
Ενα υβρίδιο μνήμης, αυτοβιογραφίας, ντοκουμέντου και συγκίνησης, γραμμένο με ακεραιότητα και σιωπηλό σεβασμό. Σε μια εποχή που η ταυτότητα συγγραφέα και ανθρώπου συχνά διαχωρίζεται, ο Νίκος Δαββέτας έρχεται να μας υπενθυμίσει πως η λογοτεχνία είναι πάνω απ’ όλα ενσυναίσθηση. Τον ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη και τη γενναιότητα.
Η «Δεσμοφύλακας» μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στην προσωπική εξομολόγηση και τη μυθοπλασία. Τελικά, ποιο κομμάτι της ψυχής σας υπερίσχυσε κατά τη συγγραφή: του γιου ή του συγγραφέα;
Φυσικά του συγγραφέα. Αν έγραφα ως γιος δεν θα ήταν λογοτεχνία, θα ήταν κάτι σαν προσωπικό ημερολόγιο, σαν ανεπίδοτη επιστολή ή καλύτερα σαν μια συναισθηματική εκτόνωση για να κυλά ο χρόνος. Ομως εμένα με ενδιέφερε όλος αυτός ο επώδυνος κύκλος ζωής της μητέρας μου να μετουσιωθεί σε μια λογοτεχνική ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος, με χαρακτήρες και εναλλασσόμενους ρόλους, και με φόντο ιστορικό την εποχή της δικτατορίας.
Η μητέρα σας, παρούσα και απούσα, παραμένει στον πυρήνα του βιβλίου – σαν μνήμη, σαν τραύμα, σαν άγρυπνος φρουρός. Τι ήταν πιο δύσκολο για εσάς: να ανασυστήσετε τα θραύσματα της κοινής σας ζωής ή να αποδεχτείτε το γεγονός πως η ίδια τα είχε ήδη λησμονήσει;
Και τα δύο που αναφέρετε είναι μάλλον «εύκολα» σε πρώτη ανάγνωση. Το δύσκολο είναι να δεις τη μητέρα σου ως μια «άγνωστη» ηρωίδα της μυθιστορίας, που πρέπει να σμιλέψεις με λέξεις και να την συστήσεις στους αναγνώστες «ουδέτερα», κρατώντας μια συναισθηματική απόσταση από τις πράξεις και τα λόγια της.
Η ιδιότητα της μητέρας σας ως δεσμοφύλακας είναι από μόνη της μια ισχυρή εικόνα, σχεδόν αρχέτυπη. Πώς τη βιώνατε ως παιδί;
Οπως ακριβώς την περιγράφω στο βιβλίο. Μου δίνετε όμως εδώ την ευκαιρία να τονίσω ότι για τον συγγραφέα το πιο ενδιαφέρον σημείο στην επαγγελματική της πορεία ήταν η σχέση της με τις φυλακισμένες γυναίκες, ιδιαίτερα τις πολιτικές κρατούμενες στα χρόνια της επταετίας, όπως π.χ. με την αείμνηστη Αμαλία Φλέμινγκ.

Η καθημερινότητα με τη μητέρα σας, που βυθιζόταν στη λήθη, απαιτούσε μεγάλη αντοχή και παρατήρηση. Πώς καταφέρατε να μεταφέρετε αυτή την προσωπική εμπειρία στη γραφή, χωρίς να χαθεί η ευαισθησία και η αλήθεια της στιγμής;
Ζώντας μαζί της, φροντίζοντάς της ως το τέλος, δίχως να κλείνω τα μάτια στις δύσκολες στιγμές της. Ομως όπως σας είπα και στην αρχή, πρωταρχικό μέλημα στη λογοτεχνία δεν είναι η καταγραφή της πραγματικότητας αλλά η υπέρβασή της και στη συνέχεια η ένταξή της σε ένα ευρύτερο μυθοπλαστικό σχέδιο. Εκεί φαίνεται ο συγγραφέας, αλλιώς είναι ένας απλός αφηγητής κοινότοπων περιστατικών.
Η γλώσσα και η λογοτεχνία λειτουργούν ως εργαλεία για να δώσουν μορφή στο ακαθόριστο και να παρηγορήσουν σε δύσκολες στιγμές. Πόσο σημαντικό είναι για εσάς αυτό το καταφύγιο μέσα στο βιβλίο και στην ίδια τη συγγραφή; Μπορεί η λογοτεχνία να γίνει καταφύγιο απέναντι στην άνοια και την απώλεια;
Δύσκολη ερώτηση. Σίγουρα η λογοτεχνία δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο ή τον άνθρωπο, όπως πολλοί αφελείς πιστεύουν. Αν μπορεί, κάποιες φορές να λειτουργήσει ως καταφύγιο, ως θολάμι, μακάρι -εύχομαι- να είναι έτσι.
Ως δάσκαλος Δημιουργικής Γραφής, τι λέτε στους νέους συγγραφείς για την αλήθεια; Είναι κάτι που το ζει κανείς ή κάτι που το εφευρίσκει; Και τελικά, τι σημαίνει «αλήθεια» για έναν συγγραφέα που γράφει για τη μητέρα του;
Το πρώτο πράγμα που τους λέω είναι ότι τα μυθιστορήματα δεν φτιάχνονται με αφηρημένες έννοιες, με ωραία ευρήματα και ιδέες, αλλά με τις κατάλληλες λέξεις στην κατάλληλη σειρά. Με άλλα λόγια, αν δεν έχεις βρει τη γλώσσα που θα μιλάνε οι ήρωές σου είσαι ακόμη στο μηδέν. Το δεύτερο, και ίσως πιο σημαντικό, που τους τονίζω, είναι ότι δεν χρειάζεται να έχουν προκαθορισμένες κοινωνικές ή πολιτικές ευαισθησίες για να γράψουν. Δεν γράφουμε για να αποδείξουμε ότι είμαστε καλοί άνθρωποι, με πάθος για την «αλήθεια» και τον δοκιμαζόμενο συνάνθρωπο. Αν θέλεις να υπηρετήσεις κάποιες γενικές αξίες μπορείς να στραφείς στην πολιτική δράση. Στη γραφή προσέρχεσαι αποφασισμένος, αν χρειαστεί, «να σκοτώσεις τη μάνα σου και να προδώσεις την πατρίδα σου», όπως έλεγε κι ένας παλιός δάσκαλος. Πάρτε για παράδειγμα τον Ντοστογιέφσκι. Οι περισσότεροι ήρωές του προέρχονται από τον υπόκοσμο, είναι αποσυνάγωγοι, παραβατικοί, μα το «Κακό» που αντιπροσωπεύουν έχει τελικά μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον επαρκή αναγνώστη.

