Σε αυτό το φροϊδικό αδιέξοδο βρέθηκε η χούντα του Γεωργίου Παπαδόπουλου όταν αισθάνθηκε πως η μόνη δίοδος για τη μακροημέρευσή της θα ήταν το… τυρί της ελεγχόμενης επιστροφής στη δημοκρατική ομαλότητα. Ο αχυράνθρωπος που θα νομιμοποιούσε αυτή τη διαδικασία ήταν ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης. Συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες 52 χρόνια από την ορκωμοσία της κυβέρνησής του, μίας κυβέρνησης-βιτρίνας, που γράφτηκε στην Ιστορία ως μία σύντομη παρένθεση γεμάτη αυταπάτες.

Κίνημα του Ναυτικού
Είχαν περάσει ήδη έξι χρόνια δικτατορίας όταν ο Παπαδόπουλος δέχτηκε ένα σημαντικό πλήγμα στο κύρος του. Το Κίνημα του Ναυτικού, παρότι κατεστάλη, αποκάλυψε ότι ο δικτάτορας δεν είχε λαϊκή αποδοχή ούτε την αδιαμφισβήτητη στήριξη του στρατεύματος, το οποίο έως τότε θεωρούσε το ισχυρό του χαρτί. Η εικόνα του στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τσαλακώθηκε ανεπανόρθωτα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Παπαδόπουλος αποφάσισε να παίξει το χαρτί των «δημοκρατικών εξελίξεων». Η δική του, βέβαια, αντίληψη περί δημοκρατίας φάνηκε την 1η Ιουλίου 1973, όταν κατάργησε τη μοναρχία, αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της λεγόμενης «προεδρικής δημοκρατίας» και επικύρωσε τη «συνταγματική αλλαγή» με νόθο δημοψήφισμα, βολεύοντας τον εαυτό του με το σκήπτρο και το στέμμα μαζί.
Το καλοκαίρι εκείνο κύλησε με παρασκηνιακές επαφές Απριλιανών και παλαιών πολιτικών. Το ζητούμενο ήταν να βρεθεί ένας «γεφυροποιός», που θα έδινε αξιοπιστία στο σχέδιο εκδημοκρατισμού της χούντας.
Ο Σπύρος Μαρκεζίνης φάνηκε ιδανικός. Γεννημένος το 1909 στην Αθήνα, είχε θητεύσει ως νομικός σύμβουλος του βασιλιά Γεωργίου Β’ και το 1949 ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη. Η «χρυσή» του πολιτική περίοδος ήταν μεταξύ 1950-1954, όταν συμμετείχε στην κυβέρνηση Παπάγου. Τότε συνδέθηκε με τη νομισματική μεταρρύθμιση που «έκοψε» τα μηδενικά από τη δραχμή, τομή που έμεινε στην Ιστορία. Στη συνέχεια ίδρυσε το Κόμμα των Προοδευτικών, το οποίο δεν κατάφερε να σταθεί στον πολιτικό χάρτη. Ετσι οδηγήθηκε σε περιθωριοποίηση, διατηρώντας πάντως την εικόνα του ανεξάρτητου πολιτικού, εικόνα που μέχρι την επταετία τον προστάτευε από την πλήρη απαξίωση.

Συμφωνία
Οι πρώτες επαφές Παπαδόπουλου – Μαρκεζίνη έγιναν τον Ιούνιο με Ιούλιο του 1973. Από την αρχή φάνηκε ότι υπήρχε κοινός κώδικας, που οδήγησε ταχύτατα σε συμφωνία. Στις 21 Αυγούστου οι εφημερίδες προανήγγειλαν πιθανή υπουργοποίηση, ενώ στις 31 Αυγούστου η επίσημη ανακοίνωση της «Προεδρίας της Κυβερνήσεως» επικύρωνε το πολιτικό συνοικέσιο.
Η αντίδραση ήταν έντονη. Κόμματα και αντιστασιακές οργανώσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό κατήγγειλαν τη μεθόδευση, ενώ και ο υπόλοιπος πολιτικός κόσμος διχάστηκε. Οι περισσότεροι έβλεπαν απλώς μία προσπάθεια νομιμοποίησης της χούντας υπό κοινοβουλευτικό μανδύα. Δεν έλειψαν όμως και εκείνοι που είδαν ευκαιρία προσωπικής ανέλιξης ούτε όσοι πίστεψαν πως θα μπορούσαν να πλήξουν το καθεστώς «από μέσα». Στο παρασκήνιο, ισχυρά οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα πίεζαν για «έξοδο στην ομαλοποίηση με κάθε τρόπο», δελεάζοντας με υπουργεία πρόσωπα της προδικτατορικής περιόδου.

