Αντλώντας υλικό από την αληθινή ιστορία περισσότερων από 600 Γερμανών που ζούσαν στο Καμερούν και που το 1916, εν μέσω του Μεγάλου Πολέμου, παραδόθηκαν στις ισπανικές αρχές και εγκαταστάθηκαν σε διάφορες ισπανικές πόλεις, ο Ισπανός λογοτέχνης, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος υπογράφει ένα πληθωρικό έργο, που κινείται μεταξύ ιστορικού μυθιστορήματος, χρονικού και δοκιμίου. Παράλληλα, διερευνά τη σχέση μεταξύ των προσωπικών και οικογενειακών ιστοριών των χαρακτήρων και των καθοριστικών ιστορικών γεγονότων του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένου του ναζισμού. Το έργο τιμήθηκε το 2024 με το σημαντικό βραβείο των ισπανικών γραμμάτων Alfaguara.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Sergio del Molino επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη χώρα μας, στο πλαίσιο του 17ου Λογοτεχνικού Φεστιβάλ ΛΕΑ, για δύο εκδηλώσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Τον συναντήσαμε μετά τη συζήτηση που είχε με τον Κολομβιανό Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες, σε συντονισμό Λένας Ματσιώρη, στο βιβλιοπωλείο Κωνσταντινίδης της συμπρωτεύουσας, για τον ρόλο της λογοτεχνίας στον κόσμο στον οποίο ζούμε και μιλήσαμε για το τελευταίο του βιβλίο.
-Κατά τη διάρκεια του lockdown, πολλοί από εμάς παρακολουθήσαμε με ενδιαφέρον την τηλεοπτική σειρά «Jaguar», που αναφέρεται στους Γερμανούς ναζί που χρησιμοποίησαν την Ισπανία του Φράνκο ως ενδιάμεσο σταθμό για τη μετακίνησή τους στη Νότια Αμερική. Το δικό σας μυθιστόρημα αναφέρεται στους Γερμανούς που έζησαν στην πόλη όπου διαμένετε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και κατά τον Μεσοπόλεμο. Πώς και γιατί επιλέξατε αυτό το θέμα για το βιβλίο σας;
Η ιστορία που λειτουργεί ως φόντο του μυθιστορήματος είναι ένα γεγονός ελάχιστα γνωστό στους ίδιους τους Ισπανούς, όπως αντίστοιχα κι αυτό το οποίο αναφέρεται στη σειρά «Jaguar». Η πρώτη μου επαφή με αυτήν την ιστορία έγινε πολλά χρόνια πριν, το 2007-2008, όταν αξιοποίησα προπαγανδιστικό υλικό που έπεσε στα χέρια μου -και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον- για μια σειρά δημοσιογραφικών άρθρων και για ένα βιβλίο. Αυτή η ιστορία, όμως, συνέχισε να με καλεί να επιστρέψω σε αυτήν, ώσπου κατάφερα να την κάνω δική μου, να την αφηγηθώ με τη φωνή του λογοτέχνη. Είναι μία ιστορία για την ταυτότητα, για την αίσθηση του «μη ανήκειν» και για την οικογένεια, στην οποία οι σχέσεις της Ισπανίας με τον ναζισμό τοποθετείται σε δεύτερο πλάνο, αλλά επηρεάζει την εξέλιξή της γιατί αναφέρεται στο παρελθόν της οικογένειας που αναδύεται από το σκοτάδι.
-Πέρα από ιστορικό, το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται και ως οικογενειακό. Θα μπορούσατε να μου εξηγήσετε γιατί του αποδίδεται αυτός ο χαρακτηρισμός;
Το βιβλίο «Οι Γερμανοί» μιλά για το πώς συσχετίζονται τα μέλη μίας παραδοσιακής οικογένειας και γράφτηκε σε μία εποχή που δύσκολα γράφονται οικογενειακά μυθιστορήματα, γιατί η μορφή της οικογένειας έχει αλλάξει, δεν βρίσκουμε εύκολα αυτό που αποκαλούμε παραδοσιακή οικογένεια. Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον, ως εγχείρημα, το να πλάσω μία παραδοσιακή οικογένεια που καταστρέφεται από τον κόσμο και να το κάνω σήμερα, σε έναν κόσμο στον οποίον αυτό το είδος οικογένειας δεν συναντάται συχνά.

–Πρόκειται για ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, με δύο βασικές και δύο δευτερεύουσες αφηγηματικές φωνές. Το σχεδιάσατε έτσι εξ αρχής; Γιατί επιλέξατε αυτή τη δομή και μορφή αφήγησης;
Οχι, δεν το σχεδίασα έτσι από την αρχή. Η αρχική ιδέα ήταν να υπάρχουν δύο μόνο φωνές: του Φέντε και της Εύας, σε δύο ξεχωριστά μυθιστορήματα, όπου θα αφηγούνταν την ίδια ιστορία, ο καθένας από τη δική του οπτική. Οταν άρχισα, όμως, να δουλεύω, συνειδητοποίησα ότι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο δεν ήταν η σύγκρουση αυτών των δύο φωνών, αυτών των δύο διαφορετικών οπτικών, αλλά ο κόσμος που τη δημιούργησε, και για να το αποδώσω αυτό χρειαζόμουν περισσότερες φωνές. Επομένως, έφτιαξα ένα κουαρτέτο εγχόρδων, έπλασα τέσσερις φωνές, η ύπαρξη των οποίων επιτρέπει στον αναγνώστη να γνωρίζει τα πάντα, να έχει μία πλήρη εικόνα για την ιστορία.
