Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Ταξίδι στην Πόλη

Ηταν Σεπτέμβρης του 1981. Η Καλλιόπη μόλις είχε τελειώσει το Λύκειο και θα γινόταν πραγματικότητα η υπόσχεση του πατέρα της για ένα ταξίδι στην Πόλη. Ξεκίνησαν παρέα με άτομα που οι ρίζες τους κρατούσαν από ένα χωριό έξω από την Πόλη. Παλιά Περίσταση το έλεγαν κι έτσι ονόμασαν τον οικισμό οι πρώτοι πρόσφυγες έξω από την Κατερίνη. Θα επισκέπτονταν τα σπίτια των προγόνων τους και μετά θα σεργιανούσαν στα αρώματα της Πόλης.
Το πρωί ξύπνησαν σ’ αυτό το χωριό από τους αμανέδες του μουεζίνη, από τον γειτονικό μιναρέ του ξενοδοχείου. Οταν μπήκαν στο πρώτο σπίτι, τους κατέκλυσε η συγκίνηση και τα δάκρυα ήταν ασταμάτητα. Ολοι είχαν ακούσει ιστορίες από τα στόματα των υπερηλίκων που δεν κατάφεραν ποτέ να επιστρέψουν στη χαμένη τους πατρίδα.
Η Καλλιόπη το έβαλε σκοπό ζωής να επισκεφτεί τον τόπο που γεννήθηκαν οι γιαγιάδες της. Ακουγε ιστορίες σαν παραμύθια από το στόμα τους. Εδωσε υπόσχεση πως θα πάει να βρει το σπίτι τους και να πάρει χώμα, να το ρίξει στον τάφο τους όταν έρθει η ώρα. Και οι δύο γιαγιάδες είχαν σπίτια στην περιοχή της Πόλης. Η μία στο Φανάρι και η άλλη στην Πρίγκηπο. Οι αγκαλιές με τους Τούρκους νοικοκύρηδες και τα κεράσματα δεν σταμάτησαν όσο παρέμειναν στους οντάδες τους.
Δεν είχαν πετάξει τίποτε ελληνικό. Πρόσφυγες κι εκείνοι όπως οι δικοί μας. Γνώριζαν από διωγμούς και ανταλλαγές. Για όλους ήταν κάτι σαν επιστροφή. Οχι σε κάτι που είχαν ζήσει, μα σε κάτι που υπήρχε μέσα τους χωρίς να τους ανήκει. Μια μνήμη κληρονομημένη. Μια ανάσα που έμεινε μετέωρη στους τοίχους ενός παλιού σπιτιού, που ίσως δεν είχαν δει ποτέ. Τους είχαν παρακαλέσει, πριν ξεκινήσουν, να τυπώσουν φωτογραφίες από το Διαδίκτυο, για να τους εξηγήσουν σε ποια σοκάκια θα περπατήσουν. Θαρρούσαν πως σταμάτησε ο χρόνος το 1920 και θα τα έβρισκαν τα ίδια.
Η Καλλιόπη κρατούσε στα χέρια της μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, οδοντωτή γύρω γύρω, που απεικόνιζε το σπίτι της συνονόματης γιαγιάς της. Βιαζόταν να επισκεφτεί το Φανάρι, στην Πόλη, για να δει αν θα το βρει όπως της το διηγήθηκε. Οταν πήγε στην Πόλη, περπάτησε στο σοκάκι των Περιστεριών, στο Φανάρι. Εκεί αντάμωσε μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά να στέκεται στη γωνία ενός στενού. Μιλούσε ελληνικά. «Είχε παντρευτεί Τούρκο και δεν την έδιωξαν;» αναρωτήθηκε καθώς τη ρωτούσε αν υπάρχει κάπου ένα σοκάκι με περιστέρια. Η γυναίκα την κοίταξε χωρίς να εκπλαγεί. Εδειξε με το χέρι μια στενή κατηφόρα. «Υπήρχε. Τώρα έχει τρία σπίτια και μία συκιά. Αλλά τα περιστέρια είναι ακόμη εκεί. Αν ξέρεις να τα κοιτάς». Δεν κατάλαβε τι εννοούσε η γυναίκα, αλλά την ευχαρίστησε. Κατέβηκε προσεκτικά την κατηφόρα, για να μη γλιστρήσει.

