
Στο «Ο κηπουρός και ο θάνατος» («Death and the Gardener»), ο συγγραφέας κάθεται δίπλα στο κρεβάτι του άρρωστου πατέρα του και καταγράφει, με τρυφερότητα και ωμή ειλικρίνεια, τις τελευταίες ημέρες: τις ανάσες, τους παλμούς, τις εσώτερες σκέψεις, αλλά και τις μικρές πράξεις φροντίδας που γίνονται χωρίς λόγια.
Το βιβλίο δεν είναι απλά μια θλίψη· είναι ένας ύμνος στη ζωή που σβήνει, στο αποτύπωμα που αφήνει ένας άνθρωπος όταν φεύγει. Ο πατέρας, πρώην κηπουρός, δεν ήταν μόνο φροντιστής φυτών. Δημιούργησε έναν κήπο σε μια άγονη αυλή, έναν χώρο που έγινε καταφύγιο, που τον έσωσε και, ταυτόχρονα, τον πρόδωσε. Εκεί, ανάμεσα σε παιώνιες, κερασιές, πατάτες και τριαντάφυλλα, έσπειρε ιστορίες: αστείες, οδυνηρές, μεγάλες όσο η ζωή του και μικρές όσο η καθημερινότητα. Η κληρονομιά του κήπου γίνεται η ζωντανή του παρουσία σαν μια ήρεμη φωνή που συνεχίζει να μιλά, ακόμα και όταν αυτός δεν είναι πια.
Η αφήγηση του Γκοσποδίνοφ ισορροπεί ανάμεσα σε ανάμνηση και στοχασμό. Δεν περιορίζεται στη στεγνή εξιστόρηση της ασθένειας· επιτρέπει στο ανάμικτο συναίσθημα της απώλειας να αναδυθεί: τον πόνο, την ενοχή, την παλιά αγάπη, αλλά και τη διακριτική ειρωνεία ενός γιου που παρατηρεί τον πατέρα του τόσο κοντά και τόσο μακριά ταυτόχρονα. Και είναι αυτή η ειρωνεία, όχι κυνική, αλλά τρυφερή που κάνει το κείμενο να μοιάζει τόσο ανθρώπινο.
Δεν λείπει το κοινωνικό πλαίσιο: Ο πατέρας ανήκει σε μια γενιά ανδρών που μεγάλωσε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Βουλγαρία, σε μια εποχή δύσκολη και σιωπηλή, με τις δικές της κοινωνικές και πολιτικές ρίζες. Αυτή η γενιά κουβαλάει βαριά αποσιώπηση, σπάνια ανοίγει την καρδιά της, ακόμα και στον πιο δικό της άνθρωπο. Η σιωπή δεν είναι μόνο απουσία λέξεων· είναι τρόπος ζωής. Και ο κήπος γίνεται μια σιωπηλή γλώσσα, ένας τόπος όπου η φροντίδα δεν χρειάζεται να εκφράζεται με λόγια.

Η αρρώστια του πατέρα (καρκίνος), η φυγή της υγείας, η φθορά του κορμιού περιγράφονται χωρίς μελοδραματισμό, με μια λιτότητα που κόβει: «Τρόπος ύπαρξης» είναι το πάτημα των παπουτσιών στο χώμα, η ανάσα που βαραίνει, το βλέμμα που παρακολουθεί τη σιωπή του θανάτου. Ο Γκοσποδίνοφ δεν είναι υπερανθρώπινος συγγραφέας· είναι γιος, είναι άνθρωπος, είναι παρατηρητής και συμπαραστάτης.
Αλλά το πιο μαγικό στοιχείο είναι η ιδέα ότι ο πατέρας… ανασταίνεται. Οχι με υπερφυσικό τρόπο, αλλά μέσα από τον κήπο που άφησε πίσω του. Τα δέντρα, τα λουλούδια, οι καρποί, όλα γίνονται φωνές μνήμης. Και ο γιος, ο αφηγητής, με τη γραφή του, «θύμα» και «κτήτορας» αυτού του κήπου, μετατρέπει τον πόνο σε ύμνο, τη θλίψη σε αφήγηση και τη θύμηση σε δημιουργία. Η λογοτεχνία, στο βιβλίο αυτό, δεν είναι φυγή από την πραγματικότητα, αλλά τρόπος να την κοιτάξεις κατάματα.
ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ

IΤο «Ο κηπουρός και ο θάνατος» δεν είναι απλά ένα βιβλίο για τον θάνατο· είναι ένας στοχασμός για την αγάπη που παραμένει, για τη ζωή που μεγαλώνει ακόμα και όταν εκείνος που τη φύτεψε δεν είναι πια εκεί. Είναι ένα προσωπικό μνημόσυνο, αλλά ταυτόχρονα και μια καθολική παρατήρηση: Με τον θάνατο χάνουμε τον πατέρα, χάνουμε και ένα κομμάτι του κόσμου μας. Κι όμως, μέσα από τη σιωπή, μπορούμε να φυτέψουμε ξανά. Από τα λίγα βιβλία που ξέρουν να κάνουν τη θλίψη τόσο όμορφη και την απώλεια τόσο δημιουργική.

