Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Σαν παραμύθι

Πρώτη φορά πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο! Η γνωριμία με έναν τόσο διαφορετικό τόπο με κρατούσε σε διαρκή υπερδιέγερση. Πήγαινα διαβασμένη για τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν τα νησιά Λοφότεν εξαιτίας του υψηλού γεωγραφικού πλάτους, είχα δει και τα σχετικά βίντεο στο Διαδίκτυο. Η πραγματικότητα όμως ξεπερνούσε την τεχνητή εικόνα, όπως αντιλήφθηκα όταν αφήσαμε το Οσλο πίσω μας.
Κολλημένη στο παράθυρο του αεροπλάνου, θαύμαζα το σμίλευμα της ακτογραμμής από το καλέμι των φυσικών στοιχείων. Τέχνη τους οι δαντελωτές παραλίες και άλλοτε απόκρημνες ακτές. Εργο τους το φαντασμαγορικό θέαμα των φιόρδ με πλαίσιο τις κατακόρυφες βραχώδεις πλαγιές που δροσίζονταν από μικρούς καταρράκτες. Αραιοκατοικημένη χώρα η Νορβηγία, οι πόλεις που είδα κατά την πτήση ήταν λίγες. Στους μυχούς των φιόρδ ωστόσο, η ανθρώπινη παρουσία είχε βρει απάγκιο για τη δημιουργία κάποιου οικισμού, – ψαροχώρι ως επί το πλείστον ή λιμανάκι ανεφοδιασμού.
Στο αεροδρόμιο του Τρόμσο ένας διακριτικός ήλιος φώτιζε την απλωμένη λευκή συννεφιά. Τέλος Οκτωβρίου με έναν εξαιρετικά ευνοϊκό καιρό για τη Βόρεια Ευρώπη, η επικρατούσα θερμοκρασία ήταν ιδανική για την πεζοπορία που είχα κατά νου. Αλλωστε, ήμουν ντυμένη σαν το κρεμμύδι, ώστε να μπορώ να προσθαφαιρώ ρούχα ανάλογα τα καπρίτσια του κλίματος. Πρώτη εντύπωση από τη διαδρομή προς την πόλη του Τρόμσο ήταν τα ψηλά βουνά που κατακρημνίζονταν σε καταπράσινες ακτές, ενώ οι αιώνια χιονισμένες κορυφές τους καθρεφτίζονταν στην επιφάνεια του γαλήνιου πελάγου. Μια πινελιά χαράς στο τοπίο πρόσθεταν τα διάσπαρτα χρωματιστά σπιτάκια πάνω σε πασσάλους.
Πλησιάζοντας στο ξενοδοχείο που βρισκόταν στην προκυμαία του λιμανιού, σάστισα στη θέα ενός μαύρου κήτους που ξεπρόβαλε από το νερό. Μόνο που δεν επρόκειτο για φάλαινα, αλλά για νορβηγικό υποβρύχιο όπως διαπίστωσα, καθώς βιάστηκα να το φωτογραφίσω. Κι ενώ παρακολουθούσα την ανάδυσή του με το στόμα ανοιχτό, στον πυργίσκο του εμφανίστηκαν άντρες ντυμένοι με σκούρα στολή και σκούφο. Πήδηξαν στην προκυμαία κι ετοιμάστηκαν να το δέσουν στους κάβους. ΤΙ ωραία υποδοχή! Μέχρι και το ναυτικό κατέφτασε να με καλωσορίσει!
Οι εκπλήξεις συνεχίστηκαν με τον καιρό, που έκανε επίδειξη δυνάμεως. Πρώτα ψιχάλισε για λίγο, στη συνέχεια έβγαλε αέρα, ύστερα καλοσυνάδα, τέλος χιόνισε. Στις δέκα το βράδυ, ο πολικός άνεμος στίλβωνε το χιόνι που γυάλιζε κάτω από τα φώτα του δρόμου. Ο,τι πρέπει για να φας γλίστρα, αλλά και η τέλεια φρεσκαδούρα πριν από τον ύπνο! Το θριλεράκι με τα σκέρτσα του καιρού συνέχισε με την ομίχλη που σκέπαζε το λιμάνι όταν ξύπνησα. Ευτυχώς, διαλύθηκε κατά τη διάρκεια του πρωινού γεύματος και τα κατάλοιπα του χιονιού παραδόθηκαν σε ένα ψιλοβρόχι.
