
Δύο χωριά, ο Σταυραετός και ο Κούκος·δύο κόσμοι δεμένοι με μίσος, σιωπές και παλιά κρίματα. Μέσα σ’ αυτή τη σκληρή τοπογραφία, ο Κορτώ στήνει μια ιστορία για τη Σμαρώ, τη γυναίκα που επιστρέφει από την Κατοχή κουβαλώντας δύο παιδιά και ένα αβάσταχτο μυστικό. Η επιστροφή της δεν είναι απλώς πράξη επιβίωσης, είναι η αρχή μιας νέας αποκάλυψης – εκεί όπου το παρελθόν ζητάει δικαίωση και η αγάπη γίνεται ταυτόχρονα καταφύγιο και καταδίκη.
Ο συγγραφέας, χωρίς να εγκαταλείπει το γνώριμο πάθος του για τη λεπτομέρεια των ψυχών, δοκιμάζει εδώ μια νέα πνοή στη γραφή του. Οι προτάσεις του είναι πιο δωρικές, το συναίσθημα πιο συγκρατημένο, αλλά και πιο ώριμο. Η γλώσσα του αποκτά την υφή του μύθου θυμίζει προφορική αφήγηση, σαν εκείνες που λέγονταν παλιά γύρω από το τζάκι. Ο Κορτώ φαίνεται να επιστρέφει στις ρίζες της συλλογικής αφήγησης, εκεί όπου το προσωπικό γίνεται ιστορία και το δράμα μιας γυναίκας μετατρέπεται σε δράμα μιας ολόκληρης χώρας.
Το βιβλίο φωτίζει τη δεκαετία του ’40 όχι μέσα από τα μεγάλα γεγονότα, αλλά μέσα από τους μικρούς, καθημερινούς ανθρώπους – αυτούς που κουβαλούν τη μοίρα τους σιωπηλά, χωρίς να ζητούν λύτρωση. Η κατοχική Αθήνα, το μοναστήρι, τα δυο χωριά με τα ανεπούλωτα τραύματα: όλα λειτουργούν σαν καθρέφτες μιας Ελλάδας που προσπαθεί να ξανασταθεί.

Κάτω από την ιστορία αγάπης και προδοσίας, πάλλεται ένα υπόγειο νήμα: η ταυτότητα, η ενοχή, η πίστη στη ζωή παρά τα πάντα. Ο Κορτώ, με την ευαισθησία που τον διακρίνει, δεν γράφει εδώ μια τραγωδία, αλλά μια ψίθυρη παραβολή για τη δύναμη του ανθρώπου να επιμένει, να αγαπά, να θυμάται.
Το «Σταυραετός και Κούκος» είναι ένα βιβλίο-στροφή. Μια μαχαιριά, όπως προειδοποιεί το οπισθόφυλλο, αλλά και μια ωδή στη σιωπή των απλών ανθρώπων που ποτέ δεν είναι απλοί. Ο Κορτώ αποδεικνύει πως μπορεί να κινηθεί πέρα από την προσωπική του μυθολογία και να συναντήσει τη μεγάλη Ιστορία – με την ίδια ειλικρίνεια, την ίδια ευγένεια, και μια ωριμότητα που συγκινεί.
Στο τέλος, μένει η αίσθηση πως ο συγγραφέας έγραψε όχι μόνο για τη Σμαρώ, την Αγλαΐα, τη Λίτσα, το Μαθιό, τη Λεμονιά, το Βάιο, τη Ρίτσα, το Νικηφόρο, τη Λιάνα για κάθε ψυχή που γύρισε απ’ τον δικό της πόλεμο κουβαλώντας κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί. Κι αυτή ακριβώς είναι η δύναμη της λογοτεχνίας του Κορτώ: να μετατρέπει το ανείπωτο σε μνήμη και το σκοτάδι σε φως.