Οντως, υπήρχαν τρία σπίτια. Το ένα είχε μπλε παράθυρα, το άλλο σφαλισμένα πατζούρια, το τρίτο μια πόρτα σπασμένη — εκεί σταμάτησε. Ηταν το σπίτι της γιαγιάς της. Οπως το έδειχνε η φωτογραφία. Παραξενεύτηκε όταν είδε πως δεν έλειπε τίποτε. Τα περιστέρια μοναχά έβρισκαν καταφύγιο στους κρύους χειμώνες. Μετά από ώρα, αφού η Καλλιόπη μάζεψε στην τσάντα της ό,τι θεώρησε πολύτιμο, περπάτησε ως την Αγία Σοφία χωρίς χάρτη. Σαν να ήταν υπνωτισμένη, ακολούθησε τα βήματα της γιαγιάς της. Αφησε τα παπούτσια έξω από τον ναό, για να μπει να δει τις σοβατισμένες τοιχογραφίες. Οπου πήγαινε, η Ελλάδα μοσχοβολούσε. Οι περισσότεροι μαγαζάτορες γνώριζαν ελληνικά, ενώ αυτή καταλάβαινε σπαστά τα τουρκικά αφού οι λέξεις ακολούθησαν τους διωκόμενους περνώντας τα σύνορα. Την επόμενη ημέρα επισκέφτηκε την Πρίγκηπο.
Εφτασε με το καραβάκι. Είδε τα άλογα που τραβούσαν άμαξες, μύρισε τον αέρα που έφερνε τη μυρωδιά του γιασεμιού και του χρόνου. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Μόνο ποδήλατα, κάρα και βήματα. Της μιλούσε η γιαγιά της για την Πρίγκηπο με τη ματιά κάποιου που θυμόταν μια πατρίδα μέσα από τα θαμπά τζάμια της μνήμης. Για τη μυρωδιά του χαλβά που ψηνόταν τις Παρασκευές, για τα λουστραρισμένα ξύλινα σκαλοπάτια, για τα νησιά που φαίνονταν πέρα μακριά. «Στην Πρίγκηπο κρύβαμε τις Κυριακές», της έλεγε. «Εκεί πηγαίναμε να ξεχαστούμε». Σεργιάνισε στα σοκάκια που περπάτησε εκείνη. Καθώς επέστρεφε στο πανδοχείο, άκουσε στην πλατεία έναν γέροντα να ψιθυρίζει στα ελληνικά. Τον πλησίασε. Εκείνος κοίταξε την Καλλιόπη βαθιά στα μάτια. Η αλήθεια είναι ότι η Καλλιόπη έμοιαζε στα μάτια στη γιαγιά της.
«Από πού είσαι;». «Απ’ τη Θεσσαλονίκη. Η γιαγιά μου έζησε εδώ». Χαμογέλασε πικρά. «Κάποτε οι αυλές εδώ μύριζαν βασιλικό και καφέ. Τώρα… μόνο φαντάσματα». Σαν να τον είδε πως ταράχτηκε. Της είχε πει η γιαγιά σχεδόν ψιθυριστά, πως εκεί πήγε για πρώτη φορά χέρι χέρι με κάποιον που δεν παντρεύτηκε ποτέ. Μήπως είναι αυτός; Στο τέλος της ημέρας, πήρε μαζί της λίγο χώμα κι ένα κλαδάκι γιασεμιού που είχε ξεραθεί και το έβαλε ανάμεσα στις σελίδες του ημερολογίου που της το είχε δωρίσει η γιαγιά. Τ
ην επόμενη μέρα επισκέφτηκε το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Δεν πήγε να προσευχηθεί, αλλά να θυμηθεί για λογαριασμό άλλων. Να ψηλαφήσει το χώμα που μίλησε στους προγόνους της. Ή ίσως και να ζητήσει συγγνώμη που τους ξέχασε τόσον καιρό. Επέστρεψε στο κέντρο της πόλης. Ηταν το τελευταίο βράδυ πριν από την επιστροφή της στην Ελλάδα. Πήγε στο Καπαλί Τσαρσί, στη σκεπαστή αγορά, για να πάρει μαζί της τα αρώματα της Πόλης. Μπαχαρικά, τούρκικο καφέ, σιροπιαστά και μπακιρένια ζωγραφισμένα πιάτα. Πήγε στις γέφυρες του Βόσπορου, του Γαλατά να αγναντέψει τη φωταγωγημένη Πόλη.
Η επιστροφή της στην Ελλάδα σημαδεύτηκε με τον θάνατο της γιαγιάς της. Την πρόλαβε και της έδωσε το χώμα, το μαντίλι και το γιασεμί, δώρο αυτού που δεν παντρεύτηκε ποτέ. Πρόλαβε την υπόσχεση. Το έριξε στον τάφο της.