Οταν έφτασα στη φάρμα των ταράνδων, ο καιρός είχε σταθεροποιηθεί ευχάριστα. Στην είσοδο με υποδέχτηκε ένας άντρας της φυλής των Σαάμι ντυμένος την εθνική του στολή: Μπλε-κόκκινη μακριά μπλούζα με κεντημένη μπορντούρα στην περιφέρεια, τους ώμους, τα μανίκια και το καπέλο, που έμοιαζε με παιδική τούρτα. Στα ίδια χρώματα και κέντημα οι κάλτσες του μέχρι το γόνατο, τα δε τσαρούχια έφεραν γυριστές μύτες. Γαλανός με στρογγυλά μάγουλα, ο Αντο ανήκε στη μειονότητα των αυτοχθόνων φινοουγγρικής καταγωγής που κατοικούν στα βόρεια τμήματα της σκανδιναβικής χερσονήσου. Οι πρόγονοί του κυνηγούσαν άγρια ζώα, εκείνος εξέτρεφε τάρανδους στο πίσω μέρος της αγροικίας του.
Το σπίτι του Αντο και της Νανάς ήταν ολοσχερώς κατασκευασμένο από ανοιχτόχρωμο ξύλο, στο δε κεντρικό δωμάτιο η μαντεμένια ξυλόσομπα μου έκλεισε το μάτι ν’ αφαιρέσω ρούχα. Παρόμοια ντυμένη με τον άντρα της, τη μέση της Νανάς στόλιζε ζώνη από παλιά νομίσματα, το στήθος της κόσμημα λαϊκής τέχνης. Αφού τα είπαμε λιγάκι στα αγγλικά, την παρακάλεσα για έναν παραδοσιακό ψαλμό, τα λεγόμενα γιόικ που σπάνια διαθέτουν λόγια. Κι εκείνη μου έκανε τη χάρη. Νανογιό, νανογιό, νανογιό τραγούδησε μελωδικά συναισθήματα για τους ανθρώπους της, ενόσω εγώ απολάμβανα το κρέας ταράνδου που είχε μαγειρέψει με πατάτες και καρότα.

Foto: Yngve Olsen Sæbbe
Μια άλλη συγκινησιακή εμπειρία ήταν τα μικρά φωτιστικά που άρχισαν να ανάβουν στα παράθυρα των σπιτιών καθώς σουρούπωνε. Από ό,τι μου εξήγησε ο ντόπιος οδηγός, επρόκειτο για παμπάλαιο έθιμο παρηγοριάς στους ναυτικούς και τους ψαράδες που μοχθούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Τι εγκάρδια σκέψη! Πράγματι, η λάμψη σε κάθε παράθυρο άναβε μια σπίθα ζεστασιάς και στα δικά μου σωθικά, αφού όσο πύκνωναν τα φωτάκια, τόσο πλησίαζε η ώρα της ξεκούρασης από τη γεμάτη καινούργιες εντυπώσεις μέρα.
Το ταξίδι στο Αρχιπέλαγος Λοφότεν είχε πολλές συναρπαστικές στιγμές. Την κρουαζιέρα στα γειτονικά φιόρδ με συνοδεία αετούς. Απαθανάτισα λευκές αλεπούδες, άλκες, λύγκες, φώκιες, τα πουλιά πάφιν με τα φουσκωτά μάγουλα, κορμοράνους με ενάμιση μέτρο άνοιγμα φτερά κι ένα έντονο μοβ ουράνιο τόξο που έβαψε μαβιά την πλάση!
Κι έπειτα, το αποχαιρετιστήριο υπερθέαμα, όταν ο ουρανός πρασίνισε και μέσα από το καταπράσινο φόντο ξεπρόβαλαν κίτρινα, μπλε, κόκκινα κύματα που χόρευαν αλλάζοντας σχήμα. Το Βόρειο σέλας, που οι αρχαίοι Ελληνες πίστευαν ότι ήταν αδέλφι του ήλιου και της σελήνης. Για τους Βίκινγκς ήταν Βαλκυρίες που κάλπαζαν στα επουράνια οδηγώντας τους γενναίους πεσόντες πολεμιστές στη Βαλχάλα, έδρα των δικών τους θεών. Και όταν αυτοί το έριχναν έξω, η αντανάκλαση από τα υπέρλαμπρα γλέντια τους έφτανε στους κοινούς θνητούς. Η μετέπειτα ντόπια παράδοση το θεωρούσε μάγισσες που χόρευαν κουνώντας άσπρα μαντήλια, πράγμα που έκανε τους Σαάμι να κρύβουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, μη τα πάρει το μαγικό φως του Βορρά. Για άλλους πάλι ήταν ένα γιορτινό θεϊκό φαινόμενο, ένα μήνυμα για καλή ψαριά ή πλούσια σοδιά.
Οι λίγες μέρες στο βόρειο ακρωτήρι της Νορβηγίας τελείωσαν γρήγορα αφήνοντας μια γλυκιά γεύση. Στην πτήση της επιστροφής αναπόλησα τα νησιά Λοφόταν, τα γραφικότερα της Βορείου Ευρώπης, τις πεντακάθαρες πολίχνες και τη σεβάσμια συμπεριφορά των κατοίκων τους προς τη φύση που τους φιλοξενεί. Η ευγνωμοσύνη που δείχνουν στον τόπο τους θα μου μείνει αξέχαστη.