-Η πολυφωνικότητα του έργου δημιουργεί εύκολα τον παραλληλισμό με μουσική συμφωνία. Η μουσική φαίνεται πως παίζει σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα. Μιλήστε μου λίγο γι’ αυτήν την επιλογή.
Σε όλα μου τα βιβλία η μουσική είναι παρούσα, γιατί είναι σημαντική και για μένα τον ίδιο. Είναι σημαντική και για τους ίδιους τους ήρωες, για τους Γερμανούς. Η κλασική μουσική των συνθετών τους ενσαρκώνει γι’ αυτούς τη γερμανική ταυτότητα και το μεγαλείο της. Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται μακριά από τη γερμανική τους ταυτότητα, από τον γερμανικό κόσμο, καταφεύγουν στη μουσική γιατί τους θυμίζει ποιοι είναι, για να μην ξεχάσουν αυτό που νομίζουν ότι είναι. Επίσης, κάποιοι από αυτούς χρησιμοποιούν τη μουσική για να συγκρουστούν με την οικογένειά τους, για να καταστρέψουν την οικογενειακή παράδοση και, τέλος, όσοι δεν μπορούν να μιλήσουν καλά τη γλώσσα καταφεύγουν στη μουσική ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας.
-Βασική θεματική του έργου, μαζί με τη μνήμη, είναι η έννοια της ενοχής. Κληρονομείται από γενιά σε γενιά η ενοχή; Πιστεύετε πως «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα»;
Πιστεύω πως αυτό που έπραξαν οι γονείς μάς καθορίζει, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό. Το βλέπετε και στην Ελλάδα πώς επηρεάστηκαν, λόγου χάριν, οι μεταγενέστερες γενιές από τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην Ισπανία, όπου ο εμφύλιος πόλεμος προηγήθηκε κατά μία δεκαετία. Δεν είμαστε υπεύθυνοι σε καμία περίπτωση για αυτά που έπραξαν οι γονείς ή οι παππούδες μας. Αλλά όταν γνωρίζεις τι έπραξαν, αυτό σε καθορίζει, δεν μπορείς να το παραβλέψεις, δεν μπορείς να γυρίσεις την πλάτη και να το αρνηθείς. Δεν είσαι υπεύθυνος και υπόλογος, αλλά οφείλεις να στοχαστείς επάνω στο πώς αυτό σε συγκρότησε ως προσωπικότητα και πώς θα ζήσεις με αυτό.
-Ενα αίσθημα νοσταλγίας για ό,τι δεν βιώθηκε ουσιαστικά ποτέ φαίνεται να πλανάται πάνω από το μυθιστόρημα. Η Γερμανία ή το Καμερούν, το μεγαλείο μίας συνθήκης που δεν ποτέ δεν υπήρξε. Πιστεύετε πως οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν στο φαντασιακό τους;
Εννοείται πως ζούσαν στο φαντασιακό τους, όπως όλοι οι νοσταλγοί. Κάθε είδους νοσταλγία αναφέρεται σε έναν φανταστικό κόσμο ή χρόνο. Οταν βλέπουμε τους οπαδούς του φασιστικού κόμματος στην Ισπανία να μιλούν για μία Ευρώπη ευτυχισμένη πριν έρθουν οι πρόσφυγες, αναρωτιόμαστε σε ποια Αρκαδία θεωρούν ότι έζησαν και εμείς οι υπόλοιποι δεν βιώσαμε. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τις εξιδανικεύσεις του παρελθόντος από τους νοσταλγούς του ένδοξου παρελθόντος. Οι Γερμανοί του βιβλίου νιώθουν μία νοσταλγία που μπορεί σήμερα να νιώσει κάθε ρατσιστής Ευρωπαίος, όχι μόνο οι ναζί, αλλά όποιος φοβάται ότι καταστρέφεται ο ιδανικός του κόσμος, που στην πραγματικότητα υπήρξε μόνο στο μυαλό του.
-Διακρίνω ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους απάτριδες στο έργο σας. Ισχύει αυτό που ένιωσα διαβάζοντας τους «Γερμανούς»;
Με ενδιαφέρει πολύ γιατί μπορεί κανείς να νιώθει άπατρις και στην ίδια του τη χώρα. Δεν είναι απλώς ζήτημα εθνικότητας ή υπηκοότητας, αλλά ταυτότητας. Το να νιώθεις ότι δεν ανήκεις εκεί όπου βρίσκεσαι, στην οικογένειά σου, στο εργασιακό σου περιβάλλον, στην πόλη σου, είναι μία εμπειρία αρκετά κοινή. Πιστεύω πως οι συγγραφείς εν γένει είναι απάτριδες, νιώθουν ξένοι, ότι βρίσκονται στο περιθώριο, νιώθουν έντονο το αίσθημα του «μη ανήκειν» και γι’ αυτό καταφεύγουν στη γραφή. Δύσκολα θα συναντήσεις άνθρωπο ευτυχισμένο, που να τα έχει καλά με τον εαυτό του, και να γράφει αριστουργήματα. Αν είσαι ευτυχισμένος και απόλυτα εναρμονισμένος με το περιβάλλον σου, δεν γράφεις, απλά το ζεις. Λείπει το κίνητρο για τη συγγραφή. Γι’ αυτό και με συγκινούν οι ξένοι και οι απάτριδες στη λογοτεχνία, γιατί είναι οι ήρωες με τους οποίους ταυτιζόμαστε οι συγγραφείς.

