
Στο νέο του βιβλίο «Η Ελλάδα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: Ο ρόλος των Συμμάχων και των Δυνάμεων του Αξονα» (Εκδόσεις: «Κούρος»), ο δρ Δημήτριος Γκίκας φωτίζει με επιστημονική ακρίβεια και αφηγηματική ζωντάνια τις μάχες, τις διπλωματικές σχέσεις και τις μυστικές επιχειρήσεις της εποχής. Με πολύπλευρη Παιδεία και εμπειρία στην Εκπαίδευση, ο συγγραφέας προβάλλει το «μεγαλείο της ψυχής» που χαρακτήρισε τον ελληνικό αγώνα και υπενθυμίζει ότι η μνήμη της αντίστασης παραμένει ζωντανή και επίκαιρη.
Η συζήτηση με τον δρα Δημήτριο Γκίκα αναδεικνύει ότι η Ιστορία δεν είναι απλώς αφήγηση περασμένων γεγονότων, αλλά ζωντανός οδηγός για το παρόν και το μέλλον. Το έργο του υπενθυμίζει πως η Ελλάδα, παρά το μικρό της μέγεθος, απέδειξε ότι η δύναμη της ψυχής και της ελευθερίας μπορεί να ανατρέψει τους πιο ισχυρούς αντιπάλους.
Στην εισαγωγή του βιβλίου σας τονίζεται ότι η Ελλάδα απέδειξε πως ο πόλεμος δεν κερδίζεται με αριθμούς, αλλά με «το μεγαλείο της ψυχής». Ποια γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποτυπώνουν καλύτερα αυτήν την αλήθεια;
Ολη η ελληνική αντίσταση στους αριθμητικά υπέρτερους Ιταλούς αποτυπώνει την ύψιστη αξία που έχει η θέληση ν’ αγωνιστείς για την ελευθερία της πατρίδας σου σε αντίθεση με τον ψυχρό, αριθμητικό υπολογισμό. Από την απόφαση του διοικητή της 8ης Μεραρχίας Πεζικού να αγωνιστεί μέχρις εσχάτων και να μην υποχωρήσει ούτε μία σπιθαμή μέχρι τις ηρωικές μάχες στα Οχυρά, η συμμετοχή της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Οι Ελληνες δεν πολέμησαν υπολογίζοντας το «πόσοι είμαστε εμείς και πόσοι αυτοί». Πολέμησαν με απίστευτο θάρρος και πείσμα, κόντρα σε αριθμητικές πιθανότητες. Για να είμαστε δίκαιοι, δεν ήμαστε ο μόνος λαός που το έπραξε αυτό. Οι Ρώσοι, επίσης, επέδειξαν τεράστιο θάρρος και ψυχική δύναμη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πολιορκία του Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη), η οποία κράτησε 900 ημέρες και στη διάρκεια της οποίας οι κάτοικοι της πόλης όχι μόνο αγωνίστηκαν με σθένος, αλλά αποφάσισαν τη συνέχιση της λειτουργίας των σχολείων και των πανεπιστημίων, γενικότερα των καθημερινών δραστηριοτήτων της πόλης τους, ενώ πραγματοποίησαν ακόμα και μουσική συναυλία, διατηρώντας το ηθικό τους ακμαίο. Δεν είναι, λοιπόν, μια ελληνική «παραξενιά» το αγωνιστικό φρόνημα και η αντίσταση. Είμαστε, όμως, από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις στην Ιστορία όπου η κουλτούρα μας απέδειξε το ιστορικό αξίωμα: η γενναιότητα και όχι οι αριθμοί είναι θεμελιώδης προϋπόθεση της νίκης.
Στο έργο σας χαρακτηρίζετε την Ελλάδα «προμαχώνα της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου». Πόσο καθοριστική υπήρξε, κατά την άποψή σας, η συμβολή της στην ανατροπή των σχεδίων του Αξονα;
Εξαιρετικά καθοριστική! Κι αυτό, αρχικά, το παραδέχθηκαν όλοι οι Σύμμαχοι. Στη συνέχεια, βέβαια, υπήρξε μια αποκαθήλωση που δεν στηρίχθηκε σε ιστορικά δεδομένα, αλλά, κυρίως, σε πολιτικές και γεωστρατηγικές σκοπιμότητες των νικητών, οι οποίοι επιθυμούσαν διακαώς περισσότερη ισχύ, περισσότερα κέρδη, περισσότερη εξουσία. Αν, όμως, η Ελλάδα δεν είχε αντισταθεί, όχι για χάρη των Συμμάχων βέβαια, αλλά διότι αυτό υπαγόρευε το ελεύθερο φρόνημα του λαού της, η ροή του πολέμου θα ήταν πολύ διαφορετική. Αυτό το έχει αποδείξει πολλάκις η Ιστορία, ήδη από την αρχαία Μάχη του Μαραθώνα. Οι Ελληνες, διαχρονικά, υπήρξαμε πολεμικός λαός, δηλαδή λαός που αγωνιζόταν μέχρις εσχάτων για την ελευθερία του. Η γεωστρατηγική μας θέση κατέστησε, τελικά, αυτήν την κουλτούρα κοινή για την Ευρώπη και τον δυτικό κόσμο.