Στις διαπραγματεύσεις με τον Παπαδόπουλο, ο Μαρκεζίνης προσπάθησε να θέσει όρους διακυβέρνησης, αλλά γρήγορα κατάλαβε τα όρια του ρόλου του. Ο Παπαδόπουλος δεχόταν μόνο όσα είχε ήδη αποφασίσει, επικαλούμενος μάλιστα τις αντιδράσεις των Μακαρέζου, Ιωαννίδη, Παττακού για να απορρίψει οτιδήποτε άλλο. Η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δόθηκε στις 8 Οκτωβρίου. Η «προίκα» που κουβάλησε ο νέος πρωθυπουργός ήταν ισχνή: μία αμνηστία πολιτικών κρατουμένων, ορισμένα θετικά δημοσιεύματα στον ξένο Τύπο και ένας επίπλαστος «αέρας ανανέωσης». Η πραγματικότητα, όμως, φάνηκε αμέσως. Η επίσημη ανακοίνωση της «Προεδρίας της Δημοκρατίας» ήταν ξεκάθαρη: «Μόνη πηγή εξουσίας μέχρις αναδείξεως της Βουλής είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο λαβών την εντολήν πρωθυπουργός θα είναι υπόλογος και υπεύθυνος έναντι του Προέδρου». Εν ολίγοις: ο Μαρκεζίνης θα ήταν υπάλληλος.
«Γέφυρες»
Στις πρώτες του δηλώσεις προσπάθησε να ρίξει γέφυρες προς όλους. Εκθείασε τη χούντα για να καλοπιάσει τον Παπαδόπουλο, υποσχέθηκε εκλογές στον λαό, μίλησε για νομιμοποίηση της Αριστεράς, ενώ παράλληλα εκθείαζε τον Καντάφι! Τίποτα δεν έπεισε. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος σχολίασε σκωπτικά: «Ρίξαν ως σύνθημα ότι η εξουσία του θα είναι δοτή. Ανόητο σύνθημα. Διότι, μη υπαρχούσης Βουλής, από πού διάολο θα έπαιρνε την εντολή;».
Σύντομα αποδείχθηκε ότι ο Μαρκεζίνης δεν είχε το ειδικό βάρος να επιβάλει πολιτικούς όρους. Εγινε απλώς το προκάλυμμα του καθεστώτος, χωρίς δυνατότητα να προωθήσει αλλαγές, ακόμη κι αν το επιθυμούσε. Ουσιαστικά λειτούργησε ως εξωραϊσμός της χούντας, μια προσωρινή βιτρίνα που στόχευε να ξεγελάσει την κοινή γνώμη. Η «κυβέρνηση Μαρκεζίνη» απογοήτευσε τους πάντες και κατέρρευσε ταχύτερα από ό,τι υπολόγιζαν ακόμη και οι αντίπαλοί της. Επεσε αμέσως μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Ετεροχρονισμένη απολογία
Δύο μόλις μέρες πριν από την ορκωμοσία της «κυβέρνησης» Μαρκεζίνη, στις 6 Οκτωβρίου 1973, ξέσπασε ο αιφνίδιος πόλεμος ανάμεσα σε Ισραήλ, Συρία και Αίγυπτο, γνωστός ως Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ. Η κρίση αυτή αποδυνάμωσε αμέσως τον συνεταιρισμό Παπαδόπουλου-Μαρκεζίνη, αφού η άρνηση του πρώτου να επιτρέψει τη στάθμευση αμερικανικών αεροσκαφών στη βάση της Σούδας τον έκανε να απολέσει τα ερείσματα που είχε στον αμερικανικό παράγοντα. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τον «πρόεδρο», καθώς το αμερικανικό χρίσμα μεταφέρθηκε στον Δημήτριο Ιωαννίδη.
Σύντομα, τα επεισόδια που σημειώθηκαν μετά το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου αποκάλυψαν το πραγματικό πρόσωπο της δικτατορίας αλλά και του ίδιου του Μαρκεζίνη. Οι δηλώσεις του, αντί να τον διαφοροποιούν, τον έφερναν ακόμη πιο κοντά στο καθεστώς: «Αδικαιολογήτως η Αστυνομία δεν ήτο εφοδιασμένη με τα κατάλληλα αμυντικά μέσα διά να αντιμετωπίσει ανάλογα ενδεχόμενα».
Το Πολυτεχνείο υπήρξε η οριστική ταφόπλακα. Ο Μαρκεζίνης αποδείχθηκε απλώς ένας δοτός πρωθυπουργός, εγκλωβισμένος ανάμεσα σε μία δικτατορία που κατέρρεε και σε μία νέα που ετοιμαζόταν να επιβληθεί. Από τη μία ήταν ανίσχυρος, από την άλλη είχε το βολικό άλλοθι. Ισχυριζόταν αργότερα ότι ουδέποτε ενημερώθηκε για τον χειρισμό των εξελίξεων και τα έμαθε τελευταίος. Παρά ταύτα, δεν αντέδρασε ούτε όταν κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος – μέτρο που τελικά παρέσυρε και τον ίδιο. Η απουσία του ήταν τόσο εμφανής ώστε χρειάστηκε στις 29 Νοεμβρίου να παρουσιαστεί στην τηλεόραση σε σύσκεψη για να διαψευστούν οι φήμες ότι είχε ήδη «καταργηθεί».
Χρόνια αργότερα, ο ίδιος απολογήθηκε για την πρωθυπουργία του μιλώντας για «δοτή» και «κολοβωμένη» εξουσία, ισχυριζόμενος πως πίστεψε ότι κάποιος έπρεπε να τολμήσει για να οδηγήσει τη χώρα σε αδιάβλητες εκλογές. Ελάχιστοι πείστηκαν.

