Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Η ΧΙΟΝΑΤΗ ΤΟΥ ΒΡΟΤΣΛΑΒ

Εμεινε στήλη άλατος στην είσοδο του ξενοδοχείου με το κινητό στο χέρι. Τα σεμινάρια για τις νέες μεθόδους πωλήσεων θα ξεκινούσαν το απόγευμα. Αναβολές και ανατροπές: οι μεγαλύτεροι εχθροί της. Μετρούσε τον χρόνο σαν ελβετικό ρολόι, γι’ αυτό και επέλεξε τη Ζυρίχη στο μεγάλο brain drain της κρίσης του 2015. Δεν το μετάνιωσε. Είχε γρήγορη ανέλιξη και απολαβές που ούτε μπορούσε να ονειρευτεί ως sales manager στην Ελλάδα. Ακούμπησε σε μία κολόνα και άρχισε να πληκτρολογεί νευρικά οδηγίες για τα ραντεβού που έπρεπε να αλλάξει η personal assistant της.
Και τώρα; Συνωμοσία του σύμπαντος στο Βρότσλαβ της Πολωνίας για να… τραβήξει χειρόφρενο για λίγες ώρες. Μέχρι τότε, η μόνη επαφή της με τις πόλεις που επισκεπτόταν για τη δουλειά της ήταν σκόρπιες εικόνες κατά τις μετακινήσεις της με ταξί από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο κι από εκεί στον χώρο των σεμιναρίων. Δεν είχε χρόνο για διακοπές: τα projects που αναλάμβανε ήταν απαιτητικά.
Εκανε επιτόπου στροφή και πήρε από τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου έναν τουριστικό οδηγό του Βρότσλαβ. Σύμφωνα με όσα έγραφε, βρισκόταν στη «Βενετία του Βορρά» και δεν το ήξερε! Μια μεσαιωνική πόλη χτισμένη στις όχθες του ποταμού Οντερ, με 120 γέφυρες και δώδεκα πανέμορφα νησιά. Μια φοιτητούπολη που έσφυζε από ζωή και φιγουράριζε στη λίστα με τις καλύτερες πόλεις στον κόσμο για να ζεις. Παράδεισος είναι ο τόπος που σου επιτρέπει να είσαι δημιουργικός, ήταν το μότο της. Οπως έλεγε συχνά στους ασκούμενούς της, με προσαρμοστικότητα, υπομονή και επιμονή, αν το αξίζεις, θα φέρεις τις συνθήκες στα μέτρα σου.
Διαβάζοντας τον οδηγό κόντεψε να χάσει την ισορροπία της. Ενοχλημένη έσκυψε να δει πού σκόνταψε. Ενας μπρούτζινος νάνος, που μετά βίας έφτανε στον αστράγαλο του ποδιού της. Ξεφύλλισε γρήγορα τον οδηγό. Αχά! Ενα από τα εκατοντάδες νανάκια, φύλακες της πόλης που κάποτε την έσωσαν από την επέλαση των καλικάντζαρων και κρύβονταν τώρα στις πιο απίθανες γωνιές. Ο νάνος της κρατούσε ένα βιβλίο. Μόλις είχε συστηθεί… ανορθόδοξα με τον «βιβλιόφιλο», τον πιο πολυδιαβασμένο και συνετό νάνο του Βρότσλαβ, που έδινε συμβουλές σε επίδοξους συγγραφείς κι έφερνε καλοτυχία. Συμπαθούσε τους νάνους και τα ξωτικά της Βόρειας Ευρώπης, αρκεί να ήταν καλοκάγαθα, διασκέδαζε με τις σκανταλιές τους. Αυτές που δεν άντεχε ήταν η Χιονάτη, η Σταχτοπούτα, η Ραπουνζέλ και όλα τα κορίτσια που περίμεναν τον πρίγκιπα να… καθαρίσει για λογαριασμό τους.

Εφτασε σχετικά γρήγορα στην πλατεία Rynek, μία από τις μεγαλύτερες της Ευρώπης, με γοτθικά κτίρια, πολύχρωμα σπίτια και ζωγραφισμένες προσόψεις. Ενα κράμα αναγεννησιακής και γοτθικής αρχιτεκτονικής, με πολλές και διαφορετικές επιρροές. Βοημοί, Ούγγροι, Αυστριακοί, Πρώσοι και Γερμανοί άφησαν τα ίχνη τους στο Βρότσλαβ. Το έλεγαν Μπρεσλάου μέχρι το 1945 και ανήκε στη Γερμανία: πέρασε στα χέρια των Πολωνών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επέλεξε να γευματίσει στο ρεστοράν που βρισκόταν στο ισόγειο του παλιού δημαρχείου, ένα αρχιτεκτονικό διαμάντι του 1299. Διάλεξε ένα τραπέζι με θέα στην πλατεία και παρήγγειλε, αντί για το συνηθισμένο φιλέτο, πιερόγκι: παραδοσιακά χειροποίητα βραστά ζυμαρικά με γέμιση από τυρί, πατάτα, λάχανο και μανιτάρια. Η… παρασπονδία της αποδείχθηκε γευστικότατη.
