
Η Πασχαλία Τραυλού ανήκει στους δεύτερους. Στο νέο της βιβλίο, «Η φόνισσα των μυρμηγκιών» (Εκδόσεις Διόπτρα), μία γυναίκα που «δεν θα πείραζε ούτε μυρμήγκι» κατηγορείται για φόνο — κι εμείς καλούμαστε να αναμετρηθούμε με το ερώτημα: πόσο λίγο ξέρουμε αυτούς που αγαπάμε;
Μιλήσαμε μαζί της για την ψυχή που αποζητά να αγαπηθεί ακόμη και για τα αρνητικά της, για τον ρόλο της λογοτεχνίας ως σωτηρίας ή καταδίκης και για όλα όσα δεν χωράνε σε ένα βιογραφικό, αλλά βοούν μέσα από μία σκέψη που δεν γράφτηκε ποτέ.
Η Διώνη μοιάζει να ζει μία διπλή ζωή – επιτυχημένη και αξιοζήλευτη προς τα έξω, μα γεμάτη ρωγμές προς τα μέσα. Πόσο δύσκολο είναι να υποδυόμαστε διαρκώς «ρόλους» για να επιβιώσουμε; Και πώς σε ενέπνευσε αυτή η εσωτερική σύγκρουση;
Οι ρόλοι που αναλαμβάνει καθένας μας δεν είναι πάντα η επιλογή μας. Συχνά υιοθετούμε ρόλους που μας υποβάλλονται ή μας επιβάλλονται. Στην πορεία του χρόνου, όμως, αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας και να αποκαλύπτονται οι ασυναίσθητες «κακοποιήσεις» που υπομένουμε. Και τότε, λογικά, συνακόλουθα σε αυτή τη συνειδητοποίηση, ξεκινάει ένα ταξίδι αυτογνωσίας που εμπεριέχει την εσωτερική μας σύγκρουση με ό,τι υιοθετήσαμε ως τότε ή μία συνειδητοποιημένη υποταγή που μας συνθλίβει. Θεωρώ ότι ανήκω στην πρώτη κατηγορία και ήθελα να αφήσω ένα αποτύπωμα αυτής ακριβώς της επώδυνα εξελικτικής πορείας μου προς την επίγνωση. Εξάλλου, μέσα από τις εμπειρίες, τα τραύματα και τις εσωτερικές συγκρούσεις αναγεννάται ο εαυτός μας και βρίσκει την ταυτότητά του. Μια έκφανση αυτής της μάχης είναι και η έκφραση μέσω της τέχνης.

Στο βιβλίο σου, μία γυναίκα που «δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι» κατηγορείται για φόνο. Μπορεί, τελικά, ο πόνος να μετατρέψει ένα αθώο πλάσμα σε αγρίμι και τα θύματα σε πιθανούς θύτες;
Αναμφίβολα, ναι. Ο πόνος, ο θυμός, όλα εν γένει τα αρνητικά συναισθήματα που προκαλεί αντίστοιχα ένας τοξικός μικρός ή μεγαλύτερος περίγυρος είναι εφικτό και λογικό κάποιες φορές να τροφοδοτούν ακραία ξεσπάσματα. Το θιγμένο αίσθημα δικαίου είναι ένας μοχλός που ενεργοποιεί αντιδράσεις απρόβλεπτες. Αφυπνίζει πτυχές της προσωπικότητάς μας που συχνά αγνοούμε ότι υπάρχουν. Και συχνά αυτές οι σκοτεινές, καταπιεσμένες πτυχές έχουν το πρόσωπο ενός τέρατος… Και τότε τα θύματα μετατρέπονται σε θύτες και πληρώνουν αυτά το τίμημα για την αδικία που άλλοι διέπραξαν σε βάρος τους.