Σημαντικό μέρος του βιβλίου αφορά τις διεθνείς σχέσεις, τις μυστικές υπηρεσίες και τις παρασκηνιακές επιχειρήσεις. Ποια από αυτές τις πτυχές θεωρείτε πιο καθοριστική για την κατανόηση του ρόλου της Ελλάδας στον πόλεμο;
Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο για την κατανόηση του ρόλου της Ελλάδας είναι η πολιτική του κατευνασμού, τακτική διεθνών σχέσεων που ακολούθησε αρχικά η Μεγάλη Βρετανία. Οσο κυριαρχούσε αυτή η πολιτική, οι δυνάμεις του Αξονα γιγαντώνονταν. Το αποτέλεσμα ήταν να κυριαρχήσουν σε όλα τα μέτωπα για σχεδόν δύο ολόκληρα χρόνια, ώσπου μία μικρή χώρα στην άκρη της Βαλκανικής κατάφερε αυτό που έμοιαζε ακατόρθωτο: την πρώτη νίκη των Συμμάχων! Δείτε τη διαφορά κουλτούρας: Η «τρανή» Αγγλία βάφτιζε την υποχωρητικότητα «ειρήνη των καιρών μας», ενώ η Ελλάδα αποφάσισε από την αρχή ν’ αγωνιστεί μέχρις εσχάτων! Η Ιστορία έδειξε περίτρανα ποιος λαός, τελικά, δικαιώθηκε για την επιλογή του!
Ο αγώνας για την ελευθερία υπήρξε θεμέλιο της ελληνικής αντίστασης. Τι πιστεύετε ότι σημαίνει για τις νεότερες γενιές σήμερα να γνωρίζουν αυτήν την Ιστορία; Μπορεί η μνήμη να γίνει εργαλείο Παιδείας και Δημοκρατίας;
Το λειτούργημα του εκπαιδευτικού δεν εξαντλείται, όπως εσφαλμένα νομίζουμε, στην απλή μετάδοση γνώσεων. Προφανώς, η ιστορική γνώση είναι ένα από τα ζητούμενα. Αλλά η διαδικασία διαμόρφωσης μιας κουλτούρας δεν εδράζεται μονάχα στη γνώση. Η Παιδεία είναι ζήτημα αξιών, υιοθέτησης ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής και αφομοίωσης αρχών. Ολα αυτά συνθέτουν ένα πολιτιστικό αποτύπωμα που για κάθε λαό, βέβαια, μπορεί να είναι διαφορετικό. Στη δική μας περίπτωση, όμως, η ιστορική μνήμη και το πολιτιστικό αποτύπωμα των Ελλήνων επέδρασαν βαθιά και επηρέασαν όλο τον δυτικό κόσμο. Αυτό καθιστά τη δική μας προσπάθεια, εννοώ των Ελλήνων εκπαιδευτικών, ακόμα πιο υπεύθυνη: Μεταδίδουμε στους νέους μας αρχές, κουλτούρα και σύστημα αξιών που, για αιώνες, δοκιμάστηκαν και αποδείχθηκαν εξαιρετικά θεμέλια για την πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού. Η ηθική, για παράδειγμα, είναι τομέας πολιτισμού και εμπεριέχει μέσα της την έννοια της ελευθερίας, της ατομικής αξιοπρέπειας, της δημοκρατικής συνείδησης.
Ως συγγραφέας που ισορροπεί ανάμεσα στην επιστημονική τεκμηρίωση και τη ζωντανή αφήγηση, τι δυσκολίες συναντήσατε στη συγγραφή αυτού του έργου; Θέλατε, πρωτίστως, να προσφέρετε ιστορική γνώση ή να εμπνεύσετε ένα ηθικό παράδειγμα;
Πραγματικά, το ερώτημα με απασχόλησε εξαρχής. Η απόφασή μου πάρθηκε στη βάση της κύριας ιδιότητάς μου, αυτής του εκπαιδευτικού. Δεν μπορείς, βέβαια, να παραγκωνίσεις την επιστημονικότητα, απλώς για χάρη μιας πιο εύπεπτης ανάγνωσης. Ομως, ο πρώτιστος σκοπός μου είναι η παρακίνηση, η έμπνευση, όπως το λέτε κι εσείς, των νέων παιδιών να ακολουθήσουν πρότυπα που, κάκιστα σήμερα, έχουν περάσει στη λήθη και μια κουλτούρα, εξίσου χαμένη: αυτή της αγωνιστικότητας και της πολεμικότητας. Δεν εννοώ, βεβαίως, να κάνουμε τα παιδιά μας πολεμοχαρή, αλλά ενεργούς πολίτες έτοιμους να αγωνιστούν, αν χρειαστεί, για τις αξίες μας, τον τρόπο ζωής μας, την ελευθερία μας σε κάθε περίπτωση – είτε σε ειρήνη είτε σε πόλεμο…

