
Ο Θεόδωρος Χρ. Χήρας, νεφρολόγος με κλινική και ερευνητική εμπειρία, και ο Στάθης Β. Βλαχάκος, ακτινολόγος και πολυπράγμων καλλιτέχνης, ενώθηκαν μέσα από το γράψιμο σε ένα πρωτότυπο πείραμα αφήγησης.
Η ιστορία τους, με κεντρικούς ήρωες τον Ζορζ Λεκλέρ και τον Ζιλιέν Αστρίντ, κινείται ανάμεσα στο αστυνομικό μυστήριο, στο ψυχολογικό δράμα και την εξερεύνηση της ανθρώπινης ταυτότητας – μέσα από μια ματιά που μόνο γιατροί με ανοιχτό πνεύμα μπορούν να προσφέρουν.
Σε αυτήν τη συνέντευξη, οι δύο συγγραφείς μοιράζονται τις σκέψεις τους για το γράψιμο, το έγκλημα, την ενοχή και τη μοναδική τους συνεργασία, που αποδεικνύει ότι η λογοτεχνία μπορεί να γίνει το νήμα που ενώνει διαφορετικούς κόσμους.
Το «Bleu» γεννήθηκε από μια σπάνια «σκυταλοδρομία» γραφής, χωρίς προσυνεννόηση. Ποια ήταν η σπίθα που άναψε αυτό το πείραμα και τι μάθατε ο ένας για τον άλλον μέσα από τις σελίδες;
ΣΤΑΘΗΣ ΒΛΑΧΑΚΟΣ: Οντως, η σκυταλοδρομία συγγραφής ξεκίνησε χωρίς να μπαίνουν κανόνες, όρια, φραγμοί, απαγορεύσεις στο κείμενο. Καλλιεργώντας και συζητώντας την ιδέα, αποφασίστηκε να ξεκινήσει αυτό το συγγραφικό παιχνίδι, όχι απαραίτητα με τελικό προορισμό και εκρηκτικό επίλογο. Υπήρξαν φορές που μπήκαν ερωτηματικά, αν έχει ροή η πλοκή, αν ξυπνάει αγωνίες, συναισθήματα, αν θα μπορούσε ο αναγνώστης να ακολουθήσει με ενδιαφέρον αυτό το πείραμα. Προσωπικά, εγώ είχα ενδοιασμούς και φόβο αν θα μπορέσουμε να δώσουμε στο κείμενο κοινή γραφή. Και αυτό ήταν το αριστούργημα. Οι ίδιοι εμείς, ξεφυλλίζοντας τα γραπτά για να θυμηθούμε λεπτομέρειες, δεν μπορούσαμε αμέσως να καταλάβουμε ποιος γράφει.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΧΗΡΑΣ: Το μυθιστόρημα «Bleu» γεννήθηκε ως ένα εργόχειρο κεντημένο με εξάκλωνη χρυσοκλωστή στην περίτεχνη μέθοδο της ψιλοβελονιάς. Με τον συν-συγγραφέα μου Στάθη Βλαχάκο, εφηύραμε μια επικοινωνία μεταξύ μας χωρίς λόγια, αλλά με κατανόηση του ψυχικού μόχθου που κατέβαλε ο καθένας, κατά τη διάρκεια της πλεκτής συγγραφής. Τη σπίθα αποτέλεσε η πρόκληση του αγνώστου. Η καρδιά μας ηρεμούσε μόνο όταν οι σκέψεις και τα νοήματα που αναδύονταν από τη διαδικασία συγγραφής προσέγγιζαν την αρμονία, τη ροή και την όποια αλήθεια. Και ο μόχθος έβρισκε την ανταμοιβή του. Γράφαμε και ο ένας ανακάλυπτε τα απόκρυφα ευαγγέλια του άλλου. Σημαντική αξιακή θέση κατείχε και η χρήση της γλώσσας, χωρίς να υποβαθμίζει το κείμενο και την αποτύπωση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων. Η κάθαρση ήταν αναγκαία όχι μόνο για τους ήρωες αλλά και για τον σεβασμό στον αναγνώστη. Δεν θέλαμε μια γρήγορη και κάλπικη κάθαρση. Και συγκλονισμένοι ζήσαμε τη συνειδητοποίηση της αλήθειας, την απόλυτη συντριβή, όταν, απογυμνωμένοι, τρομάξαμε από αυτό που αβίαστα προέκυψε.
