτιάξω κάτι ωραίο, κάτι γελαστό, που να μας γλυκάνει και να βοηθήσει την αλλαγή που συντελείται μέσα μας σιγά σιγά».

