Εκτός όμως από τη γνωστή αυτή υπόθεση, στις αρχές της δεκαετίας του 50 ο γνωστός ηθοποιός πρωταγωνίστησε σε ένα ακόμα περιστατικό ερωτικής έντασης. Το καλοκαίρι του 1952, ο –νεαρός τότε– κωμικός, μέλος του θιάσου της Σοφίας Βέμπο, παρασύρθηκε σε ένα ειδύλλιο τόσο θορυβώδες, ώστε για λίγες μέρες το όνομά του μεταφέρθηκε από τις καλλιτεχνικές σελίδες των εφημερίδων στα πρωτοσέλιδά τους.

Η ιστορία δεν ξεκίνησε σε κανένα σκοτεινό καμαρίνι, αλλά στο πιο λαμπερό σημείο της Αθήνας: στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», στις 6 Απριλίου 1952. Ήταν η μεγάλη επιστροφή των καλλιστείων μετά από είκοσι, και παραπάνω, χρόνια απουσίας. Παρουσίες υψηλές: υπουργοί, ξένοι διπλωμάτες, και ο θρυλικός πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα Τζον Πιουριφόι, μαζί με τον αρχηγό του αμερικανικού στόλου. Παρουσιαστές της βραδιάς είναι η Μελίνα Μερκούρη και ο Μίμης Φωτόπουλος. Στην πασαρέλα παρελαύναν οι υποψήφιες για τον τίτλο της «Σταρ Ελλάς», ενώ στην καλλιτεχνική βραδιά εμφανίζονταν ο Γιώργος Παππάς, το ζεύγος Φλερύ–Άλμα, κι ολόκληρος ο θίασος της Βέμπο.
Μέσα σε αυτή την κοσμοσυρροή, ο Γκιωνάκης ξεχώρισε μια κοπέλα που εμφανίστηκε τελευταία στη σειρά. Στο διαγωνιστικό πρόγραμμα ήταν γραμμένη ως Ρένα Κωνστάνς, μα το πραγματικό της επίθετο ήταν Κωνσταντινίδη. Η εμφάνισή της εντυπωσίασε τόσο το νεαρό ηθοποιό που οι εφημερίδες έγραψαν πως «η καρδιά του δεν του ανήκε πια». Κι απ’ ό,τι φαίνεται, το ίδιο έπαθε κι εκείνη.

Το ειδύλλιο φούντωσε πίσω από τα παρασκήνια της λαμπερής βραδιάς. Στις εβδομάδες που ακολούθησαν, όσοι ήξεραν να παρατηρούν έβλεπαν την κοπέλα συχνά στην πλατεία του θεάτρου. Υπέθεταν πως αγαπούσε την τέχνη και ονειρευόταν να γίνει κάποτε ηθοποιός, αλλά αυτό που αγνοούσαν ήταν πως παρακολουθούσε τον Γκιωνάκη.
Οι γονείς της Ρένας, όμως, δεν συμμερίστηκαν τον ενθουσιασμό. Θεώρησαν τον ηθοποιό ακατάλληλο, ίσως γιατί πίστευαν πως η κόρη τους μπορούσε να κυνηγήσει μια πιο «τακτοποιημένη» ζωή. Τέτοιες αντιρρήσεις όμως, ειδικά στη μετεμφυλιακή Ελλάδα που όλα έβραζαν από αντιφάσεις, συχνά ανάβουν περισσότερο το φυτίλι. Το ίδιο έγινε και εδώ.
Κάποιο βράδυ του Ιουλίου του ίδιου έτους, οι δύο νέοι βγήκαν να διασκεδάσουν. Όταν η βραδιά τελείωσε, η Ρένα δεν γύρισε στο σπίτι της. Δεν επρόκειτο για απαγωγή, παρά για κλασικό “κλέψιμο” – μια πράξη που ακόμη επιβίωνε ως έθιμο σε πολλές γωνιές της Ελλάδας. Το επόμενο πρωί εμφανίστηκαν στο σπίτι ενός φίλου του Γκιωνάκη στον Πειραιά. Εκείνος έλειπε∙ η γυναίκα του άνοιξε την πόρτα και, όπως κατέγραψε τότε ο Τύπος, στην αρχή τρόμαξε: «Δεν φιλοξενώ απαγωγές!» είπε. Μα ύστερα από χίλια παρακάλια, λύγισε και τους έβαλε μέσα μέχρι να βρουν άκρη.
Φυσικά, η εξαφάνιση της Ρένας προκάλεσε πανικό στους δικούς της. Επικράτησε αναβρασμός, οι συγγενείς απειλούσαν με μηνύσεις, κι οι εφημερίδες άρχισαν να γράφουν με δραματικό ύφος για «αλληλοαπαχθέντες» και για επικείμενους γάμους. Την ίδια στιγμή, κάποιοι δημοσιογράφοι υπαινίσσονταν πως πίσω από την υπόθεση υπήρχε έντονη οικογενειακή πίεση, άλλοι πως οι δυο νέοι σκόπευαν πράγματι να παντρευτούν.

Κι εκεί που όλα έδειχναν να παίρνουν τον δρόμο τους, έγινε το απρόσμενο. Την επομένη της «απαγωγής», ο ηθοποιός πήγε κανονικά στη θεατρική του παράσταση. Όταν γύρισε, η Ρένα δεν ήταν εκεί. Είχε φύγει χωρίς να αφήσει σημείωμα. Γιατί; Άλλοι έλεγαν πως φοβήθηκε το σκάνδαλο, άλλοι πως λύγισε από την ασφυκτική πίεση της οικογένειας. Ίσως πάλι να συνειδητοποίησε πως η απόφαση του «κλεψίματος» ήταν πιο δύσκολη απ’ όσο είχε φανταστεί.
Ό,τι κι αν συνέβη, το ειδύλλιο έληξε έτσι ακαριαία, σχεδόν σαν να το κατάπιε το ίδιο το καλοκαίρι. Ο Γκιωνάκης συνέχισε την πορεία του, που αργότερα θα τον έκανε έναν από τους πιο αγαπητούς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου. Η Κωνστάνς χάθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας και συνέχισε τη ζωή της ως Ρένα Κωνσταντινίδη…

