
Μια επιστροφή, όμως, που δεν έχει τίποτε το γαλήνιο. Ενας άντρας ξαναπατά, ύστερα από μια δεκαετία, στον τόπο που τον διαμόρφωσε, εκεί όπου θάφτηκαν παιδικά όνειρα και γεννήθηκαν τραύματα που δεν επουλώθηκαν ποτέ. Η απόφαση αυτή τον φέρνει αντιμέτωπο με την ίδια του την ιστορία, αλλά και με μία κοινωνία που αρνείται να δει τα σκοτάδια της.
Το βιβλίο λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Από τη μία, είναι η προσωπική διαδρομή ενός ανθρώπου που καλείται να αντιμετωπίσει μνήμες, φόβους και ενοχές. Από την άλλη, είναι το πορτρέτο μιας σύγχρονης Ελλάδας όπου οι θεσμοί αποτυγχάνουν να στηρίξουν, να προστατεύσουν, να αποδώσουν δικαιοσύνη. Ο συγγραφέας στήνει έναν καθρέφτη μπροστά μας: πόσες φορές η κοινωνία μας έκλεισε τα μάτια σε βία, σε καταπίεση, σε σιωπές που πονούσαν;
Η γραφή του Da Costa είναι αιχμηρή, σχεδόν κινηματογραφική. Οι εικόνες δεν περιγράφονται απλώς· χτυπούν τον αναγνώστη με δύναμη, σαν να τον τοποθετούν στην καρδιά της σκηνής. Υπάρχουν σελίδες που μοιάζουν με σκοτεινά πλάνα ταινίας και άλλες που φωτίζονται από στιγμές ελπίδας. Δεν είναι ένα μυθιστόρημα εύκολο ή ανάλαφρο· είναι απαιτητικό, καθώς βυθίζει τον αναγνώστη σε ψυχικά βάθη, χωρίς να του προσφέρει την πολυτέλεια να αποστασιοποιηθεί.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η θεματική της μνήμης. Ο ήρωας δεν αναπολεί απλώς· ξεκλειδώνει μνήμες που είχαν καταπιεστεί και μαζί τους επιστρέφει και ο πόνος. Η διαδικασία αυτή δείχνει πως ό,τι θάβουμε μέσα μας δεν χάνεται, αλλά περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να εκραγεί.
Σημαντική θέση στο βιβλίο κατέχει και το ζήτημα της δικαιοσύνης, το αναπόφευκτο της μνήμης και η δυσκολία της λήθης. Μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τον νόμο όπως εφαρμόζεται; Ή μήπως η κοινωνία αναγκάζει τον άνθρωπο να πάρει μόνος του την κατάσταση στα χέρια του; Το ερώτημα αυτό διατρέχει την αφήγηση, χωρίς να δίνεται μια «καθαρή» απάντηση. Και αυτή η επιλογή είναι η δύναμη του έργου: δεν προσφέρει έτοιμες λύσεις, αλλά βάζει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί.
Το βιβλίο δεν περιορίζεται σε μια ιστορία επιστροφής, αλλά ανοίγει συζήτηση για την κοινωνία μας, για τις σιωπές που τη στοιχειώνουν, για τον τρόπο που ο καθένας κουβαλά το προσωπικό του ημερολόγιο — γραμμένο όχι με λέξεις, αλλά με πληγές. Είναι ένα έργο τολμηρό και βαθιά επίκαιρο. Δεν προσφέρει παρηγορητικές απαντήσεις, αλλά δείχνει ότι η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει ως καθρέφτης και πρόκληση.
Αξίζει να διαβαστεί, όχι γιατί θα μας χαρίσει ένα ευχάριστο απόγευμα, αλλά γιατί θα μας αφήσει με ερωτήματα που δύσκολα σβήνουν. Και αυτό είναι, τελικά, το μεγάλο του πλεονέκτημα: μας κάνει να σκεφτούμε, να θυμηθούμε, να αναμετρηθούμε με τον εαυτό μας.
Δεν είναι εύκολο βιβλίο

Το «Προσωπικόν Ημοιρολόγιον» δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο· το βάρος του θέματος και η ένταση της αφήγησης ίσως αποθαρρύνουν κάποιους αναγνώστες που αναζητούν απλή ψυχαγωγία. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η απαιτητικότητα είναι που το καθιστά ξεχωριστό. Οσοι μπουν στη διαδικασία να το ακολουθήσουν θα ανταμειφθούν με μια εμπειρία που ξεπερνά τα όρια της συνηθισμένης ανάγνωσης: ένα ταξίδι συγκλονιστικό, γεμάτο αλήθεια και ουσία, που αφήνει αποτύπωμα στη μνήμη και τη σκέψη.

