
Τα «Δύο παράξενα πλάσματα» μάς μεταφέρουν σε μια ερημική παραλία της Νισύρου, εκεί όπου ένα παιδί κι ένα αλλόκοτο πλάσμα συνυπάρχουν στο όριο ζωής και θανάτου. Ο συγγραφέας, με τη γνώριμη γλωσσική του ευφυΐα και το υπαρξιακό του βλέμμα, υπογράφει ένα κείμενο που διασχίζει την απώλεια, την ελπίδα και τη βαθύτερη φύση της ανθρώπινης αλήθειας. Μιλήσαμε μαζί του για την έμπνευση, τον ρόλο του συγγραφέα και τη δύναμη της παιδικής φωνής.
_H νουβέλα σας ξεκινά με ένα κοριτσάκι που βρίσκεται ζωντανό ανάμεσα σε πτώματα ναυαγών – μια εικόνα τρομακτική, αλλά και μυστηριωδώς ποιητική. Ποια ήταν η πρώτη σπίθα που σας οδήγησε σε αυτήν την ιστορία;
Διάβασα μια μικρή είδηση στις εφημερίδες, πως σε απομακρυσμένο νησί οι κάτοικοί του κυνήγησαν όλοι μαζί και εξόντωσαν τις στρουθοκαμήλους που είχαν δραπετεύσει από το τοπικό εκτροφείο, επειδή έπασχαν από «ιογενή ψευδοπανώλη». Απορημένος, ερεύνησα και επιβεβαίωσα πως η ασθένεια αυτή δεν είναι κολλητική για τον άνθρωπο. Τότε το εννόησα, το συνειδητοποίησα απόλυτα, πως σκότωσαν αυτά τα πλάσματα μόνο και μόνο για το παράξενο σουλούπι τους, εξαιτίας της ασυνήθιστης μορφής τους, πως ό,τι δεν μας ταιριάζει, το διαφορετικό, το σκοτώνουμε. Αυτή η σκέψη με παρέσυρε τόσο, που αναπτύχθηκε αφ’ εαυτής και πήρε, ερήμην μου, λογοτεχνικό σχήμα.
_Η παιδική φωνή της ηρωίδας μιλά με γεροντική χροιά και περιγράφει μια απίθανη φιλία με μία στρουθοκάμηλο. Ποια είναι για εσάς η λειτουργία του φανταστικού σε αυτό το βιβλίο; Είναι μια πράξη άμυνας απέναντι στο τραύμα ή κάτι πιο υπαρξιακό;
Δεν ξεχωρίζω το λογικό από το λεγόμενο φαντασιακό ή φανταστικό. Θεωρώ πως ό,τι συμβαίνει, ενέχει τη δική του λογική και υπακούει, πραγματώνει, κάποια εύλογη νομοτέλειά του. Ο καθένας, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και την προσληπτική του δυνατότητα, χαρακτηρίζει ένα συμβάν ως λογικό ή παράλογο. Η κοινή θέαση εκφράζει μια στατική-συμβατική λογική, η οποία εγκρύπτει αναπόφευκτα τη βία και την προκατάληψη. Όλη η νουβέλα φιλοδοξεί, όπως αρχίζει και τελειώνει, να πραγματευτεί την έννοια της χρονικότητας μέσα στην ίδια ανθρώπινη ύπαρξη, στο ίδιο άτομο.

_To ηφαίστειο της Νισύρου, η μαύρη άμμος, η απομόνωση – όλα συμβάλλουν σε ένα σκηνικό σχεδόν αρχέγονο. Πώς λειτουργεί για εσάς το τοπίο ως «ήρωας» στην αφήγησή σας;
Το τοπίο παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ανάδυση-ανάπτυξη της κάθε ιστόρησης, είναι το σκηνικό που υποστηρίζει όχι μόνο μια φανερή αιτιότητα, αλλά αναδεικνύει τις αθέατες πλευρές των συμβάντων, αφού συγκροτεί και δικαιολογεί με τις σιωπές και τα άδηλα της μορφολογίας του, με την περιγραφή του, κατά κύριο λόγο, την αναπαράστασή του, τόσο την πλοκή, όσο, προπαντός, τα εύλογα και αναμενόμενα να αναδυθούν εξαιτίας αποκλειστικά της σύστασης αυτού του τοπίου. Εάν ήταν διαφορετικό, άλλη θα ήταν και η αφηγούμενη ιστορία.
Στο μαύρο ηφαιστειακό σκηνικό της Νισύρου εκτυλίσσεται η ιστορία μου, το μαύρο θέλει να εξαλείψει η μικρή πρωταγωνίστρια, το κυρίαρχο γνώρισμα της ιστόρησης, τον μόνιμο φόβο της πιθανής έκρηξης μέσα του πασχίζει ο συγγραφέας να καταπραΰνει.
