Στην ομιλία της, η κ. Μενδώνη ζήτησε από τους φορείς του ΥΠΠΟ, στον τομέα του Σύγχρονου Πολιτισμού, να καταρτίσουν ένα τριετές πρόγραμμα παραστάσεων που θα αρμόζει στο χαρακτήρα του μνημείου. «Ας πω, ένα προοίμιο για τη γέννηση ενός Φεστιβάλ Ωδείου Πατρών», ανέφερε χαρακτηριστικά η υπουργός Πολιτισμού, υπογραμμίζοντας ότι το μνημείο αποτελεί το μόνο αντίστοιχο οικοδόμημα στην ελληνική επικράτεια, με αποκατεστημένη και αναστηλωμένη τη σκηνή του. Το έργο «Διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου και φωτισμός ανάδειξης και λειτουργικός Ρωμαϊκού Ωδείου Πατρών» υλοποιήθηκε με αυτεπιστασία από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αχαΐας με πόρους από το ΕΣΠΑ «Δυτική Ελλάδα» 2014-2020 και 2021-2027 της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, συνολικού προϋπολογισμού 1.410.000 ευρώ.

Η κ. Μενδώνη εξέφρασε την ιδιαίτερη χαρά της που το υπουργείο Πολιτισμού αποδίδει το εμβληματικό Ρωμαϊκό Ωδείο στην αρχική του χρήση και ξαναγίνεται η ιστορική καρδιά της αχαϊκής πρωτεύουσας. Σημείωσε, επίσης, ότι πριν από δυόμισι χρόνια είχε συζητήσει με τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, για το πώς θα μπορούσε το συγκεκριμένο μνημείο, ο συγκεκριμένος αρχαιολογικός χώρος, να ξαναγίνει η ιστορική καρδιά της Πάτρας.
«Πρόκειται για το μόνο αντίστοιχο οικοδόμημα στην ελληνική επικράτεια με αποκατεστημένη και αναστηλωμένη τη σκηνή. Εχουμε και το Ρωμαϊκό Ωδείο στη Νικόπολη, σε μια άλλη colonia augusta, το οποίο έχει αποκατασταθεί και λειτουργεί ως χώρος εκδηλώσεων και παραστάσεων. Εχουμε και το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού, το οποίο θα κλείσει προκειμένου να αποκατασταθεί. Εδώ, στην Πάτρα έχετε το τρίτο, πολύ μεγάλο, αντίστοιχο μνημείο και την πρωτιά ότι είναι το πρώτο με σκηνικό οικοδόμημα και το πρώτο πλήρως αποκατεστημένο. Δεν αποδίδουμε σήμερα ένα μνημείο, το αναστηλωμένο και αποκατεστημένο Ωδείο. Αποδίδουμε έναν ολόκληρο αρχαιολογικό χώρο», υπογράμμισε η κ. Μενδώνη και ευχαρίστησε τον Περιφερειάρχη Δυτικής Ελλάδας, Νεκτάριο Φαρμάκη, και τη διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας, Δρ Αννίτα Κουμούση, η οποία είχε τη διεύθυνση και τον συντονισμό του έργου.

