Το ποσό, το οποίο δεν είχε αποκαλυφθεί μέχρι τώρα, είναι σε γενικές γραμμές ανάλογο με τον δανεισμό της χώρας τα τελευταία χρόνια, όπως αναφέρει το Reuters, και σηματοδοτεί την περαιτέρω ανάκαμψη της Ελλάδας από την οικονομική κρίση του 2009-2018, την οποία ξεπέρασε λαμβάνοντας περίπου 280 δισ. ευρώ μέσω προγραμμάτων διάσωσης με αντάλλαγμα μια πολυετή περίοδο λιτότητας.
«Θα δανειστούμε 8-9 δισ. ευρώ από τις αγορές το επόμενο έτος, όσο και φέτος», δήλωσε ένας από τους δύο αξιωματούχους που επικαλείται το πρακτορείο ενώ ο δεύτερος επιβεβαίωσε ότι η χώρα θα δανειστεί έως και 9 δισ. το επόμενο έτος. Ο πρώτος αξιωματούχος πρόσθεσε επίσης ότι η χώρα σκοπεύει να αποπληρώσει τον Δεκέμβριο δάνεια ύψους 5,3 δισ. ευρώ του πρώτου προγράμματος διάσωσης του 2010 που έλαβε από τους Ευρωπαίους εταίρους της.
«Θέλουμε να μειώσουμε το χρέος μας πιο γρήγορα και θα χρησιμοποιήσουμε μέρος των ταμειακών μας αποθεμάτων», ανέφερε. Όπως σημειώνει το Reuters, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι η χώρα με το υψηλότερο χρέος στην Ευρώπη, αλλά το δημόσιο χρέος της συρρικνώθηκε κατά περίπου 50 ποσοστιαίες μονάδες από το 2020 στο 153,6% του ΑΕΠ το 2024 και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω φέτος.
Προσθέτει ακόμη ότι η ελληνική οικονομία, που στηρίζεται κυρίως στον τουρισμό, πλησιάζει τα προ κρίσης μεγέθη. Η ανάπτυξη αναμένεται να αυξηθεί στο 2,3% φέτος από 2,2% το 2024, ήτοι με ρυθμό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ευρωζώνης, με το πρωτογενές πλεόνασμα να φτάνει το 2,4% του ΑΕΠ.
Όσον αφορά την πρόωρη αποπληρωμή, αναφέρει ότι η χώρα σχεδιάζει να αποπληρώσει τα δάνεια που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου από τα τρία προγράμματα διάσωσης για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους έως το 2031, δηλαδή δέκα χρόνια νωρίτερα από το προγραμματισμένο. Το κόστος δανεισμού έχει μειωθεί απότομα από τότε που η Ελλάδα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα το 2023 και τώρα είναι χαμηλότερο αυτό της Ιταλίας.
Εν τω μεταξύ, τα ταμειακά αποθέματα της χώρας ανέρχονται σε περίπου 40 δισ. ευρώ, κεφάλαια αρκετά για να καλύψουν τις δανειακές της ανάγκες για τουλάχιστον τρία χρόνια χωρίς να χρειαστεί να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές ομολόγων.
Δημόσιο χρέος: Καθαρή μείωση κατά 2,2 δισ. € τον Ιούνιο
Μειωμένο κατά 2,2 δισ. ευρώ, στα 326,4 δισ. ευρώ, καταγράφεται σε καθαρούς όρους το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης στο τέλος Ιουνίου, από 328,6 δισ. στο τέλος του 2024 , αποδεικνύοντας ότι η δυναμική διαχείριση του χρέους από τον ΟΔΔΗΧ οδηγεί σε αποκλιμάκωση του χρέους όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και ως απόλυτο μέγεθος, αν και την εικόνα αλλοιώνουν τα πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία, το χρέος έχει σταθερά καθοδική πορεία ως ποσοστό του ΑΕΠ, με χαμηλό μέσο κόστος εξυπηρέτησης το οποίο δεν ξεπερνά το 1,33% και ένα τεράστιο ποσό ταμειακών διαθεσίμων που ξεπερνούν τα 40 δισ. ευρώ, τα οποία όμως προέρχονται από δανεισμό και άρα περιλαμβάνονται στο χρέος .
