Σήμερα, περίπου 200 χρόνια συνθέτουν την ιστορία του κτιρίου της Βουλής των Ελλήνων. Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού γνωμοδότησε θετικά με παρατηρήσεις επί των μελετών αποκατάστασης των όψεων και συντήρησης των αρχιτεκτονικών διακοσμητικών στοιχείων του Μεγάρου της Βουλής σηματοδοτώντας την αρχή ενός νέου κεφαλαίου για το ιστορικό κτίριο. Από τις μελέτες προκύπτει ότι το εμβληματικό οικοδόμημα για την Ελλάδα και την πόλη της Αθήνας πάντα προσαρμοζόταν στις ανάγκες των εποχών και δεχόταν συνεχείς επισκευές. Μέχρι σήμερα οι επεμβάσεις και τα έργα είχαν περισσότερο σημειακό χαρακτήρα και ήταν απαντήσεις, κυρίως, σε επείγοντα θέματα που έθεταν η διάβρωση των υλικών και η φθορά του χρόνου. Το σχεδιαζόμενο έργο, σύμφωνα με τις εγκριθείσες μελέτες, θέτει προτάσεις που προσφέρουν για «πρώτη φορά ολιστική αντιμετώπιση» των προβλημάτων ετερογένειας και φθοράς των όψεων της Βουλής.

Αλλοιώσεις, φθορές
Οι μελέτες, που εκπόνησε το αρχιτεκτονικό γραφείο «Magnisali – Bilis Architects» προσδιορίζουν την έκταση των αλλοιώσεων και των φθορών στις όψεις του κτιρίου, τεκμηριώνουν τις προτεινόμενες επεμβάσεις προστασίας, συντήρησης και αποκατάστασης, καθώς και τις μεθόδους και τα υλικά που προβλέπεται να χρησιμοποιηθούν για την προστασία και την ανάδειξη των όψεων. Πάντως, οι κυριότεροι παράγοντες φθοράς τόσο των όψεων όσο και των εξωτερικών στοιχείων του διακόσμου είναι οι περιβαλλοντικές συνθήκες στις οποίες εκτίθενται συνεχώς, η φθορά του χρόνου, αλλά και από διάφορες επισκευές, καθαιρέσεις ή συμπληρώσεις εξωτερικά που έγιναν κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών. Η γενική εικόνα δομικής κατάστασης των όψεων του Μεγάρου χαρακτηρίζεται ως «εντυπωσιακά ικανοποιητική» και αυτό αποδίδεται, κυρίως, στο στιβαρό περιμετρικό κτίριο από την εποχή ανέγερσής του, στα υλικά κατασκευής και τα παρελθόντα προγράμματα εκτεταμένων επεμβάσεων και συντηρήσεων.

Σήμερα η όψη της Βουλής παρουσιάζει σημαντικά αισθητικά προβλήματα, λόγω χρωματικής ασυμβατότητας των επιμέρους επισκευών. Σε επικοινωνία του «Ε.Τ.» της Κυριακής με τον επικεφαλής του «Magnisali – Bilis Architects», δρα Θεμιστοκλή Μπιλή, αρχιτέκτονα μηχανικό, από την ανάλυση των χρωματικών στρωμάτων και τις χρωματομετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν διαπιστώθηκε ότι στις όψεις του κτιρίου εμφανίζονται περίπου «είκοσι πέντε διαφορετικές αποχρώσεις».
Στόχος στην εφαρμογή της μελέτης είναι η επίτευξη ενιαίας χρωματικής απόδοσης και η αποκατάσταση της αισθητικής συνοχής των όψεων, με σεβασμό στα ιστορικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του Μεγάρου της Βουλής. Η μελέτη για τη συντήρηση των διακοσμητικών στοιχείων του κτιρίου αφορά τα διατηρητέα μαρμάρινα και μεταλλικά στοιχεία των όψεων. Το κτίριο είναι χαρακτηρισμένο ως ειδικά προστατευόμενο μνημείο ήδη από τη δεκαετία του ’50. Μέσα από την τεκμηρίωση και την αρχιτεκτονική ανάλυση αναδεικνύονται η συναρπαστική ιστορία του κτιρίου, τα διαδοχικά στάδια διαμόρφωσής του έως τη σημερινή του μορφή, τα οποία διατρέχουν δύο αιώνες ζωής.

ΣΧΕΔΟΝ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Η κατασκευή, οι πυρκαγιές και η μετατροπή σε Κοινοβούλιο
Η όψη του κτιρίου προς την πλατεία Συντάγματος (δυτική) καταλαμβάνει 94 μέτρα και η όψη προς τον Εθνικό Κήπο (νότια ή μεσημβρινή) 75 μέτρα. Το κτίριο της Βουλής των Ελλήνων κατασκευάστηκε στο χρονικό διάστημα 1836-1840 και ήταν το βασιλικό ανάκτορο αρχικά του Οθωνα και στη συνέχεια του Γεωργίου του Α’. Σύμφωνα με τις βιβλιογραφικές πηγές, εργάστηκαν 520 άτομα, Ελληνες και ξένοι τεχνίτες όλων των ειδικοτήτων. Πρόκειται για το πιο επίσημο νεοκλασικό κτίριο της Αθήνας, σχεδιασμένο αρχικά για ανάκτορο του Οθωνα από τον διευθυντή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και επίσημο αρχιτέκτονα της βαυαρικής αυλής, Φρίντριχ φον Γκέρτνερ, ο οποίος και επέλεξε το σημείο, τον λόφο με το τοπωνύμιο Μπουμπουνίστρα. Οπως αναφέρεται, ο λόφος στον οποίο τοποθετήθηκε το παλάτι προσέφερε ανεμπόδιστη θέα προς τη θάλασσα, το ευρύτερο αττικό τοπίο και τα μνημεία.

