Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Μουσικές βόλτες

Αφήνω πίσω μου το στρατόπεδο, με το απολυτήριο στο χέρι. Δεκαοκτώ μήνες μετά, ο χαρακτηρισμός «κληρωτός οπλίτης» ανήκει οριστικά και αμετάκλητα στο παρελθόν. Στον πρώτο κάδο που βρίσκω πετάω μέσα του οτιδήποτε θυμίζει τον στρατό. Αρβυλα, χιτώνια, σκελέες, μάλλινες κάλτσες˙όλα στο χρώμα του φαιοπράσινου. Λιγοστά τα χρήματα. Ισα που φτάνουν για το εισιτήριο της επιστροφής σ’ ένα αφιλόξενο σπίτι, κι ας είναι το πατρικό μου.
Με την «Καναδέζα» πραγματοποιώ μια τελευταία διαδρομή μέχρι το κέντρο της πόλης. Σε μια πόλη που δεν γνωρίζω και δεν έχει κανέναν λόγο να με γνωρίζει. Κοιτάζω γύρω μου τον κόσμο να κινείται στον δικό του ρυθμό. Ποιος νοιάζεται για μένα; Κανένας.
Περπατάω σαν μαγεμένος περιπατητής στους δρομίσκους της πόλης. Κουράζομαι, αλλά συνεχίζω ρουφώντας άπληστα εικόνες, χρώματα, αρώματα. Κάπως έτσι είναι η ελευθερία. Κανονικά θα έπρεπε να βρίσκομαι στα εκδοτήρια του ΚΤΕΛ περιμένοντας το λεωφορείο της επιστροφής στα πάτρια εδάφη. Δεν είμαι, όμως. Είμαι έξω από την είσοδο του σταθμού, κάτω από ένα υποτυπώδες στέγαστρο. Πραγματικά αναποφάσιστος. Θυμάμαι το τραγούδι των Κατσιμιχαίων «Παίξε γλυκιά μου φυσαρμόνικα». Πάντοτε το θυμάμαι σε στιγμές που μοιάζουν, χωρίς απαραίτητα να είναι, θλιβερές. Βγάζω από την τσέπη του παντελονιού μου τον πολύτιμο σύντροφο της μοναξιάς μου. Βρέχω τα χείλη μου με το σάλιο μου και ξεκινάω να παίζω τον ρυθμό με την κόκκινη φυσαρμόνικα. Εκείνη που μου είχε χαρίσει ο παππούς μου δεκαπέντε χρόνια πίσω. Φέρνω για λίγο την εικόνα του στην οθόνη του μυαλού μου. «Οταν ακούς τη μελωδία της σε ταξιδεύει», τον ακούω να λέει, λες και είναι δίπλα μου κι ας έχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή.
Κλείνω τα μάτια αφήνοντας τον ρυθμό να με παρασύρει. Ενα σφύριγμα έρχεται να μου αποσπάσει την προσοχή και την προσήλωση. Απομαγεμένος, στα όρια του εκνευρισμού, ανοίγω τα βλέφαρα. Στιλπνά ξανθά μαλλιά στεφανώνουν ένα όμορφο γλυκό πρόσωπο γεμάτο φακίδες. «Παίζεις υπέροχα. Και ναι, ήθελα να σε διακόψω, γι’ αυτό σου σφύριξα», λέει σε σπαστά ελληνικά ο ξανθός άγγελος που αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στον κόσμο των θνητών. Πριν προλάβω να αναρωτηθώ αν είμαι πράγματι ο εκλεκτός της μεταφοράς θεϊκού μηνύματος, φροντίζει να με βγάλει από τη φούσκα της αυταπάτης που έχει αρχίσει να δημιουργεί το υπέρμετρο εγώ μου. «Είμαι η Εμμα. Εχω ένα γκρουπ. Εμμα και φίλοι. Θέλεις να γίνεις φίλος μου;», αναρωτιέται την ώρα που μου δείχνει ένα Van T2. Εχει ζωγραφισμένο στα πλευρά του μουσικά όργανα και νότες. «Ελα, θα παίζεις φυσαρμόνικα», λέει παρακαλετά. Δεν έχω να προβάλω καμία αντίρρηση, δέχομαι σχεδόν αυτοστιγμεί.