Ο Ζορζ Λεκλέρ και ο Ζιλιέν Αστρίντ σπάνε το όριο θύτη-θύματος, γίνονται ταυτόχρονα καθρέφτες και αντίπαλοι. Πώς χτίσατε αυτήν τη «διπλή ταυτότητα» και ποια ψυχολογικά ερωτήματα θέλατε να μείνουν αναπάντητα;
Σ.Β.: Και οι δύο ήρωές μας είναι σαν τις δύο όψεις ενός νομίσματος, διαφορετικοί, αλλά στο ίδιο νόμισμα, με ρόλους οι οποίοι εύκολα αλλάζουν εικόνα, με κοινή πορεία και διαφορετικούς αντικριστούς στόχους. Και οι δύο ζουν στη σκιά αναπάντητων ερωτημάτων, καθώς ανακαλύπτουν ο ένας στον άλλον πτυχές του εαυτού τους και συμπεριφορές με κοινά χαρακτηριστικά. Η βίαιη συμπεριφορά, οι κυκλοθυμικές εκρήξεις, το παράπονο μη αποδοχής από άτομα, που ζητούν παρακλητικά την αγάπη τους και την ψυχική θαλπωρή, γεννούν χαρακτήρες τύπου Τζέκιλ και Χάιντ. Μήπως η καθημερινότητα δεν έχει εκατοντάδες τέτοιους πρωταγωνιστές;
Θ.Χ.: Η ερώτησή σας αποτελεί ήδη ένα συνθετικό-αναλυτικό σχόλιο για τους δύο ήρωες του βιβλίου. Οι ήρωές μας, σε ένα πρώτο επίπεδο, καταλαμβάνουν τις δύο διακριτές άκρες του φάσματος, ο ένας εκκολαπτόμενος και ο άλλος επιτυχημένος στον χώρο όπου αμφότεροι δραστηριοποιούνται, με όλο τον ψυχικό μόχθο που κουβαλά ο καθένας. Στο παιχνίδι της υπόθεσης, όμως, θα ανακαλύψουμε περισσότερες διεργασίες. Αίσθημα αποστασιοποίησης από το σώμα, απρόσφορη κατάληψη της συνείδησης, καθώς και συμπεριφορές κυριαρχίας ή υποταγής. Οι ρόλοι εναλλάσσονται. Θύτης και θύμα δεν είναι κεχωρισμένοι ρόλοι. Ποτέ δεν ήταν. Οι ήρωές μας πασχίζουν να απαντήσουν στο ερώτημα ποιος καθορίζει τις ζωές τους, κάτι που θα μείνει αναπάντητο. Στο «Κατά Φίλιππον” απόκρυφο Ευαγγέλιο, ξέρετε, η Αιώνια Ζωή, την οποία ασυνείδητα αναζητούμε, δεν είναι η μετά θάνατον ζωή αλλά η διάσταση αιωνιότητας η οποία κατοικεί μέσα μας.

Η αφήγηση ισορροπεί ανάμεσα σε αστυνομικό μυστήριο, υπαρξιακό δράμα και μετα-λογοτεχνικό σχόλιο. Σε ποιο από αυτά τα τρία επίπεδα βρεθήκατε να επιστρέφετε πιο συχνά καθώς γράφατε και γιατί;
Σ.Β.: Θα λέγαμε περισσότερο ήταν ένα κράμα μυστηρίου και υπαρξιακού δράματος. Οι διάλογοι ήταν αυτοί που καθοδηγούσαν και θα έβαζαν τον αναγνώστη να πρωταγωνιστήσει με τον δικό του τρόπο. Ηταν σαν μια σκηνή ενός θεάτρου όπου οι πρωταγωνιστές ζητούν τη βοήθεια του κοινού.
Θ.Χ.: Ενα λάθος στο γενετικό υλικό του φερόμενου ως δράστη μιας παραβατικής συμπεριφοράς από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικού της γαλλικής Αστυνομίας προσδίδει στο μυθιστόρημα στοιχεία γοτθικά, τρόμου και ρομαντικού χιτσκοκικού σασπένς. Υπάρχουν θέματα που περιγράφονται, όπως το αστυνομικό μυστήριο, αλλά οι δύο συγγραφείς αρεσκόμαστε και επιστρέφουμε στα θέματα που υπαινίσσονται. Κι αφού αναφέρετε το μετα-λογοτεχνικό σχόλιο, να σας θυμίσω ότι η Ωραία Ελένη δεν περιγράφεται πουθενά στα έπη του Ομήρου. Κανείς δεν γνωρίζει τα χαρακτηριστικά της. Ομως, ξέρουμε όλοι ότι ήταν μια γυναίκα μυθικής ομορφιάς και για χάρη της έγιναν πόλεμοι και καταστροφές. Αν η πολιτική ορθότητα εμφανιζόταν ως κίνημα την εποχή της Ωραίας Ελένης, δεν θα είχαμε ούτε κατά διάνοια «Ιλιάδες» και «Οδύσσειες».
Είστε αμφότεροι γιατροί, αλλά σε διαφορετικά ιατρικά πεδία. Πώς επηρεάζει η καθημερινή σας επαφή με τη διάγνωση, τον πόνο και τις ανθρώπινες ιστορίες τη ματιά σας στο έγκλημα, στην ενοχή και την ταυτότητα που διερευνά το «Bleu»;
Σ.Β.: Νομίζετε πως είναι τυχαίο το γεγονός πως πολλοί ιατροί υπήρξαν σπουδαίοι λογοτέχνες, μουσικοί, ζωγράφοι, όπως ο Σερ Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, πατέρας του Σέρλοκ Χολμς, ο Αντον Τσέχοφ, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Παπανικολάου (Τεστ Παπ) και τόσοι άλλοι; Ο ανθρώπινος πόνος, η αγωνία της διάγνωσης, τα μάτια των ασθενών γεμάτα τρόμο και λύπη σε σπρώχνουν να βρεις διέξοδο στην ηρεμία του νου σου, αλλά και της καθημερινότητάς σου.
