
Ο συγγραφέας επιστρέφει για λίγο στην Αθήνα, αντιμετωπίζοντας τη σχέση με την ενενήντα δύο ετών μητέρα του και τον πατέρα που ζωντανεύει μέσα από το ημερολόγιό του. Μέσα από την αναζήτηση ταυτότητας ανάμεσα σε δύο πατρίδες και πολιτισμούς, το βιβλίο συνθέτει έναν φόρο τιμής στη μητρική αγάπη, καταγράφοντας την ανθρώπινη ανάγκη για ρίζες, μνήμη και συγχώρεση. Είναι μια αφήγηση που ισορροπεί ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, την ιστορία της οικογένειας και την ιστορία ενός λαού.
– Το βιβλίο ξεκινά με την επιστροφή σας στην Αθήνα και τη σχέση σας με τη μητέρα σας. Ποιες στιγμές θεωρήσατε πιο καθοριστικές για να αποτυπωθεί η αγάπη και η σύνδεσή σας σε λογοτεχνική μορφή;
Οι στιγμές που με έσωσε από την απελπισία μας ζωής χωρίς καμία προοπτική. Που συμφώνησε να αλλάξω ζωή και πατρίδα, να φύγω από την Ελλάδα κι από δίπλα της εγώ, που σύμφωνα με τα λόγια της, δεν έφευγα δυο μέτρα πέρα από τη φούστα της. Επίσης, όταν άρχισα κι εγώ να γερνώ και δεν ήξερα ποιος θα φύγει πρώτος. Η μητέρα ή εγώ. Δεν ήθελα να χαθεί. Ενα το να πεθαίνεις κι άλλο το να χάνεσαι.
– Ο πατέρας σας εμφανίζεται μέσα από ένα ημερολόγιο που ζωντανεύει τη μνήμη της οικογένειας και τις ρίζες στον Πόντο. Πώς σας επηρέασε η αφήγηση του παρελθόντος στην κατασκευή του βιβλίου;
Ο πατέρας έζησε, κι επέζησε, τις πιο δύσκολες στιγμές της σύγχρονης Ελλάδας. Τη δίωξη των Ελλήνων από την Τουρκία, τη γερμανική Κατοχή, τον εμφύλιο πόλεμο. Στιγμές που σημάδεψαν τη σύγχρονη Ελλάδα. Κι ιδιαίτερα τη γενιά μου που μεγάλωσε με εκείνους τους εφιάλτες, με κάθε σπίτι να κλαίει κάποιον ή κάποιους, μαύροι καθρέφτες σε κάθε σπίτι, ψέματα ακόμα και στο νεκροταφείο, με τα νησιά εξορίας, με την ταπεινωτική φτώχεια. Πώς μπορούσα να αφήσω όλα αυτά έξω από τα βιβλία μου;
– Η διπλή πατρίδα -Ελλάδα και Σουηδία- διαμορφώνει μια έντονη αίσθηση ξενιτιάς και ταυτότητας. Πώς βιώσατε την ένταση ανάμεσα στις δύο κουλτούρες και πώς τη μεταφέρατε στη γλώσσα και τον τόνο του βιβλίου;
Η ξενιτιά τότε ήταν μια μορφή εξορίας, σχεδόν σαν αυτοκτονία. Ηθελα να ξεχάσω ακόμα και τη γλώσσα μου, ήθελα να αρχίσω από την αρχή. Προσπάθησα να γράψω στα ελληνικά τα πρώτα χρόνια αλλά δεν μπορούσα, με έπιαναν τα κλάματα. Επιπλέον, δεν εμπιστευόμουν τη γλώσσα μου, δεν ήταν πλέον γλώσσα αλλά μια μορφή ρητορικής με πατριωτικά μηνύματα που καλλιεργούσαν το μίσος ανάμεσα στους μεν και στους δε, στους δήμιους και τα θύματά τους ανεξάρτητα από ιδεολογία. Η σουηδική γλώσσα μού πρόσφερε την εμπιστοσύνη σε μια γλώσσα που το ναι ήταν ναι και το όχι όχι. Δεν ήξερα σουηδικά αλλά τι σημασία είχε; Θα μάθαινα.

– Το έργο διατρέχει προσωπική μνήμη και συλλογική ιστορία. Πώς αποφασίσατε τι θα ενσωματώσετε από τις προσωπικές σας εμπειρίες και τι από την ιστορική αφήγηση;
Αυτό δεν το αποφάσισα εγώ αλλά το υλικό που είχα. Μερικές μνήμες έβαζαν τις φωνές όταν τις παραμελούσα. Αλλες σιωπούσαν. Αλλα κριτήρια δεν είχα. Ανάγκα και θεοί πείθονται, είχα μάθει στο Γυμνάσιο. Αυτό έκανα. Ο,τι ήταν ανάγκη να γράψω, αυτό έγραφα.
– Πέρα από το φόρο τιμής στη μητέρα σας, ποιες γενικότερες αξίες ή μηνύματα ελπίζετε να κρατήσει ο αναγνώστης για την οικογένεια, τη μνήμη και τη σχέση με τις ρίζες;
Το πιο βασικό είναι ότι δεν είμαστε μόνοι. Είτε το θέλουμε είτε όχι. Ολοι έχουμε τις πληγές μας. Και τις χαρές μας. Η ιδέα της ανθρώπινης μοναξιάς ήταν και ίσως είναι ακόμα της μόδας. Αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είμαστε μόνοι. Κι ότι πρέπει να ζούμε σαν άνθρωποι με ανθρώπους.
TO WHO IS WHO ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης γεννήθηκε στους Μολάους Λακωνίας το 1938. Γιος δασκάλου από τον Πόντο, ήρθε στην Αθήνα το 1946. Φοίτησε στη δραµατική σχολή του Καρόλου Κουν και, το 1964, µετανάστευσε στη Σουηδία, όπου ζει έως σήµερα.
Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήµιο της Στοκχόλµης αι στη συνέχεια αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Γράφει στα σουηδικά και στα ελληνικά. Εχει εκδώσει µυθιστορήµατα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίµια, θεατρικά έργα· έχει γράψει σενάρια για τον κινηµατογράφο και έχει σκηνοθετήσει µία ταινία. Εχει τιµηθεί µε σηµαντικά διεθνή βραβεία για το έργο του και σχεδόν όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν σε είκοσι γλώσσες. Είναι ένας από τους μεγάλους εκφραστές των ευρωπαϊκών γραμμάτων, με μια λογοτεχνική διαδρομή που σημαδεύτηκε από την εξορία και εμπλουτίστηκε με υβριδισμό, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο έργο του Καλλιφατίδη.
Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα µυθιστορήµατά του «Η πολιορκία της Τροίας» (2022) και «Μητέρες και γιοι» (2025).