Αναφέρεις πως «στη λογοτεχνία δεν της αρκεί ένα κομμάτι απ’ την ύπαρξή σου» — εσύ τι έχεις χάσει και τι έχεις κερδίσει δίνοντάς της τον εαυτό σου;
Η λογοτεχνία είναι θρησκεία, μοναχισμός, πρωταθλητισμός, έρωτας, λατρεία, μαρτύριο, τυραννία, ενίοτε δυνάστης. Σίγουρα δεν είναι απόλαυση ή μόνο απόλαυση για όσους την υπηρετούν. Τουλάχιστον έτσι τη βιώνω εγώ. Οι συγγραφείς είμαστε πιστοί, μάρτυρες, ταμένες ψυχές στην εξουσία της γραφής. Στην ουσία δούλοι της. Γράφω ήδη πάνω από είκοσι πέντε χρόνια. Τις περιόδους που δεν παιδεύομαι από μία ιδέα, αισθάνομαι ότι σπαταλιέμαι, ότι δεν κάνω το απροσδιόριστο μάλλον χρέος που έχω συνδέσει με την ύπαρξή μου. Νιώθω να αξίζει η κάθε μου ανάσα τις περιόδους που κάνω ανασκαφές στην ύπαρξή μου γράφοντας. Η βίωση της τέχνης με αυτόν τον τρόπο εξυπακούεται ότι με έχει αναγκάσει να υπομένω συγκρούσεις με τον κοντινό μου περίγυρο και να χάνω τα απλά, τα καθημερινά και τα ωραία που προσφέρει η ζωή.

Η έννοια της «ασχήμιας» που ζητά να αγαπηθεί με συγκλόνισε. Πιστεύεις πως, τελικά, αγαπάμε στ’ αλήθεια ή απλώς προβάλλουμε τις επιθυμίες μας στους άλλους;
Σίγουρα προβάλλουμε τις ανάγκες μας πάνω στον υποψήφιο αγαπημένο μας και φιλτράρουμε ό,τι μας προσφέρει μέσα απ’ τις προσδοκίες μας. Αυτή η τάση, βέβαια, αποτελεί μία επικίνδυνη παγίδα. Το ζητούμενο είναι αβίαστα να βρεθεί ένας άνθρωπος στη ζωή μας που θα μας αποδεχτεί όπως είμαστε και όχι όπως μας φαντάζεται ή θα ήθελε να είμαστε.
Αν σου ζητούσα να μου πεις μία λέξη που συνοψίζει την ψυχή αυτού του βιβλίου – μόνο μία – ποια θα ήταν και γιατί;
Αλήθεια… Αυτή είναι η λέξη που συμπυκνώνει όλα του τα νοήματα και διατρέχει από άκρη σε άκρη την αφήγηση. Θα τολμούσα να πω ότι μόνο οι αρμοί του βιβλίου είναι επινοήσεις, ενώ τα κύρια σημεία της ιστορίας είναι γεγονότα/βιώματα. Και όπως είναι αυτονόητο, το βίωμα είναι ο πιο στιβαρός πυρήνας λογοτεχνίας.
Γράφουμε για να σωθούμε ή για να καταλάβουμε γιατί δεν σωθήκαμε ποτέ; Και εσύ έγραψες αυτό το βιβλίο για να λυτρωθείς ή για να θυμάσαι το τίμημα της κάθε σωτηρίας;
Εγραψα αυτό το βιβλίο επειδή, έπειτα από είκοσι πέντε χρόνια στον χώρο, έψαχνα ακόμη την απάντηση στο ερώτημα που μου υποβάλλουν συχνά: «Γιατί γράφεις;». Κάνοντας αυτό το συγγραφικό ταξίδι κατέληξα σε κάτι που υποπτευόμουν. Δεν ασχολούμαι με τη γραφή επειδή διαθέτω ταλέντο, ούτε επειδή έχω ανάγκη να μοιράζομαι σκέψεις και συναισθήματα ούτε επειδή επιθυμούσα να διεκδικήσω μία κάποια διασημότητα. Γράφω επειδή τη γραφή μου την τροφοδοτεί ένα τραύμα που απαλύνεται και γιατρεύεται όσο εμβαθύνω γράφοντας στον κόσμο μου.

