Πρωτοπόρος στο είδος του, με ιδιαίτερο ποιητικό, αλλά και σκωπτικό λόγο, με μουσική σύνθεση που συνδύαζε περίτεχνα λαϊκά, παραδοσιακά και ροκ στοιχεία, τόσο τολμηρός στις κοινωνικές του παρεμβάσεις του, πάντα ειλικρινής, ένας υπέροχος τροβαδούρος, που δεν σταματούσε ποτέ να ονειρεύεται «Σαν τον Καραγκιόζη», που παρέμεινε έως το τέλος ένα παιδί, «που μας κοιτούσε με μάτια σαν κι αυτά», ένας γλυκός παραμυθάς συνάμα, που μας έλουσε στο φως των τραγουδιών του και κίνησε για το μεγάλο ταξίδι. Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν μοναδικός, δημιούργησε τον δικό του μουσικό γαλαξία, ένας ολόκληρος κόσμος, μόνος του.
Φράσεις-συνθήματα
Αφησε πίσω του πολλές φράσεις-συνθήματα που χρησιμοποιούμε και θα συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε. «Φτιάχνουν οι Ελληνες κυκλώματα και ιστορία οι παρέες», είχε γράψει και τραγουδήσει στο περίφημό του «Ας κρατήσουν οι χοροί». Εκεί και «Το ροκ του μέλλοντός μας», καθώς και το «Εθνική Ελλάδος, γεια σου» και το «Των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία».
Καβάλησε το τόσο εμπνευσμένο «Φορτηγό» του το 1966, τρία χρόνια αργότερα μπήκε στο πολύχρωμο «Περιβόλι του τρελού», μετά το 1971 είπε να χορέψει και ήρθε ο «Μπάλλος», το 1972 «Το βρόμικο ψωμί», το 1975 το «Δέκα χρόνια κομμάτια». Ακολούθησαν το «Happy day» (1976), το σάουντρακ από την ομώνυμη ταινία του Παντελή Βούλγαρη, οι «Αχαρνής» (1977), η «Ρεζέρβα» του (1979), τα «Τραπεζάκια έξω» (1983) κ.λπ.
Εξαιρετικά ισχυρή προσωπικότητα, ο Σαββόπουλος δεν έχασε ποτέ τον εαυτό του, για να χαϊδέψει το κοινό. Μπορεί να μην άρεσε σε όλους, όμως αυτό δεν τον απασχόλησε ποτέ, καθώς ήθελε να μην προδίδει τα όσα πιστεύει. Πλήρωσε και με το παραπάνω τη διάθεσή του να μην μπαίνει σε καλούπια για χάρη κανενός. Το «Κούρεμα» το 1989, όπου και το πολυσχολιασμένο του τραγούδι «Κωλοέλληνες», του στοίχισε σε δημοτικότητα και δημοφιλία. Ηταν η πιο αμφιλεγόμενη μουσική του δουλειά.
Εκ βαθέων
Τον Οκτώβριο του 2014, λίγο πριν γιορτάσει στο Ηρώδειο τα πενήντα του χρόνια στο τραγούδι, ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε δώσει στον «Ε.Τ.» και στη γράφουσα μία εκ βαθέων συνέντευξη από την οποία αναδημοσιεύουμε σήμερα ένα μέρος της:
«50 χρόνια μαζί», λέτε από τον τίτλο αυτής της βραδιάς. Αν κοιτάξετε προς τα πίσω, ποια είναι η γεύση αυτών των 50 ετών;
Η ζωή είχε τα πάνω της, είχε και τα κάτω της… Η γεύση, ωστόσο, που αφήνει στο τέλος και στο σύνολό της αυτός ο μισός αιώνας είναι γλυκιά.
Πόσο βαρύνει για εσάς το «μαζί» σ’ αυτήν τη φράση, η συνύπαρξη, η συμπόρευση με το κοινό;
Εχει μεγάλη σημασία για εμένα η σχέση μου με το κοινό. Δεν είναι, όμως, καθοριστική. Γι’ αυτό μερικές φορές μπορεί να απογοητεύθηκε το κοινό από εμένα. Γιατί ακολουθούσα πάντα μια εσωτερική φωνή, τη φωνή της καρδιάς μου. Η σχέση μου με το κοινό είναι βαρύνουσα, όπως και με κάθε σχέση. Γιατί μέσα σε κάθε σχέση αναζητούμε την αναγνώριση. Αλλά θέλουμε να μας αποδεχθούν έτσι όπως είμαστε. Αυτό γυρεύουμε στη ζωή. Το ίδιο ζητάμε και στη μουσική.
Oταν συνέβαινε αυτό, να απογοητευθεί το κοινό από εσάς, πώς αποκαθίστατο η σχέση σας μαζί του;
Δεν έκανα τίποτα. Απλώς συνέχιζα τη δουλειά μου. Και το κοινό με ξανατιμούσε με το ενδιαφέρον του.