Για την ανέγερση του οικοδομήματος μεταφέρθηκαν λίθοι από τον Υμηττό και τον Λυκαβηττό και από το όρος Πινακωτά, συνοικία της Αθήνας ανατολικά του λόφου του Στρέφη. Τα περισσότερα από τα απαιτούμενα για την οικοδομή ξύλα μεταφέρθηκαν από την Εύβοια.
Στο ανάκτορο πραγματοποιήθηκαν αρκετές αλλαγές τα επόμενα χρόνια και βασική αιτία ήταν οι πυρκαγιές. Η πρώτη μεγάλη πυρκαγιά ξέσπασε το 1884 και κατέστρεψε μεγάλο τμήμα της βόρειας πτέρυγας. Η δεύτερη πυρκαγιά, το 1909, κατέστρεψε ολοκληρωτικά την κεντρική πτέρυγα του ανακτόρου. Οι εργασίες αποκατάστασης θα ξεκινούσαν άμεσα, οι πολιτικές εξελίξεις, όμως, δεν θα επιτρέψουν την ολοκλήρωσή τους. Η κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, η δολοφονία του Γεωργίου του Α’ και η Μικρασιατική Καταστροφή θα οδηγήσουν σταδιακά στην αλλαγή της χρήσης του ανακτόρου. Αρχικά θα λειτουργήσει ως νοσοκομείο για τραυματίες πολέμου. Στη συνέχεια θα προστεθούν το ορφανοτροφείο, το δικαστήριο και οι δομές για τους πρόσφυγες. Εως το 1924 τα ¾ του κτιρίου χρησιμοποιούνται από δημόσιες υπηρεσίες, με εσωτερικές αλλαγές και διαρρυθμίσεις στους χώρους.


Απόφαση
Το 1929 αποφασίστηκε στα Παλαιά Ανάκτορα να εγκατασταθούν η Βουλή των Ελλήνων και η Γερουσία. Αυτή η απόφαση θα αποτελέσει τη δεύτερη φάση του κτιρίου με επεμβάσεις που μέχρι σήμερα διατηρούνται. Η μετατροπή του κτιρίου ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή και οι εργασίες ξεκίνησαν το 1930. Οι αλλαγές αφορούσαν τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό του κτιρίου. Μεταξύ άλλων στη θέση της κεντρικής πτέρυγας διαμορφώθηκαν χώροι για τη στέγαση των αιθουσών συνεδριάσεων της Βουλής και της Γερουσίας, ενώ και στο υπόλοιπο κτίριο διαμορφώθηκαν χώροι, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τη νέα χρήση του κτιρίου, στο οποίο προορίζονταν να στεγαστούν επιπλέον η βιβλιοθήκη και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο στόχος στις εξωτερικές όψεις, το 1930, ήταν να επιστρέψει το κτίριο στην αρχική του μορφή. Η βασική αλλαγή στη βόρεια όψη του κτιρίου ήταν η κατασκευή μαρμάρινου πρόπυλου με έξι δωρικούς κίονες. Η προσθήκη αυτή έφερε όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία των άλλων όψεων και λειτούργησε θετικά στην αρμονία του κτιρίου.

Το 1934 εγκαταστάθηκαν στο ανακαινισμένο πλέον κτίριο η Γερουσία, η βιβλιοθήκη και το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο παρέμεινε έως το 1992. Οι εργασίες στη νέα αίθουσα Ολομελείας ξεκίνησαν την 1η Ιουλίου του 1935 και έκτοτε στο κτίριο στεγάζεται η Βουλή των Ελλήνων. Κατά τη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν, ιστορικές συγκυρίες και γεγονότα οδήγησαν τη χρήση του κτιρίου για ανάγκες και άλλων υπηρεσιών, όπως π.χ. επί Δικτατορίας Μεταξά εγκατάσταση του υπουργείου Ασφαλείας, επί Κατοχής εγκατάσταση διορισμένης από τους Γερμανούς κυβέρνησης και υπηρεσίες των Γερμανών και αργότερα εγκατάσταση γραφείων υπουργείου Αμυνας.


Πλήθος παρεμβάσεων
Οι παρεμβάσεις που έχουν γίνει τόσο στο εσωτερικό του κτιρίου όσο και στις όψεις και τον περιβάλλοντα χώρο πραγματοποιήθηκαν, ώστε να ανταποκρίνεται το κτίριο στις εκάστοτε ανάγκες χρήσης. Σημειώνεται ότι το κτίριο διατηρεί έως και σήμερα την εξωτερική του όψη, ως τριώροφο κτίριο. Το 1930 με την ανακατασκευή του Κριεζή το κτίριο αναπτύχθηκε εσωτερικά και ήταν επταώροφο. Ανάμεσα στα αρχιτεκτονικά και τα διακοσμητικά στοιχεία που διασώζονται έως σήμερα από το αρχικό κτίριο είναι το μεγαλοπρεπές μαρμάρινο κλιμακοστάσιο και οι Αίθουσες Τροπαίων και Υπασπιστών με την εικονογράφησή τους. Στις αίθουσες αυτές, διατηρείται ζωφόρος (ύψους 1,22 μ. και μήκους 78 μ.), όπου αποτυπώνονται γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης και προσωπογραφίες αγωνιστών.
Κατά τη διάρκεια των περίπου 200 χρόνων ζωής του εμβληματικού λιτού κτιρίου του 19ου αιώνα έως σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί πολλές εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης στο κτίριο, ενώ η πιο εκτεταμένη μετά το 1930 έγινε το 1966. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες παρεμβάσεις, το 2020 πραγματοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, η ενεργειακή αναβάθμιση του Μεγάρου της Βουλής των Ελλήνων.