Ακτινογραφία
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΓΛΚ, το χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης, το οποίο εμπεριέχει και ενδοκυβερνητικό χρέους ύψους 38,6 δισ. ευρώ (δηλαδή τις οφειλές της Κεντρικής Διοίκησης στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και τις ΔΕΚΟ), αυξήθηκε κατά στο τέλος Ιουνίου κατά 1,1 δισ. ευρώ, στα 403,2 δισ. ευρώ από 402,1 δισ. ευρώ στις 31 Μαρτίου.
Το «μικτό» χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο είναι αυτό που αποτυπώνουν τα επίσημα στοιχεία, έφτασε στο τέλος του Ιουνίου τα 368,35 δισ. ευρώ και ήταν αυξημένο κατά 2 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με το ύψος του στο τέλος Μαρτίου (366,33 δισ.), και 3,4 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με το τέλος του 2024, όταν το ύψος του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης έφτανε τα 364,9 δισ. ευρώ. Τούτο, παρά το γεγονός ότι πριν κλείσει το πρώτο τρίμηνο του χρόνου, το Ελληνικό Δημόσιο είχε δανειστεί περίπου 7 δισ. ευρώ, τα οποία όμως δεν έχουν επιβαρύνει ισόποσα το συνολικό ύψος του δημόσιου χρέους.
Τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου αυξήθηκαν στα 41,94 δισ. στο τέλος Ιουνίου, από 36,28 δισ. στο τέλος του 2024. Ως γνωστόν τα ταμειακά διαθέσιμα είναι στο σύνολό τους χρέος (περιλαμβάνουν άλλωστε και 10,7 δισ. από το Cash Buffer του ESM) και αναλώνονται σταδιακά για να πληρώνουν παλιό «ακριβό» χρέος με τελευταίο το διμερές δάνειο με τις χώρες της ευρωζώνης. Θεωρητικά η Ελλάδα με τα ταμειακά διαθέσιμα που διαθέτει θα μπορούσε να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες για τουλάχιστον 3,5 χρόνια χωρίς να δανειστεί από τις αγορές ούτε 1 ευρώ.
Πτωτικά
Aν λοιπόν από το σύνολο του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης αφαιρεθεί το κομμάτι των διαθεσίμων, το οποίο χρησιμοποιείται ως απόθεμα αλλά κοστίζει σε τόκους εξυπηρέτησης, το καθαρό χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης καταγράφει στο τέλος Ιουνίου μείωση κατά 2,2 δισ. ευρώ, στα 326,4 δισ. ευρώ από 328,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2024.
Το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους ήταν στο τέλος Ιουνίου στο 1,33%, όσο ακριβώς ήταν και στο τέλος του 2024. Το μέσο επιτόκιο διαμορφώνεται από το επιμέρους επιτόκιο των 2/3 του χρέους (240 δισ. ευρώ) που κατέχουν κυρίως ESM και οι χώρες της ευρωζώνης και φτάνει το 1,1% συν το επιτόκιο των εκδόσεων χρέους που έχουν γίνει από το 2019 μέχρι και σήμερα (περίπου 100 δισ. ευρώ) μετά την επάνοδο της Ελλάδας στις αγορές.
Αυξημένες εγγυήσεις λόγω του «Ηρακλής ΙΙΙ»
Τα εγγυημένα δάνεια του Ελληνικού Δημοσίου στο τέλος του Ιουνίου έφτασαν στα 26,335 δισ. ευρώ, από 25,72 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου. Η αύξηση οφείλεται κυρίως στην ενεργοποίηση του «Ηρακλής ΙΙΙ», η οποία έγινε για να επιταχυνθεί η εκκαθάριση των κόκκινων δανείων και των μη συστημικών τραπεζών. Η κίνηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν αυτόματα οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου κατά 1,3 δισ. ευρώ.