Ετερόκλητο πλήθος διέσχιζε την πλατεία: καλοντυμένες Πολωνές, οικογένειες με παιδάκια και πολλοί έφηβοι με περίεργα χτενίσματα και τατουάζ. Μια ψηλόλιγνη ξανθιά βιολονίστρια ερμήνευε με στιλ μελωδίες από τον διεθνή κινηματογράφο: να και τα «Παιδιά του Πειραιά»! Είχε καλλιτεχνική παράδοση η Πολωνία. Σοπέν, Λουτοσουάφσκι, Ιγκνάτσι Γιαν Παντερέφσκι, Κζίστοφ Πεντερέτσκι, Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ, Βόιτσεχ Κίλαρ και οι σκηνοθέτες Ρομάν Πολάνσκι και Κριστόφ Κισλόφσκι. Στο κέντρο της Rynek, άγαλμα του ποιητή και δραματουργού Αλεξάντερ Φρέντρο.
Πλήρωσε με την κάρτα της γιατί το πορτοφόλι της δεν είχε ούτε ένα πολωνικό ζλότι και συνέχισε την περιπλάνησή της. Ούτε που σκέφτηκε να διασχίσει την πανύψηλη γέφυρα που ένωνε τους δύο πύργους στον Καθεδρικό της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής. Την έλεγαν και «γέφυρα των μαγισσών», γιατί αναγκάζονταν να τη διασχίσουν όσες κατηγορούνταν για μαγεία σε καιρούς σκοτεινούς. Αν τα κατάφερναν σίγουρα τις προστάτευαν… σκοτεινές δυνάμεις και ήταν ένοχες. Οσες έπεφταν στο κενό κηρύσσονταν αθώες μετά θάνατον. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα!
Κατευθύνθηκε στην πλατεία Solny με τα υπαίθρια ανθοπωλεία. Οι αγορές και οι πλατείες της πόλης έσφυζαν από ζωή και happenings. Στη διασταύρωση των οδών Świdnicka και Piłsudskiego στάθηκε στο «Πέρασμα», την υπαίθρια σύνθεση γλυπτών «των Ανώνυμων Πεζών»: Przejście στα πολωνικά σημαίνει «πέρασμα», «διάβαση». Οι γλυπτές φιγούρες, άνδρες και γυναίκες, ντυμένες με τη μόδα του ’70, «βυθίζονταν» στο πεζοδρόμιο της μίας πλευράς της οδού Swidnicka και αναδύονταν στην άλλη. Ενα έργο τέχνης του 2006 στη μνήμη όσων χάθηκαν από το αυταρχικό καθεστώς. Η ιστορία της Πολωνίας μέσα από έργα τέχνης γεμάτα δύναμη και συμβολισμούς.
Περπατώντας έφτασε και στη «γέφυρα με τις κλειδαριές» που ενώνει τα νησιά Tumski και Sand. Μα, χρειάζεται κλειδαριές η αγάπη; Πώς να φυλακίσεις τη δίδυμη αδελφή της ελευθερίας; Φυτεύουν νωρίς τον σπόρο του φόβου. Κι όταν θεριέψει ο φόβος στη γλάστρα της ζωής, τότε, ο έλεγχος μοιάζει με δώρο, γιατί έχουμε την ανάγκη να νιώσουμε ασφαλείς. Και για να μη μείνουμε μόνοι σ’ έναν κόσμο εχθρικό, παραμένουμε δυστυχείς σε «σχέσει- φυλακές»: γνωστά τα δράματα που ακολουθούν…
Τα νανάκια λες και την παρακολουθούσαν μυστικά! Παραμόνευαν παντού. Σε γωνιές δρόμων, πίσω από παγκάκια, κρεμασμένα από γέφυρες, κολόνες, παράθυρα και εισόδους σπιτιών. Αραζαν, έπιναν, κουβαλούσαν πυροσβεστικές αντλίες, σου πρόσφεραν την καρδιά τους και σχολίαζαν με τον τρόπο τους νοοτροπίες και συμπεριφορές. Μέχρι και νανάκι που έψηνε σουβλάκια ανακάλυψε!
Το κινητό χτύπησε πάλι. Σε μισή ώρα οδηγός θα την παραλάμβανε από το ξενοδοχείο της.
«Ηρθε η ώρα ν’ αποχωριστούμε», είπε πειρακτικά στα νανάκια. «Κι αν με διαλέξετε για Χιονάτη, δεν θα το μετανιώσετε. Θα σας έχω στα πούπουλα. Θα πληρώνω τους λογαριασμούς και θα προσλάβω συνεργείο καθαρισμού για το σπίτι. Κι αν θελήσουν να σας απολύσουν, γνωρίζω τον καλύτερο εργατολόγο που θα σας ξεμπλέξει. Δεν έχω μαζί μου ψιχουλάκια ή χαλικάκια για να με βρείτε. Θα αφήσω την επαγγελματική μου κάρτα στο ξενοδοχείο…».