Η δημιουργία είναι δηλαδή η γέφυρα επικοινωνίας;
Η δημιουργία σαφώς, που όμως βγαίνει μέσα από την προσωπική σου αλήθεια. Οχι μέσα από αυτό που θα ήθελε ο ένας ή ο άλλος, όσο αγαπητός και αν είναι.
Πάντως, εσείς δείχνετε να έχετε καταφέρει να μείνετε ο εαυτός σας σ’ αυτά τα 50 χρόνια που πέρασαν.
Και όσο περνούν τα χρόνια και μεγαλώνω τόσο πιο κοντά στον εαυτό μου έρχομαι. Αυτό είναι το ωραίο όταν μεγαλώνεις…
Νιώθετε ότι μεγαλώνετε, αλήθεια;
Oχι, εκτός από όταν πάω να ανέβω καμιά ανηφόρα…
Η αγκαλιά, τόσο στον τομέα της προσωπικής σας ζωής όσο και στον τομέα της επαγγελματικής, σας δόθηκε απλόχερα;
Βέβαια και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.
Η οικογένειά σας έπαιξε ρόλο στο να μπορείτε εσείς να δίνεστε στη μουσική;
Η οικογένειά μου ήταν πολύ γενναιόδωρη απέναντί μου. Εχω δύο εξαίρετους γιους και δύο εγγόνια πλέον από τον Ρωμανό.
Βλέπετε στο κοινό μια αυξημένη αλληλεγγύη τα τελευταία χρόνια, λόγω της κρίσης;
Ναι, σαφώς, γιατί, εκτός από το ότι κάνουν η Εκκλησία, οι Σύλλογοι, η «Ελπίδα», η «Φλόγα», η Ενωση «Μαζί για το Παιδί», «το Χαμόγελο του Παιδιού», υπάρχει και μια πιο σιωπηλή αλληλεγγύη. Μαγειρεύουν στις γειτονιές για τους μη έχοντες, η οικογένεια βοηθάει το πιο αδύναμο μέλος της με αγάπη, όσο μπορεί. Ναι, νομίζω ότι υπάρχει αλληλεγγύη. Κάτι που οφείλεται και στη συνοχή της ελληνικής οικογένειας, που εξακολουθεί να είναι ισχυρή και αυτό είναι από τα καλά στοιχεία της. Γιατί έχει και κακές πλευρές η ελληνική οικογένεια. Αν τυχόν τσακωθεί κάποιος με τον κύριο τάδε, έχουν την απαίτηση να μην του μιλάει όλο το σόι. Τύπου βεντέτα σαν να λέμε…
ΜΕ ΤΟΝ «ΠΛΟΥΤΟ» ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ
«Να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας, να φτάσουμε στη σκέψη για το αύριο»
Το 2013 λίγο πριν κατέβει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη ως σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής για πρώτη φορά, ενώ παράλληλα είχε υπογράψει τη μετάφραση και τη μουσική για την παράσταση, ο Διονύσης Σαββόπουλος έδωσε μία ακόμα συνέντευξη στον «Ε.Τ.» και τη γράφουσα.
Λέμε ότι ο Αριστοφάνης είναι πάντα διαχρονικός και επίκαιρος. Ειδικά στην εποχή μας τι είναι αυτό που κάνει τον λόγο του να ηχεί τόσο σημερινός;
Η ποίησή του βασικά και όχι τόσο τα καλαμπούρια του… Δεν τράβηξε λίγα στη ζωή του με τα αστεία του. Ηξερε εις βάθος τα ανθρώπινα και υπερασπιζόταν το βαθύτερο συμφέρον του ανθρώπου και της κοινωνίας. Βέβαια, αν ο συρμός δεν καταλαβαίνει την ποίησή του, στέκεται μόνο στα καλαμπούρια και προσθέτει κι άλλα, δικά του, ώσπου το έργο γίνεται αγνώριστο. Η αληθινή τέχνη είναι πάντα επίκαιρη, διότι δεν «προοδεύει» όπως π.χ. η επιστήμη. Η Ιατρική, ας πούμε, εξελίχθηκε και προόδευσε πολύ, αλλά ο Σαίξπηρ δεν είναι καλύτερος από τον Αισχύλο ούτε ο T.S. Eliot καλύτερος από τον Ομηρο. Μία φορά ζωντανή τέχνη, για πάντα ζωντανή.
