
Ξεκίνησα να ρίξω μια ματιά στις πρώτες σελίδες από περιέργεια, και σε ένα απόγευμα το είχα τελειώσει. Ο όρος «διαμαντάκι» χρησιμοποιείται κατά κόρον, όμως εδώ ταιριάζει γάντι.
Ο Βίντσε Κόρσο, βιβλιοθεραπευτής στο επάγγελμα θα επιβιβαστεί από λάθος στο τρένο για το Μιλάνο ακολουθώντας μια πορεία αποκάλυψης του άγνωστου παρελθόντος του, φτάνοντας μέχρι τη Γένοβα και την Κυανή Ακτή. Τίποτα στο ταξίδι δεν είναι εσκεμμένο, οι στάσεις, οι γνωριμίες, οι συζητήσεις, απλά συμβαίνουν. Ο Κόρσο τις ακολουθεί μοιρολατρικά, μέσα από περιγραφές γεμάτες λυρισμό και μουσική. Από τα παράθυρα του τρένου ο Στάσι αφήνει να μπει το γλυκό φως του ιταλικού βορρά, αποκαλύπτοντάς μας την πραγματική αναζήτηση του ήρωά του – την αναζήτηση για τον άγνωστο πατέρα του, που πέρασε μια και μοναδική νύχτα έρωτα με τη μητέρα του στο αρ ντεκό ξενοδοχείο Νεγκρέσκο. Το ύφος δεν υποδηλώνει κάποιο μυστήριο που πρέπει να λυθεί, μα περισσότερο μια κατάσταση στην οποία ο πρωταγωνιστής θα πρέπει να αφεθεί, κάτι που εσκεμμένα ίσως να μην έκανε ποτέ. Το Νεγκρέσκο είναι γι’α αυτόν ένα «όρθιο μισάνοιχτο βιβλίο, κι εσύ το πρώτο πράγμα που αντίκριζες μπροστά σου ήταν η ράχη του».
Ο Κόρσο ακολουθεί τον δρόμο που του αποκαλύπτεται: «Το πεπρωμένο μου ήταν ένα ωράριο τρένου». Θα συναντήσει κάποιον χαρτομάντη με ταρό και ναπολιτάνικη τράπουλα, μα δεν θέλει να μάθει το μέλλον του, του είναι αδιάφορο. Του ζητάει να μαντέψει το παρελθόν του. Η αναζήτησή του δεν αφορά μόνο την ταυτότητα του πατέρα – είναι μια αναζήτηση για υπόσταση. Είναι μια αναζήτηση για να γίνει κι ο ίδιος αληθινός, με σάρκα και οστά, να βγει από τις σελίδες των θεραπευτικών βιβλίων, να υπάρξει. Μέχρι την άφιξή του στο Νεγκρέσκο, ο Κόρσο άγεται και φέρεται με μια υποτυπώδη, συγκεχυμένη συνείδηση του εγώ του, αφομοιώνεται στο τοπίο.
Είναι θεραπευτής και ασθενής, χωρίς ρίζες και μνήμες: «Κάποτε με επισκέφθηκε μια κυρία που ήθελε να πετάξει τις αναμνήσεις της στον σκουπιδοτενεκέ ή να τις πουλήσει σε κάποιον παλιατζή». Η πορεία του δεν είναι επίπονη, μιας και όλα συμβαίνουν σε μια οντότητα που ο συγγραφέας δεν αναγνωρίζει: «Η φωνή μου ακούστηκε σαν τη φωνή κάποιου άλλου».
Η άφιξή του στο πολυτελές και δαιδαλώδες Νεγκρέσκο, ένα πολυτελές κοιμητήριο της ιστορίας του θα τον κάνει να αποκτήσει ταυτότητα για πρώτη φορά στη ζωή του. «Είχα γίνει άξαφνα ευάλωτος και θνητός. Αν εκείνη τη στιγμή έπεφτα κάτω, θα πόναγα περισσότερο. Αν τραυματιζόμουν, ακόμα και το αίμα που θα έχανα θα ήταν πιο κόκκινο».

Από εκείνο το σημείο και έπειτα η αφήγηση του Βίντσε αλλάζει. Αποφασίζει ο ίδιος για τα επόμενα βήματα, αποζητώντας να φτάσει ως το τέλος. Δεν είναι πια χάρτινος. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα συναισθήματα που του αποδίδει ο Στάσι: «με κατέλαβε το δέος ότι είμαι ζωντανός».
Ενα τρομερά μαγευτικό βιβλίο
Στον τίτλο, μα και σε αρκετά ακόμα σημεία, το «Νυχτερινό στη Γαλλία» κλείνει το μάτι στο «Νυχτερινό στην Ινδία» του Ταμπούκι, με το οποίο έχει αρκετά κοινά. Μου θύμισε πάρα πολύ σε ύφος αφήγησης και δομή, το «Σινεμά ο Παράδεισος» του Τορνατόρε.
Είναι ένα τρομερά γοητευτικό βιβλίο. Στις μόλις 128 σελίδες του καταφέρνει να σε παρασύρει σε ένα μοναδικό ταξίδι. Οπως λέει και ο ίδιος ο Κόρσο «οι καλύτερες ιστορίες είναι όσες έχουν τυφλά σημεία κι αυτές που δεν θυμόμαστε το φινάλε τους». Στο «Νυχτερινό στη Γαλλία» ο αναγνώστης σίγουρα θα θυμάται το εξαιρετικό φινάλε, όμως η πορεία είναι τόσο μελωδική, που θα οδηγήσει και σε δεύτερη ανάγνωση.
Το «Νυχτερινό στη Γαλλία» (ιταλικός τίτλος Notturno francese) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ικαρος σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση. Αποτελεί το τέταρτο βιβλίο της σειράς με κεντρικό χαρακτήρα τον Βίντσε Κόρσο, μα μπορεί να διαβαστεί ανεξάρτητα όπως και τα υπόλοιπα, που είναι «Η Χαμένη Αναγνώστρια» (Ικαρος, 2018), «Κάθε Σύμπτωση έχει Ψυχή» (Ικαρος, 2019) και «Σκοτώνω όποιον θέλω» (Ικαρος, 2022).