«Ανάγκη λήψης μέτρων»
«Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 το Ωδείο είχε αποκτήσει τη μορφή αναστηλωμένου ερειπίου, μετά τη μερική αναστήλωση των κατακόρυφων τοιχοποιιών του σκηνικού οικοδομήματος και την αναμαρμάρωση των εδωλίων του κοίλου και της ορχήστρας, που είχαν πραγματοποιηθεί. Αυτή η κατάσταση του μνημείου, σε συνδυασμό με την από το 1986 συνεχή χρήση του ως χώρου πολιτιστικών εκδηλώσεων, είχαν επιβαρύνει τη στατική του επάρκεια. Από το 2018 η αποσάθρωση και οι αποκολλήσεις των σύγχρονων υλικών ήταν συχνές, θέτοντας θέματα προστασίας του μνημείου και ασφάλειας του κοινού. Η σπουδαιότητα του μνημείου, για το οποίο δεν υπήρχε αποτύπωση, και η επιτακτική ανάγκη λήψης μέτρων, όχι μόνο ανάσχεσης των φθορών, αλλά και γενικότερης συντήρησης και ανάδειξης, ώθησαν την Εφορεία να αναλάβει το δύσκολο και φιλόδοξο έργο της αποκατάστασής του», ανέφερε στον «Ε.Τ.» η διευθύντρια Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας, Εργου και Συντονισμού δρ Αναστασία Κουμούση και μας σύστησε αυτό το δημόσιο κτίριο που βρισκόταν μέσα στον πολεοδομικό ιστό της ρωμαϊκής πόλης.
Κατασκευάστηκε το πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ. και έπαψε να χρησιμοποιείται στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ., μετά από καταστροφική πυρκαγιά. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν λίγο προγενέστερο του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού, που κτίστηκε μεταξύ των ετών 160-169 μ.Χ. Ανακαλύφθηκε τυχαία το 1889, κατά τη διάρκεια εργασιών εκσκαφής, για την επιχωμάτωση του λιμανιού. Ο ψηλός εξωτερικός τοίχος της σκηνής αποτελούσε τη νότια πρόσοψη του ωδείου και διέθετε πέντε εισόδους προς τη σκηνή και δύο προς τα παρασκήνια. Το προσκήνιο ήταν προσιτό από δύο χτιστές πλευρικές σκάλες. Η ορχήστρα ήταν πλακόστρωτη και χωριζόταν με ημικυκλικό θωράκιο από το κοίλο, το οποίο ανοίγεται προς τον νότο. Το δάπεδο της σκηνής ήταν ψηφιδωτό.

Μουσικές ακροάσεις
Το Ωδείο της Πάτρας -όπως μας περιγράφει η κ. Κουμούση- ήταν προορισμένο κυρίως για μουσικές ακροάσεις, μουσικούς αγώνες, διαλέξεις, απαγγελίες ποιημάτων, παραστάσεις μίμων, αλλά και για θεατρικές παραστάσεις. Η χωρητικότητά του κατά τη ρωμαϊκή περίοδο υπολογίζεται περίπου σε 2.300 θεατές. Ηταν στεγασμένο με ξύλινη στέγη, αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί ανασκαφικά η ύπαρξη των στηριγμάτων της. Κατά την υλοποίηση του έργου από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αχαΐας αποκαταστάθηκαν οι αστοχίες των επεμβάσεων των ετών 1960-61 και αναστηλώθηκαν πλήρως η σκηνή και τα παρασκήνια. Αποκαταστάθηκε και ο βόρειος τοίχος του προσκηνίου (pulpitum).

Για τη διασφάλιση της προσβασιμότητας των ΑμεΑ, κατασκευάστηκε ξύλινο δάπεδο στο προσκήνιο και ξύλινη ράμπα στη δυτική πάροδο, ενώ τοποθετήθηκε αναβατόριο με πλατφόρμα στη δυτική θύρα του δυτικού παρασκηνίου. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν δίγλωσσες ενημερωτικές πινακίδες, τόσο συμβατικές όσο και σε γραφή Braille, καθώς και δίγλωσση έκδοση για το έργο.

Στο πλαίσιο του έργου διεξήχθη και ανασκαφική έρευνα στον περιβάλλοντα χώρο του μνημείου, φέρνοντας στο φως ψηφιδωτά δάπεδα τα οποία συντηρήθηκαν, με γεωμετρικό διάκοσμο, αλλά και άγνωστα τεκμήρια ταφικής χρήσης του σκηνικού οικοδομήματος, κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Βρέθηκαν μεταξύ άλλων τέσσερα χάλκινα ρωμαϊκά νομίσματα μεταξύ των οποίων ένα εξάχαλκο, με κεφαλή Ηρακλή (δεκαετία 40 π.Χ., νομισματοκοπείου Πατρών) κι ένας ανώνυμος βυζαντινός φόλλις. Οι εργασίες διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου του μνημείου ολοκληρώθηκαν με τη φωτιστική ανάδειξή του.