Εσείς τι θέλετε να πείτε στο κοινό, ποια μηνύματα θέλετε να στείλετε μέσα από την παράσταση; Είστε, αλήθεια, αισιόδοξος για το αύριο;
Το έργο είναι μία σάτιρα του νεοπλουτισμού και του lifestyle που ζήσαμε τελευταία. Ακολουθούσαμε τους πολιτικούς μας, επειδή αυτό μας βόλευε. Πρέπει να το κατανοήσουμε αυτό, να αλλάξουμε και ήδη αλλάζουμε, φτωχαίνουμε και αλαλάζουμε, ενώ το κράτος μένει ίδιο! Με τους οργανισμούς του και τα παχύδερμά του. Εκεί! Γι’ αυτό δεν είμαι πια και τόσο αισιόδοξος, από την άποψη του χρόνου που θα απαιτηθεί για να δούμε άσπρη μέρα. Νιώθω μουδιασμένος, όπως όλοι οι Ελληνες που θέλουμε ένα καινούργιο κράτος και όχι ένα καινούργιο χάος, αλλά δεν ξέρουμε πώς γίνεται αυτό. Στην Επίδαυρο θα ήθελα, με τη βοήθεια του έργου, να πετύχουμε ένα άνοιγμα ψυχής, κοινό και ηθοποιοί. Να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας, να φτάσουμε στη σκέψη για το αύριο.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΗΛΑΗΔΟΝΗ
«Ο Λουκιανός είναι ο Μολιέρος της Κυψέλης»
Το 2010 είχε συνεργαστεί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, σε μια συναυλία για το Μακεδονικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Θεσσαλονίκης. Στην κοινή συνέντευξή τους στον «Ε.Τ.» και τη γράφουσα είχε δηλώσει για τη συνύπαρξή τους: «Ο Λουκιανός κι εγώ είμαστε μόνο με το ένα πόδι στον μοντέρνο βίο και με το άλλο στην παράδοση: δηλαδή και Αυλωνίτης και Αλέν Ρενέ. Και Τσιτσάνης και Στραβίνσκι, μολονότι όσο γερνάμε, είμαστε μάλλον με το… Αυλωνίτης και το Τσιτσάνης παρά με τα άλλα…
Ωραία ήταν. Παίξαμε χωρίς μουσικούς και ενορχηστρώσεις, μόνο κιθάρα εγώ και πιάνο εκείνος αλά παλαιά. Είπαμε μερικά δικά μας τραγούδια και μετά αρχίσαμε να λέμε διάφορα ελαφρά, ρεμπέτικα και δημοτικά, ακόμα και τραγούδια της κατασκήνωσης είπαμε. Είναι τραγούδια γενικής συγκινήσεως που επηρέασαν τον Λουκιανό κι εμένα. Είναι οι καταβολές μας. Τα τραγουδάμε συχνά στο σπίτι όταν συναντιόμαστε, πάντως μόνο σε στενό κύκλο μέχρι τώρα. Πρώτη φορά αποτολμήσαμε να το κάνουμε και μπροστά στο ευρύτερο κοινό. Σκεφτόμουν ότι: ή θα το διασκεδάσουν ή θα μας γιουχάρουν. Στην αρχή παραξενεύτηκαν, αλλά μετά ξεσάλωσαν, μας μπιζάρανε κιόλας. Είναι μια ωραία συνάντηση φίλων, ένα χάπενινγκ, μια παρένθεση… Αγαπώ τον Λουκιανό. Με συγκινούν πολλά τραγούδια του, είναι ο Μολιέρος της Κυψέλης».
«ΜΙΚΡΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΖΑ ΤΟΠΙΑ»
«Ποίηση και στιχουργική δουλεύουν με εικόνες»
Τον Νοέμβριο του 2014 η Γκαλερί Ζουμπουλάκη είχε φιλοξενήσει μια έκθεση 18 εικαστικών, γεννημένων τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, οι οποίοι είχαν εμπνευσθεί τα έργα τους από τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου.
«Θεωρώ πολύ τιμητικό το γεγονός ότι 18 ζωγράφοι εμπνεύστηκαν από τα τραγούδια μου», μας είχε πει τότε. «Το να γίνεσαι με κάποιον τρόπο κομμάτι του εαυτού του άλλου είναι πολύ συγκινητικό. Ανυπομονώ να δω τα έργα που ενέπνευσε η μουσική μου αναρτημένα στην έκθεση. Νιώθω τη νεότερη γενιά καλλιτεχνών, που βρίσκονται μεταξύ 30-40 ετών, πολύ κοντά μου».
Οσο για τη δική του σχέση, αλλά και της δουλειάς του με τη ζωγραφική, μας είχε δηλώσει: «Μικρός ζωγράφιζα συνήθως τοπία και ήμουν καλός στο μάθημα των τεχνικών. Στη συνέχεια έγινα καλός θεατής της ζωγραφικής. Η ποίηση και η στιχουργική πάντα δουλεύουν με εικόνες και δίνουν τη δυνατότητα στον ζωγράφο να τις εκφράσει εικαστικά».

