Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Ηταν ένα μικρό ταξίδι…

«Τα καταφέραμε», αναφώνησαν μόλις πάτησαν την τσιμεντένια προβλήτα του λιμανιού και αγκαλιάστηκαν με θέρμη. Ηταν ένα σύντομο καλοκαιρινό ταξίδι που θα το θυμόντουσαν όμως για όλη τους τη ζωή.
Ολα είχαν ξεκινήσει την προηγούμενή μέρα. Μια από εκείνες τις καλοκαιρινές μέρες που αισθάνεσαι ευτυχισμένος που ζεις και αναπνέεις. Σαν πλουμιστός πίνακας που αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις, με τον ήλιο να σκαρφαλώνει στο ψηλότερο σημείο του καταγάλανου ουρανού και τις αχτίνες του να πυρώνουν ό,τι συναντούσαν στο διάβα τους. Τη βαθιά γαλάζια θάλασσα, τους βράχους γύρω της και την άμμο που πάνω της ξάπλωναν οι λουόμενοι.
Μια φίλη τούς είχε καλέσει για ένα Σαββατοκύριακο μακριά από την κάψα και το καυσαέριο της πόλης σε ένα νησί του Σαρωνικού, που είχε μείνει αναλλοίωτο απ’ το πέρασμα του χρόνου και όλοι οι οιωνοί συνέκλιναν στο ότι θα είναι μια ιδανική απόδραση από το κλεινόν άστυ.
Στην ιστορική πόλη της Υδρας είχαν φτάσει με το πρώτο πρωινό πλοίο και αυτό που αντίκρισαν ήταν τα καλοδιατηρημένα σπίτια που σε ταξίδευαν σε άλλους αιώνες, εκεί που τα καράβια χρησιμοποιούσαν τη δύναμη των ανέμων και ο σπουδαίος στόλος της έπαιζε καίριο ρόλο στην Επανάσταση του 1821.
Οι δύο μέρες πέρασαν ιδανικά, με μπάνια, βόλτες στα παραδοσιακά καλντερίμια του νησιού, στα ιστορικά κτίρια, τα αρχοντικά και τα καπετανόσπιτα, στην ιστορική οικία του Λάζαρου Κουντουριώτη, στους προμαχώνες με τα κανόνια κοντά στο λιμάνι, όπου η θέα είναι ειδυλλιακή, στα γραφικά πλακόστρωτα σοκάκια, ανάμεσα στα λουλουδάτα σπίτια με την ιδιότυπη αρχιτεκτονική και στις γραφικές ταβέρνες, όπου επιδόθηκαν σε ενδιαφέρουσες γαστρονομικές περιπέτειες.
Και όπως όλα τα ωραία είχε φτάσει η ώρα του γυρισμού. Οι καιρικές συνθήκες ήταν ιδανικές για το ταξίδι της επιστροφής. Η θερμοκρασία είχε σκαρφαλώσει στα ύψη, η θάλασσα βρίσκονταν σε μια ατελείωτη νηνεμία και τίποτα δεν διατάρασσε τη βαθιά γαλάζια ησυχία της.
Η φιλοξενία της φίλης τους ήταν αψεγάδιαστη και ως επιστέγασμα τους ξεπροβόδισε ως το γραφικό λιμάνι, εκεί όπου μεταξύ ασπασμών έδωσαν ραντεβού για την επόμενη φορά, αφού προμηθεύτηκαν τα τοπικά και πολύ νόστιμα αμυγδαλωτά.

Η επιβίβαση στο καταμαράν έγινε λίγα λεπτά αφού κατέβηκαν οι νέοι επισκέπτες του νησιού. Το ζευγάρι ξεκίνησε να ανεβαίνει τη σκάλα που θα τους οδηγούσε στις θέσεις τους και λίγο πριν μπει εντός του πλοίου το βλέμμα τους στράφηκε για μια τελευταία φορά στην πανέμορφη πόλη της Υδρας. Η εικόνα αυτή αποτυπώθηκε στην έκφραση του προσώπου τους και το ζωγράφισε με τα πιο έντονα χρώματα.