Μπαίνω μέσα. Δύο κορίτσια −τρία μαζί με την Εμμα−, τρία αγόρια κι ένα εγώ τέσσερα, καθόμαστε στα πίσω καθίσματα. Μπροστά ο οδηγός, απροσδιόριστης ηλικίας, με τον καφέ να αποτελεί προέκταση του χεριού του, δίνει το σύνθημα. «Ξεκινάμε». Αφετηρία η Θεσσαλονίκη. Πρώτη στάση στη Νέα Πέραμο. Στη διαδρομή μαθαίνω τα ονόματά τους. Οι περισσότεροι ξένοι. Λάτρεις της χώρας. Μόνο η Εμμα έχει ελληνικές ρίζες. Ο πατέρας της από το Λιτόχωρο, η μητέρα από το Σάλτσμπουργκ. Μέσα από το παράθυρο έχω προλάβει να έρθω αντιμέτωπος με την ομορφιά της ελληνικής γης και είμαι συγκλονισμένος. Αν κάποτε περπάτησαν οι θεοί στη Γη, αυτό εδώ πρέπει να ήταν το μέρος, σκέφτομαι και χαμογελώ.
Το ίδιο βράδυ, οι μουσικοί, μαζί τους κι εγώ, δίνουμε συναυλία σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο στην παραλία. Εχω την απαραίτητη γνώση και τα καταφέρνω τόσο καλά που σε μια κίνηση ενθουσιασμού η Εμμα γυρνάει και με φιλάει στα χείλη.
Το επόμενο μεσημέρι μάς βρίσκει στην Αλεξανδρούπολη. Μερικές ώρες μετά, έχουμε πάλι στηθεί, καθ’ όλα έτοιμοι για τη νέα παράσταση. Το μυαλό μου, κενό από σκέψεις, αφήνεται στις μουσικές. Το βλέμμα μου απλώνεται και χάνεται στην άκρη του μπλε, στο βάθος του ορίζοντα, την ώρα που ένας χλομός ήλιος αφήνει την αδηφάγα θάλασσα να τον καταπιεί.
Εντυπωσιάζομαι με τα «κατορθώματά» μου. Εχω ξεχάσει, μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα, δεκαοκτώ μήνες θητείας. Νιώθω πως μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες έχω καταφέρει να ερωτευτώ. Την Εμμα.
Νιώθω τη μελωδία της φυσαρμόνικάς μου να απλώνεται στον χώρο. Στο τέλος της παράστασης, περνάω απαλά το χέρι μου πίσω από την πλάτης της Εμμας. Γυρίζει δήθεν ξαφνιασμένη, είμαι σίγουρος όμως πως την περίμενε την κίνησή μου και μου χαμογελάει. Σκύβω το κεφάλι. Σαν να υποκλίνομαι στην ομορφιά της. Σ’ αυτήν την ιδιότυπη υπόκλιση βρίσκω σύμμαχο το εκτυφλωτικό φως του προβολέα που πέφτει πάνω μου και δεν μ’ αφήνει να σηκωθώ.
Το ίδιο βράδυ, στο πλοίο για τη Σαμοθράκη, προλαβαίνουμε να αγγίξουμε τα χείλη μας, δοκιμάζοντας τη γεύση τους. Δεν μιλάμε, οι λέξεις έχουν την ικανότητα να πληγώνουν τη σιωπή.
Λίγο πριν από το χάραμα, το επιβλητικό όρος Σάος υποδέχεται την μπάντα. Είμαι σίγουρος πως η συνέχεια θα είναι μαγική. Πιστεύω πως η Εμμα κι εγώ θα γίνουμε επίσημα ζευγάρι και έτσι, σφιχτά αγκαλιασμένοι, αθεράπευτα ρομαντικοί και ερωτευμένοι, θα ταξιδέψουμε σ’ όλη την Ελλάδα, παίζοντας μουσικάρες. Το όνειρο διαλύεται στιγμές μετά. Στην αποβάθρα, ένας ψηλός ξανθός με αλογοουρά, γυμνασμένος όσο δεν πάει, χαμογελάει προς το μέρος μας. Μέχρι να καταλάβω τις προθέσεις του, η Εμμα έχει πηδήξει μέσα στην αγκαλιά του, τον φιλά με πάθος. Ο Γιόχαν είναι το αγόρι της και γητευτής των πνευστών. Παίζει, όπως μαθαίνω, από κλαρινέτο μέχρι όμποε. Φυσικά, το σύμπαν συνωμοτεί και η φυσαρμόνικα είναι το αγαπημένο του όργανο.
Με την ουρά στα σκέλια, νιώθω ήδη ανεπιθύμητος, μαζεύω σχεδόν ερανικά τα χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής. Ονειρο ήταν και πάει. Οι τίτλοι τέλους πέφτουν την ώρα που επιβιβάζομαι στο ίδιο πλοίο, μερικά λεπτά αργότερα. Νιώθω έτοιμος και, ταυτόχρονα, ανέτοιμος για το επόμενο ταξίδι.