Θ.Χ.: Στις δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, στο σαλονάκι αναμονής του νοσοκομείου όπου περιμένουν οι «οικείοι», αν βέβαια αυτοί παρίστανται και αν επίσης συμπονούν τον άνθρωπό τους που μάχεται στα ενδότερα, εκεί παίζεται το παιχνίδι. Εκεί, θα αποκαλυφθούν τα έργα και οι ημέρες του καθενός μας. Εκεί θα διαδραματιστούν οι ιστορίες αντοχής. Η φαρέτρα μου υπερπλήρης από ξένο πόνο. Από στιγμές που ο ασθενής μαχόμενος με τον επιθανάτιο ρόγχο, ξαφνικά γλυκαίνει καρφώνοντας το βλέμμα του στο κενό και όλη η ζωή του περνά από μπροστά του. Και αλαφραίνει κατά 21 γραμμάρια κατά τας γραφάς. Το άγνωστο είναι μυστηριώδες και αγχωτικό, με απροσδιόριστες παραμέτρους. Προσωπικά, φλερτάρω με τον θάνατο σαν να είμαστε οι ήρωες της «Εβδομης σφραγίδας». Στο «Bleu» ξαναγύρισαν οι βραδινοί μου εφιάλτες και η εν δυνάμει εγκληματική μου φύση χόρευε ως πυγολαμπίδα. Η συγγραφή με λυτρώνει από τα στοιχειά μου και με τοποθετεί απέναντι στον ανθρώπινο πόνο.
Ο Ιάπωνας συγγραφέας Μουραμάκι, όταν παραλάμβανε, με τα χίλια ζόρια, το λογοτεχνικό βραβείο στη Ιερουσαλήμ το 2009, είπε: «Ανάμεσα σε έναν ψηλό συμπαγή τοίχο και σε ένα αβγό που σπάει πάνω του, θα είμαι πάντα από την πλευρά του αβγού». Kαι πράγματι, τι νόημα θα είχε ένα βιβλίο αν ο συγγραφέας του ήταν από την πλευρά του τοίχου;
Το «Bleu» είναι, τελικά, και μια εξερεύνηση της ίδιας της συγγραφικής πράξης: η γραφή ως εμμονή, ως τιμωρία, ως λύτρωση. Τι σημαίνει για εσάς προσωπικά η συγγραφή σήμερα; Είναι ένας τρόπος κατανόησης ή απόδρασης;
Σ.Β.: Η συγγραφή είναι μια απόδραση από το στρες της καθημερινότητας. Είναι μια συνεχής προσπάθεια αποβολής κακών συναισθημάτων και σκέψεων. Είναι μια στιγμή διαλογισμού, ηρεμίας και δημιουργίας, ένα ταξίδι στο όνειρο. Είναι μια επικοινωνία με τον αναγνώστη που του χαρίζει απλόχερα το κλειδί για να ανακαλύψει έναν νέο κόσμο. Η απόδραση είναι επικίνδυνη, γιατί η φυλακή σου τόσα χρόνια σού ασκεί επιρροή και γοητεία. Καλύτερα δόκιμος όρος είναι η εξερεύνηση, νέων μονοπατιών στον τρόπο ζωής και καθημερινότητάς μας.
Θ.Χ.: Πέρα από το συγγραφικό παιχνίδι, το «Bleu» είναι ένα μυθιστόρημα που απευθύνεται σε αναγνώστες. Δεν είναι ένα φιλάρεσκο εγχείρημα που αφορά τον εαυτό του και τους ίδιους τους συγγραφείς. Η γενναία και σπουδαία συγγραφική πράξη δεν είναι ηδυπαθής. Κι αν ο συγγραφέας περνά περιόδους που τα κείμενά του εμμονικά στρέφονται στην προσωπική του ενδοσκόπηση με τιμωρό ή λυτρωτική διάθεση, θα πρέπει σύντομα να βγαίνει από αυτό το τούνελ προς την πραγματική διάσταση της λογοτεχνίας. Τα βιβλία δεν υφίστανται χωρίς τους αναγνώστες. Ο συγγραφέας μεταφέρει ιδέες, συναισθήματα και ο αναγνώστης αφομοιώνει.
Για εμένα η συγγραφή, παρότι εμπεριέχει στοιχεία νοηματοδότησης του συγκρουσιακού μου γίγνεσθαι, είναι πρόσκληση για επικοινωνία με τον άγνωστο αναγνώστη. Φαντασιώνομαι ότι για εμένα ο αναγνώστης είναι η τελευταία μου αγάπη. Για εκείνον, εγώ είμαι η πρώτη.