Οταν κάθισαν στις θέσεις τους και αφού τα δάχτυλα των χεριών τους έγιναν ένα άρχισαν να επιδίδονται στην ευχάριστη ανασκόπηση όλων όσα είχαν βιώσει τις δύο αυτές μέρες της παραμονή τους. Παρατήρησαν την καμπίνα να γεμίζει σιγά σιγά έως ότου δεν υπήρχε κενή θέση. Το δρομολόγιο της επιστροφής ήταν πλήρες και οι επιβάτες είχαν επιδοθεί σε ζωηρές και θορυβώδεις συζητήσεις.
Ο καπετάνιος και το προσωπικό καλωσόρισαν όλους τους επιβαίνοντες και τους ενημέρωσαν ότι σε δύο ώρες και κάτι θα βρίσκονταν στο λιμάνι του Πειραιά. Ο λαμπερός ήλιος βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο και οι αχτίνες του χάιδευαν την απέραντη, γαλήνια και γαλάζια θάλασσα. Δεν υπήρχε ο παραμικρός κυματισμός και όλα έδειχναν ότι θα είναι ένα απόλυτα ήσυχο και χαλαρό ταξίδι επιστροφής. Πολλοί διάβαζαν βιβλία και περιοδικά, άλλοι έπαιζαν χαρτιά και επιτραπέζια παιχνίδια και αρκετοί συζητούσαν με έντονη φωνή, γελώντας και φωνασκώντας. Η όλη ατμόσφαιρα ήταν πανηγυρική και ιδιαίτερα χαρούμενη έως το μέσο του ταξιδιού όταν υπήρξε απόλυτη μεταβολή των καιρικών συνθηκών.
Βρίσκονταν στο ύψος της Αίγινας, όταν άρχισε ο ουρανός να σκοτεινιάζει και η θάλασσα να γίνεται κυματώδης. Η απόλυτη νηνεμία και ηρεμία έδωσε τη θέση της σε μανιασμένα κύματα που χτυπούσαν το καταμαράν από όλες τις πλευρές. Το σκάφος προσπαθούσε με μεγάλο κόπο να συνεχίσει να επιπλέει αναπηδώντας από το ένα μεγάλο κύμα στο άλλο, ο αέρας λυσσομανούσε και θαλασσινό νερό είχε εισχωρήσει στην καμπίνα επιβατών.
Εντός του πλοίου επικρατούσε ένα μεγάλο πανδαιμόνιο από τους επιβάτες. Οσοι ήταν όρθιοι είχαν καθίσει και κρατούσαν με όλη τους τη δύναμη τα καθίσματα με τα χέρια τους που είχαν κατακοκκινίσει από την έντονη προσπάθεια. Ακούγονταν φωνές και προσευχές και το προσωπικό ήταν άφαντο. Το ζευγάρι είχε αγκαλιαστεί και το πρόσωπό τους είχε αδειάσει από κάθε ίχνος ικμάδας. Η κοπέλα έπαιρνε ασθμαίνοντας βαθιές ανάσες, μα την είχε καταλάβει ο φόβος και ο πανικός. Ο σύντροφός της την κρατούσε σφιχτά, της έδινε κουράγιο, μα και ο ίδιος από το ξαφνικό σοκ που βίωνε είχε χάσει σχεδόν την ανάσα του, με ένα ποτάμι κρύου ιδρώτα να τον λούζει απ’ την κορφή έως τα νύχια. Ο χρόνος είχε παγώσει και το ταξίδι της επιστροφής είχε μετατραπεί σε έναν εφιάλτη δίχως τέλος. Οποια σκέψη τούς επισκέπτονταν είχε την απόχρωση του απόλυτου μαύρου και όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις που είσαι κοντά στο τέλος, ευτυχισμένα πλάνα προβάλλονταν κάτω από τα σφαλιστά μάτια σαν μια κινηματογραφική ταινία της κοινής τους ζωής.
Επειτα από πολλές αγωνιώδεις προσπάθειες να κρατηθεί το πλοίο στα κύματα και αφού όλοι οι επιβάτες ήταν το λιγότερο εξουθενωμένοι, η μανιασμένη θάλασσα άρχισε σιγά σιγά να ηρεμεί, ο άνεμος να κοπάζει και το ζευγάρι να ξαναβρίσκει ανακουφισμένο την ανάσα του.
Το επόμενο που θυμούνται είναι να πατάνε στη στέρεη γη, να βλέπουν τα πεσμένα δέντρα ολόγυρά τους και να χάνονται ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