_Η εμπλοκή ενός δημοσιογράφου, που επιλέγει να πιστέψει μια «αδιανόητη» ιστορία, ανοίγει ζητήματα πίστης, αλήθειας και λογοτεχνίας. Θεωρείτε πως ο συγγραφέας μοιάζει ενίοτε με τέτοιους ακροατές του ακατανόητου;
Ο «δημοσιογράφος» υποδύεται τον δεύτερο, εξωτερικό αφηγητή της ιστορίας και καταθέτει έμμεσα τη θέση του συγγραφέα. Αλήθεια είναι, κατ’ αυτόν, ό,τι πείθει με την αφήγησή του, αυτό συγκροτεί και το πραγματικό. Οποιος έχει διαισθητική δυνατότητα και υπερβατική θέαση της πραγματικότητας, αυτός είναι ικανός να ακούσει και να πιστέψει ό,τι οι πολλοί θεωρούν ως παράλογο. Κι όταν πιστεύουμε κάτι, όσο το πιστεύουμε, αυτό συνιστά τη ζωτική αλήθεια μας. Ο συγγραφέας εκθέτει τη βαθύτερη αλήθεια του, αντιπαλεύοντας έτσι τη διαβρωτική λήθη που τον εξοντώνει και τον ακυρώνει.
_Εχετε μακρά πορεία και πολυβραβευμένο έργο. Πού στέκεται για εσάς αυτή η νουβέλα μέσα στη συγγραφική σας διαδρομή; Νιώθετε ότι ανοίγει έναν νέο εσωτερικό κύκλο ή συνεχίζει έναν βαθύτερο υπόγειο διάλογο με τις προηγούμενες θεματικές σας;
To ίδιο βιβλίο γράφουμε, το ίδιο χώμα ανασκάπτουμε, πασχίζοντας να βρούμε το λάλον ύδωρ. Να ξεπηδήσουν απροσδόκητα κρύα νερά πάνω στο πρόσωπό μας και να δροσιστούμε. Να κορέσουμε έτσι μια παλιά δίψα. Να ξεπλυθούμε από καταχωνιασμένες λύπες και ενοχές που μας λέρωσαν. Κι αυτή η νουβέλα, το εικοστό βιβλίο μου, ίδια απόπειρα ν’ αντλήσω νερό, καθώς η ξηρασία απλώνεται ύπουλη και απειλητική.
_H ερώτηση «τι είναι πατρίδα;» διατυπώνεται από ένα παιδί που σώθηκε από τη φρίκη και βρέθηκε να ζει στη σιωπή. Πώς βλέπετε τη σχέση της λογοτεχνίας με την έννοια της πατρίδας, ειδικά όταν αυτή γίνεται ασαφής, χαμένη ή αμφισβητούμενη;
Εναγώνια και απεγνωσμένη η προσπάθεια της ύπαρξης για επιστροφή «στο σπίτι». «Πού πάμε αλήθεια; Πάντα στο σπίτι», αντιγράφω τον Νοβάλις, σπουδαίο ρομαντικό ποιητή και φιλόσοφο. Ό,τι αγαπήσαμε, εγώ το λέω πατρίδα. Η κάθε ύπαρξη, για να ζήσει και να βιώσει τον χρόνο της, αποζητά τον τόπο εγκατάστασης, έναν τόπο απάγκιο, για να σταθεί, να «ξαποστάσει».
Οι μισαλλόδοξοι οικειοποιούνται αυτόν τον χρόνο ως δικό τους και τον ονομάζουν δική τους πατρίδα και στο όνομά της διαπράττουν εγκλήματα, γιατί φοβούνται τους άλλους, τους διαφορετικούς, τους πολύ κοντά τους. Μη δουν την ερημία τους. Η εγγύτητα τρομάζει. Ομως η πατρίδα, ως προορισμός έσχατης καταφυγής, ως τόπος γεωγραφικός, ανήκει σε όλους τους ανθρώπους. Είναι ο χώρος συνάντησης του καταδιωκόμενου εαυτού, ο τόπος αφίππευσης και παρηγορίας του.
Ειδήσεις Σήμερα
- Dua Lipa: Ξέγνοιαστες στιγμές στην Ισπανία μετά τη ρομαντική απόδραση στην Νάπολη [εικόνες]
- Κολομβία: Το πρώτο μη επανδρωμένο ναρκουποβρύχιο
- Αγία Παρασκευή: Νεκρός από πυροβολισμούς ένας άντρας
- Ντιόγκο Ζότα: LIVE η τελετή αγρυπνίας – Έφτασε η σύζυγός του, Ρούτε -Συγκινητικός φόρος τιμής από τον πρώην αρχηγό της Λίβερπουλ – Σύσσωμη η οικογένεια
- Σκάνδαλο: Ινδοί κατά Prada για τα σανδάλια

